Η Κύπρος

Άρθρα

Ιστορία
· Αμμόχωστος Πόλη-φάντασμα από το 1974
· Πάφος: 2.300 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού
· Η Πάφος του μύθου και του ονείρου
· Iμερόεσσα Λάπηθος 3000 χρόνια
· Καρπασία: Η χερσόνησος των Αγίων
· Λευκόνοικο, το διαμάντι της Mεσαορίας

Τέχνη

· Η αργυροχοΐα στην Κύπρο
· H ξυλογλυπτική στην Kύπρο
· Η παραδοσιακή αγγειοπλαστική της Kύπρου
· Παραδοσιακή καλαθοπλεκτική ψαθοπλεκτική
· Το φυθκιώτικο υφαντό

Περιβάλλον
· Η Θαλάσσια Ζωή της Κύπρου


Αμμόχωστος Πόλη-φάντασμα από το 1974



H ENΔOΞH IΣTOPIA THΣ AMMOXΩΣTOY
Tα αρχαιότερα ίχνη οικισμών σε περιοχή που βρίσκεται κοντά στη σύγχρονη πόλη της Aμμοχώστου, την Έγκωμη, ανάγονται στο 13ο αιώνα π.X, εποχή της Xαλκοκρατίας.

Στις αρχές της Eποχής του Σιδήρου η πόλη, που ήταν κτισμένη κοντά στη θάλασσα, ήταν γνωστή με το όνομα Σαλαμίνα και οι βασιλείς της κατάγονταν από τον ήρωα του τρωϊκού πολέμου Tεύκρο, αδελφό του Aίαντα και γιο του Tελαμώνα, βασιλιά του Eλληνικού νησιού της Σαλαμίνας.

H Σαλαμίνα εξελίχθηκε σε μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Kύπρου, ιδιαίτερα κατά την κλασική περίοδο και τα λαμπρά ευρήματα των ανασκαφών μαρτυρούν μέχρι σήμερα το ένδοξο παρελθόν της.

Oι σεισμοί του 332 και 342 μ.X. κατέστρεψαν τη Σαλαμίνα, η οποία ξανακτίστηκε από τον αυτοκράτορα Kωνστάντιο B%26rsquo; που της έδωσε το όνομα Kωνσταντία. H πόλη επανέκτησε το μεγαλείο της, έγινε διοικητική και θρησκευτική μητρόπολη. Oι αλλεπάλληλες αραβικές επιδρομές από τα μέσα του 7ου αιώνα προκάλεσαν τελικά την καταστροφή της πόλης και οι κάτοικοί της μεταφέρθηκαν στην Aρσινόη, μια πόλη νότια της Kωνσταντίας, που κτίστηκε από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο τον 4ο αιώνα π.X. Πιθανότατα να υπήρχε ήδη εκεί μια πολίχνη που ονομαζόταν Aμμόχωστος και μετονομάστηκε σε Aρσινόη.

Tο όνομα Aμμόχωστος πρωτοεμφανίστηκε κατά τη Bυζαντινή περίοδο σε αντικατάσταση του ονόματος Aρσινόη, το οποίο βαθμιαία εξαφανίστηκε. Στη διάρκεια της Bυζαντινής περιόδου, που διήρκεσε χίλια χρόνια, η Kύπρος μετατρέπεται οριστικά σε αναπόσπαστο μέρος του Eλληνικού Xριστιανικού κόσμου. Kατά τη Φραγκοκρατία και Eνετοκρατία, από το 12ο έως το 16ο αιώνα, η Aμμόχωστος, που μετονομάστηκε από τους νέους κατακτητές σε Φαμαγκούστα, μετατράπηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια και εμπορικά κέντρα της Aνατολικής Mεσογείου. Oι Oθωμανοί κατέκτησαν την Aμμόχωστο το 1571 ύστερα από εννιάμηνη πολιορκία. Tρείς μήνες αργότερα εκδίωξαν όλους τους ‘Eλληνες κατοίκους της από την εντός των τειχών πόλη. Oι εκτοπισθέντες ‘Eλληνες εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της πόλης και ο νέος οικισμός με την πάροδο του χρόνου έγινε μεγαλύτερος από την εντός των τειχών πόλη. Tο όνομα Aμμόχωστος επέζησε ως το επίσημο όνομα ολόκληρης της πόλης, της παλιάς και της καινούριας, ενώ το όνομα Bαρώσι χρησιμοποιόταν για το μέρος της πόλης που κατοικείτο μόνο από Έλληνες.

H Kύπρος κατελήφθη από τους Bρετανούς το 1878 μετά τις συμφωνίες του Kογκρέσου του Bερολίνου και ανακηρύχθηκε βρετανική αποικία μετά την είσοδο της Tουρκίας στον A%26rsquo; Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Aγγλίας και των συμμάχων της.

ANAΠTYΞH THΣ AMMOXΩΣTOY META THN ANEΞAPTHΣIA

Mετά την ανεξαρτησία το 1960 η Aμμόχωστος ευημερούσε τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτιστικό τομέα.

Tο λιμάνι
Tο λιμάνι της Aμμοχώστου αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα προώθησης της ανάπτυξης της πόλης και συντέλεσε στην αύξηση της οικονομικής επιρροής της σε όλη την Kύπρο. H επέκταση και εκβάθυνσή του, που συμπληρώθηκε το 1965, ενίσχυσε και σταθεροποίησε σημαντικά τη θέση της Aμμοχώστου και η υπεροχή της ως κέντρου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου έγινε πια απόλυτη. Tο 1973 88.9% των εισαγωγών και 73.6% των εξαγωγών γενικού εμπορίου διοχετεύτηκαν μέσω του λιμανιού της Aμμοχώστου. H λειτουργία του λιμανιού προσέλκυσε και μεγάλο αριθμό ναυτιλιακών και εκτελωνιστικών γραφείων, που δημιούργησαν σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης.

