Στις 20 Iουλίου
1974 η Tουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Kύπρο,
προβάλλοντας στη διεθνή κοινότητα τον ισχυρισμό
πως αναλάμβανε μια "ειρηνευτική επιχείρηση". Ως
πρόσχημα χρησιμοποίησε το πραξικόπημα της
χούντας των Aθηνών εναντίον της νόμιμης
κυβέρνησης του Aρχιεπισκόπου
Mακαρίου.
Στις 14 Aυγούστου
1974, κι ενώ συνεχίζονταν οι συνομιλίες στη
Γενεύη, αρχίζει νέα προέλαση των τουρκικών
στρατευμάτων που κατέληξε σε κατοχή του 37% του
εδάφους της Kυπριακής Δημοκρατίας.
Από τον Αύγουστο
του 1974 σταθμεύουν στο κατεχόμενο τμήμα της
Κύπρου γύρω στις 35,000 τουρκικών στρατευμάτων,
τα οποία είναι εξοπλισμένα με προηγμένης
τεχνολογίας οπλικά συστήματα. . Λαμβάνοντας
υπόψη το γεγονός ότι η Τουρκία απέχει από την
Κύπρο μόνο 75 χλμ, πράγμα που της επιτρέπει να
μεταφέρει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
πολλές χιλιάδες στρατευμάτων, στρατιωτικό υλικό
και πυρομαχικά, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη
μειονεκτική θέση της Κύπρου έναντι της
Τουρκίας, η οποία διαθέτει ένα από τους πιο
ισχυρούς στρατούς στο ΝΑΤΟ.
Παρά τα
ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων
Εθνών για την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών
στρατευμάτων και παρά τις προσπάθειες που
καταβάλλει η διεθνής κοινότητα για την ειρηνική
επίλυση του κυπριακού προβλήματος, η Τουρκία
εξακολουθεί να ενισχύει το στρατό κατοχής και
να προβαίνει σε προκλήσεις και απειλές για
επέκταση της κατοχής και στα ελεγχόμενα από την
κυβέρνηση εδάφη.
Σύμφωνα με
έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών
προς το Συμβούλιο Ασφαλείας αναφορικά με τη
δραστηριότητα της Ειρηνευτικής Δύναμης των Η.Ε.
στην Κύπρο ( S1994/680/ 7.6.1994. παρ.28 ), η
κατεχόμενη Κύπρος είναι μια από τις πιο
στρατοκρατούμενες περιοχές του
κόσμου.
Όπως κάθε χώρα
στον κόσμο έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να
ενισχύει την άμυνα της, έτσι και η Κύπρος, σε
πολύ μεγαλύτερο βαθμό, ως θύμα εισβολής και
συνεχιζόμενης κατοχής από το 1974, έχει , όχι
μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση,
έναντι των πολιτών της, να ενισχύει συνεχώς την
άμυνα της.
Απώτερος στόχος
αυτής της πολιτικής είναι : πρώτον, να
δημιουργηθεί εκείνο το επίπεδο αποτροπής που να
πείθει την Τουρκία ότι το κόστος μιας τυχόν
απόπειρας επέκτασης της κατοχής θα είναι
μεγαλύτερο από το τυχόν όφελος, και δεύτερον να
αποκτήσει ο Κύπριος πολίτης το αίσθημα
ασφάλειας, που είναι απαραίτητο για να
δραστηριοποιηθεί απερίσπαστα σε όποιο τομέα της
οικονομίας επιθυμεί.
Η πολιτική αυτή
της ενίσχυσης της άμυνας δεν είναι επιλογή της
κυπριακής κυβέρνησης . Της επιβλήθηκε από τις
περιστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά την
τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη παρουσία
τουρκικών στρατευμάτων στο κατεχόμενο τμήμα του
νησιού. Οι Κύπριοι, από αρχαιοτάτων χρόνων,
είναι φιλειρηνικός λαός. Γι ΄αυτό και ο
Πρόεδρος Κληρίδης, μόλις ανήλθε στην εξουσία,
απέστειλε στις 17.12.1993 επιστολή στο Γ.Γ. των
Ηνωμένων Εθνών, με την οποία εισηγείτο την
πλήρη αποστρατικοποίηση του νησιού, με την
αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και τη
διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Επίσης πρότεινε
όπως τα λεφτά που θα εξοικονομούνταν από τη μη
διάθεση κονδυλίων για την άμυνα, διατεθούν για
την ανάπτυξη και ευημερία και των δυο
κοινοτήτων μετά από μια λύση του κυπριακού
προβλήματος. Δυστυχώς η πρόταση αυτή του
Προέδρου Κληρίδη απορρίφθηκε από την τουρκική
πλευρά.
Αμυντική
συνεργασία Κύπρου - Ελλάδας
Στην πιο πάνω
επιστολή, ο Πρόεδρος Κληρίδης ανέφερε επίσης
ότι « η μαζική παρουσία τουρκικών στρατευμάτων
στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου καθιστά
αναγκαία την αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας
από την Ελλάδα και την ένταξη της Κύπρου στους
ελληνικούς αμυντικούς σχεδιασμούς ». Άλλωστε η
Ελλάδα, με βάση τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960,
έχει εγγυηθεί την ανεξαρτησία, εδαφική
ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Επίσης είναι συμβαλλόμενο μέρος
στη Συνθήκη Συμμαχίας του 1960.
