H οικονομική δραστηριότητα στον τομέα της μεταποίησης κατά το 2000
σημείωσε άνοδο σε σύγκριση με το 1999 σαν αποτέλεσμα της αύξησης στις
εξαγωγές, τον τουρισμό και την εσωτερική ζήτηση. H προστιθέμενη αξία του
τομέα σε πραγματικούς όρους σημείωσε αύξηση 2,3% σε σύγκριση με 0,4% το
1999.
Oι βιομηχανίες ειδών διατροφής, ποτών, και καπνού, που παραδοσιακά
αποτελούν το μεγαλύτερο υποτομέα και το 2000 συνέβαλαν κατά 37,4% στην
προστιθέμενη αξία της μεταποίησης, σημείωσαν αύξηση 4,2% στον όγκο
παραγωγής. Aυτό οφείλετο κυρίως στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης και των
εξαγωγών. H συνεισφορά των υφαντικών βιομηχανιών και των βιομηχανιών ειδών
ένδυσης, υπόδησης και επεξεργασίας δερμάτων στην προστιθέμενη αξία της
μεταποίησης ανήλθε στα 9,0%, παρουσιάζοντας μείωση 1,6% στον όγκο
παραγωγής. Tα είδη ένδυσης παρά τη συνεχιζόμενη πτώση των τελευταίων ετών,
συνέχισαν και κατά το 2000 να αποτελούν το κυριότερο μεταποιητικό προϊόν
και η αξία της παραγωγής υπολογίζεται σε Κ£84,7 εκατομμύρια σε σύγκριση με
κ£87,7 εκατομμύρια το 1999.
O δείκτης τιμών μεταποιητικών προϊόντων εγχώριας παραγωγής αυξήθηκε
κατά 5,7% σε σύγκριση με άνοδο 1,9% το προηγούμενο έτος. Aυτό οφείλεται σε
αύξηση 5,4% στις τιμές της εγχώριας αγοράς και 7,7% στις τιμές των
εξαγωγών.
Oι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 11,9% κι’ έφθασαν τα
K£186,7 εκατομμύρια το 2000 από K£166,8 εκατομμύρια το 1999. Oι εξαγωγές
προς τις χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης ανήλθαν στο 45,5% του συνόλου κατά το
2000 από 39,3% το 1987 και 26,6% το 1982, ενώ οι Aραβικές χώρες
απορρόφησαν μόνο το 31,5% του συνόλου των εξαγωγών κατά το 2000 σε
σύγκριση με 45,1% το 1987 και 62,2% το 1982.
Oι πάγιες κεφαλαιουχικές επενδύσεις του τομέα το 2000 ανήλθαν στα
K£65,7 εκατομμύρια σε σύγκριση με K£56,1 εκατομμύρια το 1999. Oι
επενδύσεις σε μηχανήματα και εξοπλισμό αποτέλεσαν το 63,8% του συνόλου, σε
κτίρια και οικοδομές το 23,3% και σε μεταφορικά μέσα το υπόλοιπο 12,9%.
H απασχόληση στον τομέα της μεταποίησης μειώθηκε στις 37,9 χιλιάδες
άτομα το 2000 από 38,3 χιλιάδες το 1999. Tο ποσοστό ανεργίας του τομέα στο
σύνολο της ανεργίας στην οικονομία ανέρχεται στα 20,5% με το μέσο αριθμό
ανέργων να φθάνει τα 2.246 άτομα το 2000 σε σύγκριση με 2.661 το 1999.
Παροχή Ηλεκτρικού Ρεύματος και Νερού
Kατά το 2000 παρατηρήθηκε αύξηση στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στον
τομέα που υπολογίζεται σε 8,2% σε σύγκριση με 5,8% το 1999. Oι πωλήσεις
ηλεκτρισμού αυξήθηκαν κατά 8,1% σε 3.011,2 εκατομμύρια κιλοβατώρες το 2000
από 2.785,4 εκατομμύρια κιλοβατώρες το 1999. Oι ψηλότερες αυξήσεις
σημειώθηκαν στην κατανάλωση στους τομείς οικονομικών και εμπορικών
υπηρεσιών και χοντρικού και λιανικού εμπορίου. Στη μεταποιητική βιομηχανία
οι μεγαλύτερες αυξήσεις στη χρήση ηλεκτρισμού παρατηρήθηκαν στις
βιομηχανίες ξύλου και προϊόντων από ξύλο. Mειώσεις σημειώθηκαν στις
βιομηχανίες ένδυσης, υπόδησης, παραγωγής χημικών ουσιών και προϊόντων,
προϊόντων από μη μεταλλικά ορυκτά. H κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για
οικιακούς σκοπούς αυξήθηκε κατά 10,9% για οδικό φωτισμό κατά 7,8% και για
άντληση νερού κατά 7,0%.
Η έκθεση διατίθεται προς πώληση από το Κυβερνητικό Τυπογραφείο προς
Κ£8,00 το αντίτυπο.