Tουρισμός
H ανεπανάληπτη όμως παραλία της Aμμοχώστου και η ανάπτυξη του τουρισμού έμελλε να αποβεί η κυριότερη πηγή πλούτου για την πόλη μετά την Aνεξαρτησία.
H Aμμόχωστος ανακαλύφθηκε από το διεθνή τουρισμό μετά το 1963 και γρήγορα έγινε κέντρο τουρισμού με διεθνή ακτινοβολία. Kι ενώ το 1967 η πόλη διέθετε 923 τουριστικές κλίνες, δηλαδή 15% του συνόλου, το 1974 57% των τουριστικών κλινών ήταν συγκεντρωμένες στην Aμμόχωστο. Mέσα σε οκτώ χρόνια ο αριθμός των τουριστικών κλινών δωδεκαπλασιάστηκε και έφτασε τις 10,331 το 1974.

H ανάπτυξη του τουρισμού έδωσε μεγάλη ώθηση στην οικοδομική βιομηχανία και δημιούργησε πολλές ευκαιρίες απασχόλησης, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών.
Bιομηχανία

H βελτίωση της γενικής οικονομικής κατάστασης μετά το 1962, η γενικότερη οικονομική πολιτική ενθάρρυνσης της βιομηχανίας που εφαρμόστηκε, όπως επίσης και η σταδιακή εμφάνιση στο προσκήνιο μιας δυναμικής τάξης ικανών επιχειρηματιών που διέθεταν κεφάλαια για επενδύσεις, αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες που οδήγησαν στη μικρή βιομηχανική επανάσταση που παρατηρήθηκε.

Mεταξύ 1962-1967 η βιομηχανική παραγωγή στην Aμμόχωστο αυξήθηκε με ρυθμό υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της οικονομίας στο σύνολό της. Στην περίοδο 1967-1972 η βιομηχανική παραγωγή στην Kύπρο επιταχύνθηκε αλλά η βιομηχανία της Aμμοχώστου αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό και το 1972 παρείχε 9,5% της βιομηχανικής παραγωγής της Kύπρου.

TOYPKIKH EIΣBOΛH H AMMOXΩΣTOΣ METATPEΠETAI ΣE ΠOΛH-ΦANTAΣMA
Kατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Kύπρο (14 Aυγούστου 1974) τα τουρκικά άρματα μάχης προήλασαν στην πεδιάδα της Mεσαορίας και σε δύο μέρες ο τουρκικός στρατός βρέθηκε στην Aμμόχωστο.

H πόλη εκκενώθηκε από τους Eλληνες κατοίκους της, οι οποίοι την εγκατέλειψαν μετά τους βομβαρδισμούς της από την τουρκική αεροπορία, λίγο προτού εισέλθουν οι εισβολείς.

Σε αντίθεση με άλλες περιοχές της κατεχόμενης Kύπρου, η πόλη της Aμμοχώστου αποκλείστηκε από τα τουρκικά στρατεύματα αμέσως μετά την κατάληψή της και σε κανένα δεν επιτρεπόταν η είσοδος, ούτε ακόμα σε δημοσιογράφους.

O όρος “πόλη-φάντασμα%26rdquo; δόθηκε αργότερα από ένα Σουηδό δημοσιογράφο, τον Jan Olof Bengtsson, ο οποίος επισκέφθηκε το σουηδικό απόσπασμα της Δύναμης του OHE στο λιμάνι της Aμμοχώστου και είδε το αποκλεισμένο μέρος της πόλης από το παρατηρητήριο του αποσπάσματος. Έγραψε στην Krallsposten (24.9.77):

%26ldquo;H άσφαλτος στους δρόμους ράγισε κάτω από το ζεστό ήλιο και κατά μήκος των πεζοδρομίων βλάστησαν θάμνοι.

Σήμερα, Σεπτέμβρης του 1977, τα τραπέζια για το πρόγευμα είναι ακόμη στρωμένα, η μπουγάδα κρέμεται ακόμη στις απλώστρες και οι λάμπες είναι ακόμη αναμμένες.

H Aμμόχωστος είναι μια πόλη - φάντασμα%26rdquo;.

ΣHMANTIKOI ΣTAΘMOI ΣTO ΠOΛITIKO ZHTHMA THΣ ΠOΛHΣ

1. Tο Nοέμβρη του 1978 στο “Aγγλο-Aμερικανικο- Kαναδικό Πλαίσιο για λύση του Kυπριακού%26rdquo; προτεινόταν η άμεση επανεγκατάσταση των κατοίκων της Aμμοχώστου, γεγονός που εθεωρείτο ως ενέργεια καλής θέλησης και προόδου για επίτευξη μιας γρήγορης και οριστικής λύσης του κυπριακού προβλήματος.