Έτσι, το Νοέμβριο
του 1993, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γλαύκος
Κληρίδης και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας
Παπανδρέου διακήρυξαν το Δόγμα του Ενιαίου
Αμυντικού χώρου Κύπρου - Ελλάδας. Με βάση το
Δόγμα, Ελλάδα και Κύπρος έθεταν τις βάσεις για
κοινή άμυνα, στα πλαίσια της οποίας οι
Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα βοηθήσουν την
Κύπρο στρατιωτικά, αν υπάρξει προέλαση των
τουρκικών στρατευμάτωn.
Εξοπλιστικά
προγράμματα
Παρά τις
δυσχέρειες που αντιμετώπισε η κυβέρνηση στην
προμήθεια στρατιωτικού υλικού, λόγω του
εμπάργκο από πολλές δυτικές χώρες, εντούτοις
κατάφερε να εφαρμόσει το εξοπλιστικό πρόγραμμα
1996 – 2000. Η εφαρμογή του προγράμματος
αυτού συνέβαλε αποφασιστικά στο να ανατραπεί σε
μεγάλο βαθμό η εις βάρος της Κύπρου αναλογία
δυνάμεων και να ενισχυθεί η Εθνική Φρουρά με
υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα και
μέσα.
Τα οπλικά αυτά
συστήματα είναι τα άρματα Τ – 80, τα
Τεθωρακισμένα Οχήματα Μάχης ΒΜP – 3, τα
Τεθωρακισμένα Οχήματα Μεταφοράς Προσωπικού
ΛΕΩΝΙΔΑΣ, αντιαρματικά τηλεκατευθυνόμενα
βλήματα MILAN – 3, αντιαεροπορικοί
πύραυλοι ASPIDE, νέο ραντάρ μεγάλης εμβέλειας,
οχήματα πάσης φύσεως και πυρομαχικά.
Συμμετοχή της
Κύπρου στο Ευρωπαϊκό Στρατιωτικό
Δυναμικό
Στα πλαίσια της
ενταξιακής πορείας της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή
Ένωση και της δυνατότητας της ως υποψήφιο μέλος
για συμμετοχή στην Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική
Ασφάλειας και Άμυνας, η Κυβέρνηση δήλωσε
έγκαιρα την πρόθεση της για συνεισφορά στη
βελτίωση του Ευρωπαϊκού Στρατιωτικού Δυναμικού,
έργο του οποίου θα είναι η διατήρηση ή η
αποκατάσταση της ειρήνης, οι ανθρωπιστικές
αποστολές και οι αποστολές διαχείρισης
κρίσεων.
Στις 21 Νοεμβρίου
του 2000, ο Υπουργός Άμυνας κ. Σωκράτης Χάσικος
κατέθεσε στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Άμυνας
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σύνθεση 15+15, τη
συνεισφορά της Κυπριακής Δημοκρατίας στο
Ευρωπαϊκό Στρατιωτικό Δυναμικό, η οποία
συνίσταται στη συμβολική διάθεση ενός λόχου
μεταφορών, ενός συστήματος εναέριας παρατήρησης
καθώς και στην υποδομή που διαθέτει η Κύπρος
όπως αεροδρόμια, λιμάνια, δίκτυο εναέριας και
θαλάσσιας επιτήρησης για την εξυπηρέτηση του
Ευρωπαϊκού Στρατιωτικού Δυναμικού σε περίπτωση
που θα επιχειρεί στην ευρύτερη περιοχή της
Κύπρου.
Για τη συνεχή
διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την
Κυπριακή Δημοκρατία το Υπουργείο Άμυνας διόρισε
Ανώτατο Αξιωματικό ως αντιπρόσωπο στη
Στρατιωτική Επιτροπή και Ανώτερο Αξιωματικό ως
σύνδεσμο με το Στρατιωτικό Επιτελείο της
Ένωσης.
Κέντρο Έρευνας
και Διάσωσης
Μέσα στις διεθνείς
υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι και
η οργάνωση και λειτουργία του Κέντρου
Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΚΣΕΔ), με
αποστολή το συντονισμό του έργου για τον
εντοπισμό και τη διάσωση ατόμων, των οποίων η
ζωή βρίσκεται σε κίνδυνο από χερσαία, ναυτικά
και αεροπορικά ατυχήματα μέσα στο FIR
Λευκωσίας. Το Κέντρο αυτό λειτουργεί με
επιτυχία, εδώ και μερικά χρόνια.
Λόγω της συνεχούς
αυξανόμενης ναυτικής κίνησης στην ευρύτερη
περιοχή της νήσου, η Κυπριακή Δημοκρατία
βελτιώνει τις δυνατότητες του ΚΣΕΔ και αυξάνει
τα μέσα Έρευνας - Διάσωσης. Το 2001
προμηθεύτηκε δύο Ελικόπτερα ενώ τον επόμενο
χρόνο προγραμματίζει την προμήθεια έξι
Ελικοπτέρων Έρευνας - Διάσωσης παντός καιρού
και πρόσθετα πλωτά μέσα.
Εθνική Φρουρά
|