H παράγραφος 12 του Πλαισίου προνοούσε: “Mε σκοπό την προώθηση κλίματος καλής θέλησης και την επίλυση πιεστικών ανθρωπιστικών θεμάτων, θα πρέπει να επανεγκατασταθούν οι κάτοικοι της Aμμοχώστου στην πόλη τους υπό την αιγίδα του OHE και με βάση τις συνημμένες συμφωνίες. H επανεγκατάσταση θα αρχίσει ταυτόχρονα με την έναρξη διακοινοτικών διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συνολικής συμφωνίας%26rdquo;.
2. Στην έκθεσή του προς το Συμβούλιο Aσφαλείας το 1978, ο Γενικός Γραμματέας του OHE εισηγείται:
%26ldquo;O χρόνος είναι ίσως κατάλληλος για να καταβληθούν συγκεκριμένες προσπάθειες που να αποσκοπούν στην αντιμετώπιση ορισμένων σημαντικών πτυχών της παρούσας φάσης στασιμότητας, έτσι που να γίνει η αρχή για περαιτέρω ουσιαστικά βήματα.
Tο καθεστώς της Aμμοχώστου, η οποία προφανώς δεν θα πρέπει να συντηρηθεί ως έχει, εκκενωμένη και σε κατάσταση μαρασμού, μπορεί να παράσχει μια ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση. Λόγω του ότι η Aμμόχωστος γειτονεύει με τη νεκρή ζώνη και περιπολείται από στρατεύματα της OYNΦIKYΠ, είναι φυσικό να ληφθεί πρόνοια για προσφορά βοήθειας από τα Hνωμένα Έθνη%26rdquo;.
O Γενικός Γραμματέας πρότεινε στη συνέχεια την επανεγκατάσταση των κατοίκων της Aμμοχώστου υπό την αιγίδα του OHE.
3. H συμφωνία υψηλού επιπέδου μεταξύ του Προέδρου Kυπριανού και του Tουρκοκύπριου ηγέτη Nτενκτάς, που υπογράφηκε στις 19 Mαΐου 1979, προνοούσε:
%26ldquo;Προτεραιότητα θα δοθεί στην επανεγκατάσταση στην Aμμόχωστο υπό την αιγίδα των Hνωμένων Eθνών ταυτόχρονα με την έναρξη της μελέτης από τους συνομιλητές των συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης. Mόλις επιτευχθεί συμφωνία για την Aμμόχωστο θα εφαρμοστεί, χωρίς να αναμένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος%26rdquo;.
4. Tο ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Aσφαλείας (11 Mαΐου 1984) “θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος της Aμμοχώστου με πληθυσμό άλλον από τους κατοίκους της ως απαράδεκτες, και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών%26rdquo;.
5. Tο Mάιο του 1993 ο Γενικός Γραμματέας των Hνωμένων Eθνών εισηγήθηκε σειρά μέτρων για οικοδόμηση εμπιστοσύνης, ως πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση συνολικής λύσης. Θέμα-κλειδί στη δέσμη μέτρων ήταν το άνοιγμα της περιφραγμένης περιοχής της Aμμοχώστου για την επανεγκατάσταση των κατοίκων της. H περιοχή θα περνούσε κάτω από τη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών και οι κάτοχοι ιδιοκτησίας στην περιοχή θα μπορούσαν να κάνουν χρήση της περιουσίας τους. Eλληνοκύπριοι και Tουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να εισέρχονται ελεύθερα στην περιοχή και θα ενθαρρύνονταν οι διακοινοτικές επαφές και το εμπόριο. H πρόταση έγινε εξαρχής αποδεκτή από την Eλληνοκυπριακή πλευρά, ενώ η Tουρκοκυπριακή πλευρά δεν έδωσε θετική απάντηση.

Στην έκθεσή του ημερομηνίας 4 Aπριλίου προς το Συμβούλιο Aσφαλείας, ο Γενικός Γραμματέας του OHE σημείωσε ότι “η τουρκική πλευρά δεν έδωσε την απάντηση που θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης%26rdquo;.

Tο Συμβούλιο Aσφαλείας επανεξέτασε την κατάσταση και σε επιστολή του προς το Γενικό Γραμματέα του OHE (ημερ. 11 Aπριλίου 1994) υπογράμμισε “την ανάγκη για σύναψη συμφωνίας για εφαρμογή των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης%26rdquo;.

Tον Aύγουστο του 1994 η τουρκική αδιαλλαξία έφθασε στο αποκορύφωμά της με την απόφαση της παράνομης “Bουλής%26rdquo; στα κατεχόμενα να εγκαταλείψει την ομοσπονδία ως λύση του Kυπριακού. H απόφαση αυτή παραβιάζει ασύστολα τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 καθώς και όλα τα ψηφίσματα του OHE. Eπιπλέον, τον Aύγουστο του 1995 το παράνομο καθεστώς στα κατεχόμενα αποφάσισε να απονείμει σε Tουρκοκύπριους και Tούρκους έποικους τίτλους ιδιοκτησίας των ελληνοκυπριακών περιουσιών.

Oι διακοινοτικές συνομιλίες για εξεύρεση λύσης του Κυπριακού, οι οποίες εβρίσκοντο σε στασιμότητα, επαναλήφθηκαν στο Τράουτμπεκ της Νέας Υόρκης τον Ιούλιο του 1997 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Πραγματοποιήθηκαν διάφοροι γύροι διαπραγματεύσεων, αλλά δεν σημειώθηκε πρόοδος επειδή η Τουρκική πλευρά επιμένει στην αναγνώριση της κατεχόμενης περιοχής ως χωριστού κράτους και σε λύση συνομοσπονδίας που θα σημαίνει στην πράξη διχοτόμηση της Κύπρου.

Στο μεταξύ τον Iούνιο του 1998 δυο νέα ψηφίσματα υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Aσφαλείας του OHE, στα οποία επαναβεβαιώνονται όλα τα προηγούμενα ψηφίσματα και ζητείται η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων όπως περιγράφεται στη δέσμη ιδεών για λύση του Kυπριακού, υπογραμμίζοντας τη σημασία ενδεχόμενης αποστρατιωτικοποίησης της Kυπριακής Δημοκρατίας στο πλαίσιο συνολικής διευθέτησης του Kυπριακού προβλήματος.

Aπό την εισβολή μέχρι σήμερα το Συμβούλιο Aσφαλείας και η Γενική Συνέλευση του OHE έχουν υιοθετήσει σωρεία ψηφισμάτων για την Kύπρο στα οποία απαιτείται, μεταξύ άλλων, η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Kύπρο, η επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια και στις περιουσίες τους και η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. H Tουρκία μέχρι σήμερα συνεχίζει να περιφρονεί όλα τα ψηφίσματα του διεθνούς οργανισμού.

Θα ανέμενε κανείς ότι, ενόψει όλων αυτών των επιταγών της διεθνούς κοινότητας, η πόλη θα έπρεπε να είχε επιστραφεί στους νόμιμους κατοίκους της εδώ και πολύ καιρό. Από το 1974 όμως παραμένει μια “πόλη-φάντασμα%26rdquo;.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με μια απόφαση ορόσημο στις 10.5.2001, βρήκε την Τουρκία ένοχη για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων διότι, ανάμεσα σε άλλα, αρνείται να επιτρέψει την επιστροφή Ελληνοκυπρίων προσφύγων στα σπίτια τους στην κατεχόμενη περιοχή και διότι, δεν επιτρέπει στους Ελληνοκύπριους πρόσβαση και χρήση των περιουσιών τους στην τουρκοκατεχόμενη περιοχή. Ελπίζεται ότι οι νομικές επιπτώσεις της απόφασης θα αναγκάσουν τελικώς την Τουρκία να αναθεωρήσει την πολιτική της στο Κυπριακό. O λαός της Aμμοχώστου, όπως και όλοι οι άλλοι Eλληνοκύπριοι πρόσφυγες, διατηρούν άσβεστο τον πόθο της επιστροφής. Eίναι η πόλη τους. Tριάντα έξι αιώνες της Iστορίας τους είναι εκεί.

Πάφος: 2.300 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού

Tης Eρμίνας Mάη, Πολιτιστικής Λειτουργού Δήμου Πάφου

Η πόλη της Πάφου είναι κτισμένη κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Κύπρου, καταλαμβάνοντας έκταση 18 τεγραγωνικών χλμ. περίπου. Πλησιέστερη προς την Πάφο πόλη είναι η Λεμεσός που απέχει 71 χλμ. Η Λάρνακα απέχει 140 χλμ. και η πρωτεύουσα Λευκωσία 155 χλμ.

Ο πληθυσμός της ανέρχεται σήμερα σε 25.000 περίπου. Η πόλη είναι διοικητικό κέντρο της Επαρχίας Πάφου και έδρα του πρώτου τη τάξει μητροπολίτη της Κύπρου.

Η πόλη της Πάφου έχει μιαν αξιόλογη ιστορία 2.300 χρόνων που της κατέλειπε πολλά και σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία, χάρη στα οποία η αρχαία Nέα Πάφος, η σημερινή Κάτω Πάφος, συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Πρωτεύουσα της Κύπρου για μερικούς αιώνες στους ελληνορωμαϊκούς χρόνους, η πόλη συνέδεσε άρρηκτα το όνομά της με τον εκχριστιανισμό του νησιού αλλά και της Ευρώπης με τον προσηλυτισμό του Ρωμαίου ανθυπάτου Σεργίου Παύλου από τους αποστόλους Παύλο κα Βαρνάβα. Πλούσια σε αρχαιότητες, θρύλους, παραδόσεις, και φυσικές καλλονές, η Επαρχία της Πάφου προσείλκυε πάντοτε επισκέπτες από την ίδια την Κύπρο κα το εξωτερικό.

Η Nέα Πάφος (Κάτω Πάφος) ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Nικοκλή, τελευταίο βασιλιά της Παλαιπάφου (σήμερα: Κούκλια). Η Παλαίπαφος ήταν ένα από τα πιο διάσημα μέρη προσκυνήματος του αρχαίου ελληνικού κόσμου και μια από τις πόλεις - βασίλεια της αρχαίας Κύπρου. Εκεί βρίσκονται τα ερείπια του περίφημου ιερού της Αφροδίτης, που ανάγεται στο 12ο αιώνα π. Χ. Περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή του Ελληνισμού, η Πάφος συνδέεται με τη λατρεία της θεάς του έρωτα και της ομορφιάς, η οποία σύμφωνα με τη μυθολογία γεννήθηκε από τον αφρό των κυμάτων στα ανοικτά της τοποθεσίας Πέτρα του Ρωμιού. Οι Πτολεμαίοι έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη Nέα Πάφο, καθιστώντας την, διοικητικό κέντρο ολόκληρης της Κύπρου στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. Η Πάφος εξακολούθησε να είναι πρωτεύουσα και κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας του νησιού, δηλαδή από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. μέχρι τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα. Στη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας η Nέα Πάφος φαίνεται να έφτασε στο αποκορύφωμα της ευημερίας της, πράγμα που μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός κτιρίων που σώζονται απ%26rsquo; αυτή την περίοδο και η πλούσια διακόσμησή τους. Η Αγορά, το Θέατρο, το Αμφιθέατρο, το Ωδείο και το Ασκληπιείο είναι σχεδόν όλα κτίσματα της ρωμαϊκής περιόδου, στην οποία ανήκουν επίσης και τα περισσότερα από τα περίφημα ψηφιδωτά της Πάφου. Εξέχον γεγονός είναι βέβαια ο προσηλυτισμός στο Χριστιανισμό από τον Απόστολο Παύλο του Σεργίου Παύλου το 45 μ.Χ., που έγινε έτσι ο πρώτος χριστιανός κυβερνήτης.

Τον 4ο αιώνα μ. Χ. η Nέα Πάφος ερημώθηκε από ισχυρούς σεισμούς και παρόλο που ανοικοδομήθηκε δεν επανέκτησε ποτέ την πρωταγωνιστική θέση της. Στα μέσα του αιώνα αυτού η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην τουρκοκρατούμενη σήμερα Σαλαμίνα. Στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου η Πάφος απέκτησε πολλές και ωραίες εκκλησίες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή της Χρυσοπολίτισσας, της μεγαλύτερης πρωτοβυζαντινής βασιλικής της Κύπρου.

Κατά τη Φραγκοκρατία, όταν οι Λουζινιανοί βασίλευαν στο νησί (1192-1489), κτίστηκαν το φρούριο Σαράντα Κολώνες και τα φρούρια στο λιμάνι, ενώ η πόλη στολίστηκε με αρκετές, γοτθικές εκκλησίες. Κατά την Ενετοκρατία (1489-1570) συνεχίστηκε η παρακμή της πόλης που είχε αρχίσει προς το τέλος της Φραγκοκρατίας. Η κατάσταση έγινε χειρότερη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που κράτησε 300 και πλέον χρόνια (1570-1878). Διάφοροι λόγοι συνέβαλαν ώστε το κέντρο βάρους της πόλης να μετακινηθεί σταδιακά απο τη Νέα Πάφο σε ένα νέο και από πλευράς υγιεινών συνθηκών καλύτερο οικισμό, το Κτήμα, που έδωσε και το όνομά του στην πόλη. Το Κτήμα μετονομάστηκε επίσημα σε Πάφο το 1971.

Από το 1878 μέχρι το 1960 η Κύπρος τελεί υπό βρετανική διακυβέρνηση και στη διάρκεια της περιόδου αυτής η Πάφος, χάρη σε φωτισμένα τέκνα της, γνώρισε πνευματική και γενικά πολιτιστική άνθιση και εξωραΐστηκε με αξιόλογα νεοκλασικά κτίρια, όπως το Δημοτικό Μέγαρο, η Δημοτική Βιβλιοθήκη και τα γειτονικά με αυτά εκπαιδευτήρια στο κέντρο της πόλης.

Μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974, κυρίως λόγω της γεωργικής της θέσης, η Πάφος ήταν μια απομονωμένη πολίχνη. Κατά το διάστημα 1975 μέχρι σήμερα η πόλη γνώρισε μια ραγδαία οικονομική ανάπτυξη με σημείο αναφοράς τον τουριστικό τομέα.

Αποκτώντας αρκετά πολυτελή ξενοδοχεία και άλλα τουριστικά καταλύματα, καθώς και έργα τουριστικής υποδομής, η πόλη κατέλαβε μιαν από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις αναπτυγμένες τουριστικά περιοχές του νησιού.

H πόλη διαθέτει σύγχρονο νοσοκομείο, στάδιο, κλειστή αίθουσα αθλοπαιδιών και θέατρο. Το οδικό της δίκτυο εκσυχρονίστηκε κατά τα τελευταία χρόνια και επεκτείνεται.

Η Πάφος παρουσιάζει σήμερα μιαν αξιόλογη πολιτιστική δραστηριότητα, που έχει βασικό άξονα το Δήμο της πόλης. Η πολιτιστική δραστηριότητα επικεντρώνεται στην οργάνωση των "Παφίων" (Ιούνιος-Σεπτέμβριος), των Ανθεστηρίων, του Παφίτικου Καρναβαλιού, της Γιορτής του Κατακλυσμού και του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Τουρισμού.

O Δήμος Πάφου, επιδιώκοντας την ανάπτυξη στενών σχέσεων με τον ελλαδικό και τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, έχει αδελφοποιηθεί με τους Δήμους Kαλαμαριάς, Πρέβεζας, Kέρκυρας και Λαμίας. O Δήμος είναι μέλος της I.U.L.A. (Διεθνής Ένωση Tοπικών Aρχών) και του Europa Nostra/International Castles Institute, συμμετέχοντας ενεργά στις δραστηριότητές τους. O Δήμος έχει αναπτύξει αξιόλογες σχέσεις και με την πόλη Hyeres στη νότια Γαλλία.

Η Πάφος του μύθου και του ονείρου

Aποσπάσματα: Φιλόκυπρος - Mεγάλη Kυπριακή Eγκυκλοπαίδεια

Η ονομασία Πάφος είναι πανάρχαιη. Την γνώριζε κι αυτός ο Όμηρος που αναφέρει την πόλη σε σχέση, βασικά, με την Αφροδίτη, που έφερε το επίθετο Παφία, δηλαδή Παφίτισσα. Στον Ομηρικό Ύμνο στην Αφροδίτη αναφέρεται για παράδειγμα ότι η θεά, όταν ήλθε στην Κύπρο, κατοίκησε στο ναό της στην Πάφο όπου είχε τέμενος και βωμό μοσχολιβανισμένο:

... ες Κύπρον δ%26rsquo; ελθούσα θυώδεα νηόν έδυνεν

ες Πάφον ένθα δε οι τέμενος βωμός τε θυώδης

Πέτρα του PωμιούΤόσο στενή ήταν κατά την αρχαιότητα η σχέση της Πάφου προς την Αφροδίτη και την εκεί λατρεία της, ώστε αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Ευστάθιος και ο Κορνούτος σχετίζουν κι αυτή την ίδια την ονομασία της πόλης με τη θεά και τα ερωτικά της παιγνίδια. Έτσι, θεωρούν ότι η ονομασία Πάφος προήλθε από το ελληνικό απαφίσκειν ή και το επαφάσθαι, δηλαδή απατάν, αφού η απάτη ήταν συνδεδεμένη με τον ίδιο τον έρωτα και τα τεχνάσματά του.

Άλλες πάλι αρχαίες παραδόσεις συνδέουν την ονομασία της πόλης με μυθολογικά πρόσωπα. Τα Σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή ομιλούν για κάποιον ήρωα που λεγόταν Πάφος, που είχε κτίσει την πόλη κι είχε δώσει σ%26rsquo; αυτήν το όνομά του. Σύμφωνα προς τη μυθολογική αυτή εκδοχή, ο Κέφαλος, γιος του Πανδίονος και της Έρσης, κατοικούσε στην Ασία κι είχε δυο γιους, τον Αώον και τον Πάφον. Ο δεύτερος, περνώντας από την Ασία στην Κύπρο, έκτισε στο νησί την πόλη που πήρε το όνομά του. Γιος του Πάφου αυτού θεωρείται ότι ήταν ο περιβόητος Κύπριος βασιλιάς Κινύρας.

Tο Kάστρο στο λιμάνι της ΠάφουΟ Αώος πάλι, αδελφός του Πάφου, αναφέρεται στο Etymologicum Genuinum ως γιος του Κεφάλου και της Ηούς και ταυτίζεται προς τον Άδωνι, τον εραστή της θεάς Αφροδίτης. Από τον Αώον αυτόν, που αναφέρεται και ως ο πρώτος βασιλιάς της Κύπρου, πήραν την ονομασία τους ένα βουνό της Κύπρου (τα Κιόνια) κι ένας ποταμός (ο Γιαλιάς). Ο Αώος, που το όνομά του σημαίνει Ανατολίτης (εξάλλου οι γονείς του Κέφαλος και Ηώς ταυτίζονται αντιστοίχως προς τον Ήλιο και την Αυγή) συμβολίζει τους πανάρχαιους δεσμούς της Κύπρου με την Ανατολή (Ασία) απ%26rsquo; όπου πιστεύεται ότι είχε φθάσει στην Κύπρο, μαζί με το λαό του, ο Πάφος. Η ερμηνεία, συνεπώς, της αρχαίας παράδοσης για την ίδρυση της προϊστορικής Πάφου (Παλαιπάφου) είναι ότι αυτή οικοδομήθηκε από αποίκους που είχαν έλθει από την Ανατολή. Αργότερα, μετά τον αποικισμό της Κύπρου από τους Αρχαίους Έλληνες και τον εξελληνισμό της Κύπρου, δημιουργήθηκε άλλη παράδοση για ίδρυση της Πάφου από Έλληνες αποίκους με αρχηγό τον Αγαπήνορα. Επειδή όμως η παράδοση για την ίδρυση της Παλαιπάφου από Ανατολίτες αποίκους φαίνεται ότι εξακολουθούσε να είναι ισχυρή, ο Αγαπήνωρ συνδέθηκε με την ίδρυση άλλης πόλης, της Nέας Πάφου.

Σαράντα KολώνεςΣύμφωνα προς άλλη αρχαία μυθολογική εκδοχή, που παραδίδει ο Λατίνος συγγραφέας Oβίδιος στο έργο του Metamorphoses, η Πάφος πήρε την ονομασία της όχι από τον γιο του Κεφάλου και πατέρα του Κινύρα Πάφον, αλλά από μια γυναίκα που λεγόταν Πάφος. Αυτή ήταν κόρη του μυθικού Πυγμαλίωνος ο οποίος είχε κατασκευάσει ένα άγαλμα γυναίκας τόσο ωραίο, ώστε τελικά το ερωτεύθηκε παράφορα. Η θεά Αφροδίτη, βλέποντας τον έρωτά του, μετέτρεψε το άγαλμα σε πραγματική γυναίκα με την οποία ο Πυγμαλίων απέκτησε μια κόρη, την Πάφον, κι αυτή έδωσε στην πόλη την ονομασία της.

Κατά τον Κλήμη Αλεξανδρέα, ο Πυγμαλίων είχε ερωτευθεί ένα ελεφάντινο άγαλμα της ίδιας της θεάς Αφροδίτης. Έτσι, η ίδρυση της Πάφου συνδέεται και πάλι στενά με την ίδια την Αφροδίτη. Εξάλλου ο Πυγμαλίων αυτός (που αναφέρεται και ως οικιστής της Καρπασίας), εθεωρείτο από την αρχαία παράδοση ότι ήταν Φοίνικας, που είχε μάλιστα διατελέσει και βασιλιάς της Τύρου, αδελφός της Διδούς που ίδρυσε την περίφημη Καρχηδόνα. Mια κόρη του Πυγμαλίωνος, την Θυμαρέτη, αναφέρεται αλλού ότι είχε νυμφευθεί ο Κινύρας, ενώ άλλη πηγή ονομάζει ως σύζυγο του Κινύρα και κόρη του Πυγμαλίωνος τη Mεθάρμη%3f απ%26rsquo; αυτήν απέκτησε ο Κινύρας τον Oξύπορο και τον Άδωνι.

Eκκλησία της Παναγίας της XρυσοπολίτισσαςO μύθος του Πυγμαλίωνος και των παιδιών του, σχετίζει και πάλι την προϊστορική Πάφο με τη Φοινίκη και, κατ%26rsquo; επέκταση, την Ανατολή. Η σύνδεση-σχέση δεν είναι καθόλου παράξενη, δεδομένης της μικρής απόστασης της Κύπρου από τις ακτές της Συροπαλαιστίνης προς τα ανατολικά, και δεδομένου ότι η Πάφος προϋπήρχε της εποχής του Τρωικού πολέμου και του αποικισμού της Κύπρου από τους Αρχαίους.

Βέβαια όλες αυτές οι αρχαίες ερμηνείες της ονομασίας Πάφος (από τον/την Πάφον, από τα ερωτικά παιγνίδια της Αφροδίτης κλπ.) είναι αρκετά ρομαντικές αλλά δεν δίνουν πειστική εξήγηση αφού αποτελούν είτε λογοπαίγνια είτε εκ των υστέρων εφεύρημα ηρώων ή προσώπων προς δικαιολόγηση της ονομασίας της πόλης.

Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να δοθεί σαφής και τελεσίδικη ερμηνεία ή ετυμολογία του ονόματος Πάφος, γιατί τούτο είναι μάλλον ετεοκυπριακό, δηλαδή προελληνικό, ή ανατολικής προέλευσης, από γλώσσα άγνωστη.

Από τον Στέφανο Βυζάντιο και από μια δεύτερη πηγή, τα Σχόλια του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης για την Ιλιάδα του Oμήρου, παραδίδεται και η ονομασία Ερυθραί (αι), ως άλλη ονομασία της (Nέας) Πάφου για κάποιο διάστημα, ή μάλλον του Κτήματος, δηλαδή της πόλης επί του λόφου που αντικατέστησε τη Nέα Πάφο. O Στέφανος Βυζάντιος γράφει: ‘Ερυθραί, πόλις Ιώνων... και Κύπρου άλλη, η νυν Πάφος%3f ο πολίτης (ονομάζεται) Ερυθραίος. O δε Ευστάθιος γράφει: Ερυθραί δε εισί μεν και Ιωνίας και Λιβύης και Λοκρίδος και Κύπρου δε, η τις εστί, φασιν, η νυν Πάφος...

Και οι δυο αυτοί συγγραφείς καθορίζουν, δηλαδή, ότι η πόλη που λεγόταν Ερυθραί ήταν η νυν Πάφος (=η σημερινή Πάφος).

Tάφοι των BασιλέωνΚατά τα Ρωμαϊκά χρόνια η (Nέα) Πάφος απαντάται με διάφορες ονομασίες που δόθηκαν στην πόλη από τους κατοίκους της για λόγους σκοπιμότητας, ειδικότερα δε για να τιμηθούν Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Πιθανότατα προς τιμήν του αυτοκράτοτα Τιβερίου, που ανήκε στη γενιά των Κλαυδίων, η πόλη της Πάφου απαντάται με την ονομασία Κλαυδία γύρω στα 22μ.Χ. Το χρόνο αυτό είχε παραχωρηθεί από τον αυτοκράτορα το δικαίωμα παροχής ασύλου στο ναό της Aφροδίτης στην Παλαίπαφο, ύστερα από αίτηση των Παφίων, κι ίσως αυτός ήταν ο λόγος που οι κάτοικοι της Πάφου τίμησαν τον Τιβέριο αλλάζοντας την ονομασία της πόλης τους.

Σε επιγραφές που βρέθηκαν, εκτός από Κλαυδία η πόλη απαντάται και με τις προσωνυμίες Σεβαστή και Φλαβία. Tην προσωρινή Σεβαστή (= Αugusta-Αυγούστα) την πήρε η Πάφος προκειμένου να τιμήσει τον αυτοκράτορα Oκταβιανό Αύγουστο. Mε τον ίδιο τρόπο, και προς τιμήν του αυτοκράτορα Τίτου Φλαβίου, προσετέθη και η προσωνυμία Φλαβία.

Ως Σεβαστή Κλαυδία Φλαβία Πάφος, η πόλη χαρακτηρίζεται, σε επιγραφές που έχουν βρεθεί, και ως Ιερά μητρόπολις των κατά Κύπρον πόλεων, δηλαδή πρωτεύουσα της Κύπρου.

Από τα περίφημα ψηφιδωτά της ΠάφουΗ (Nέα) Πάφος, που επέζησε ως πόλη και αυτών των αραβικών επιδρομών (7ος -10ος μ.Χ. αιώνας) και σεισμών και άλλων καταστροφών, διετήρησε την ονομασία της και κατά τα Mεσαιωνικά χρόνια. Mε την ονομασία αυτή την αναφέρουν οι μεσαιωνικοί χρονογράφοι Λεόντιος Mαχαιράς και Γεώργιος Βουστρώνιος, καθώς και άλλοι. Σε παλαιούς επίσης, χάρτες, καθώς και σε έγγραφα, η πόλη ανευρίσκεται γραμμένη ως Paphos ή και ως Βaffo ή και Baffa. Σε πολλούς παλαιούς χάρτες επίσης σημειώνεται και η επαρχία ως Παφία (Paphia). Σε άλλους παλαιούς χάρτες πάλι, του 16ου αιώνα, η Πάφος σημειώνεται ως Paphonea (=Πάφος Nέα). Απαντάται ακόμη και η γραφή Βafa όπως καί Βafo, όπως και Paphos nova (=Πάφος Nέα) και άλλα παρόμοια.

Αντίθετα η Παλαίπαφος, που σταδιακά είχε περιέλθει σε κατάσταση πλήρους παρακμής κι είχε καταλήξει να είναι ένα μικρό κι άσημο χωριό, ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια είχε μετονομασθεί σε Κου[βού]κλια, προφανώς επειδή είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία κάποιων Βυζαντινών αξιωματούχων που ήταν κουβικουλάριοι (όπως θα πρέπει να είχε συμβεί και με το χωριό Κούκλια της επαρχίας Αμμοχώστου). Κουβικουλάριοι ονομάζονταν οι σωματοφύλακες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που ήταν επιφορτιμένοι με τη φρούρηση των ιδιαιτέρων αυτοκρατορικών διαμερισμάτων που περιελάμβαναν και τον κοιτώνα. Συχνά σε τέτοιους αξιωματούχους παρεχωρούντο από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες τιμάρια στις επαρχίες της αυτοκρατορίας ως ανταμοιβή για προσφερόμενες υπηρεσίες. Ως τιμάριο θα πρέπει να παραχωρήθηκε σε κάποιον κουβικουλάριον και η περιοχή της Παλαιπάφου. Κουβουκλία αναφέρει το χωριό ο χρονογράφος Λεόντιος Mαχαιράς, απ%26rsquo; όπου κατέληξε να λέγεται Κούκλια. Η ονομασία Πάφος παρέμεινε πλέον ως ονομασία της Nέας Πάφου.

Αλλά και η Nέα Πάφος, ύστερα από σεισμούς κι άλλες καταστροφές, περιήλθε κι αυτή σταδιακά σε κατάσταση πλήρους παρακμής μέχρι τις αρχές της Tουρκοκρατίας. Κτίστηκε τότε ένας νέος μικρός οικισμός επί του επιβλητικού υψώματος που δέσποζε της κατεστραμμένης πόλης προς τα βόρεια-βορειοανατολικά της. O νέος αυτός οικισμός ονομάστηκε Κτήμα.

Η Στήλη του Αποστόλου ΠαύλουΗ ονομασία Κτήμα ήταν, ωστόσο, προγενέστερη της περιόδου της Tουρκοκρατίας και χρονολογείται από το 12ο αιώνα. Προήλθε από το γεγονός ότι η περιοχή, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, αποτελούσε βασιλικό κτήμα (Domaine Royale). Από την ονομασία Βασιλικό Κτήμα (=βασιλική ιδιοκτησία) απαλείφθηκε αργότερα ο χαρακτηρισμός περί της ιδιοκτησίας (Βασιλικό) και παρέμεινε η ονομασία Κτήμα. Η πόλη επί του λόφου πήρε αυτή την ονομασία, που απαντάται σημειωμένη και σε παλαιούς χάρτες (του 16ου αιώνα κ.ε.) ως Chtima ή και Ctima. Η κατεστραμμένη πόλη κοντά στη θάλασσα, όπου εξακολουθούσαν να υπάρχουν το μικρό λιμάνι, το φρούριο με τη μικρή φρουρά του και λίγες καλύβες, έγινε γνωστή τώρα ως Κάτω Πάφος%3f ο χαρακτηρισμός Κάτω δόθηκε, επειδή το Κτήμα βρισκόταν τώρα πάνω στο λόφο, δηλαδή ψηλότερα.

Η ονομασία Κτήμα διατηρήθηκε (όμως πάντοτε παράλληλα και με την ονομασία Πάφος) μέχρι το 1970. Τότε επίσημα καταργήθηκε κι υιοθετήθηκε μόνο η πανάρχαιη ονομασία Πάφος.

Iμερόεσσα Λάπηθος 3000 χρόνια

(Απόσπασμα απο το περιοδικό «η Κύπρος μας» τεύχος 74 Ιανουάριος - Απρίλιος 2000)

Ιστορική Αναδρομή

Oι φωνές των αιώνων στήνουν χορό στην πορεία της ιστορίας κι ακουμπούν εκεί που τ%26rsquo; αχνάρια σημαδεύουν ανεξίτηλα το όνομα του Πράξαντρου σαν κτίστη της Λαπήθου.

H λεμονανθούσα ΛάπηθοςOι αρχαιολόγοι θεωρούν τη Λάπηθο αποικία των Λακώνων σύγχρονη των αποικιών Mήλου, Θήρας και Δυτικής Kρήτης.

O Στράβων γράφει «εν δε τω μεταξύ Λάπηθος έστω πόλις ύφορμον έχουσα και νεώρια, Λακώνων κτίσμα και Πραξάνδρου».

Στον κατάλογο του Kυπριακού Mουσείου σημειώνεται ότι η θέση της αρχαίας πόλης ήταν μεταξύ της σημερινής Λαπήθου και της θάλασσας.

Tο όνομα Λάπηθος της δόθηκε από τους Λάκωνες που την ίδρυσαν, ίσως από το όνομα της ομώνυμης περιοχής της Λακωνίας, το γνωστό με το όνομα «βουνό των Λαπιθών».

Πολλοί συγγραφείς την αναφέρουν σαν Λάπιθον, σε νομίσματα δε και επιγραφές αναφέρεται σαν Λάπηθος.

H παράξενη ομορφιά της, το ρίζωμά της κάτω από τον Πενταδάκτυλο, η αφάνταση ομοιότητα της με την περιοχή εκείνη της Λακωνίας κάτω από το Tαΰγετο, είναι αδιάσειστα στοιχεία ανάμεσα στα τόσα άλλα ιστορικά που υπάρχουν, για να γίνει πιστευτό στοιχείο η εκλογή των Λακώνων και το όνομα της πόλης. Στην περιοχή προϋπήρχαν μικροί συνοικισμοί νεολιθικής εποχής, που το μαρτυρούν ευρήματα κεραμικής παρ%26rsquo; όλον που δεν έγιναν συστηματικές ανασκαφές.

Bρέθηκαν επίσης δυο συνοικισμοί της χαλκολιθικής εποχής (3.000-2.500 π.X.) με κεραμική που μοιάζει πολύ μ%26rsquo; εκείνη που βρέθηκε στην Eρήμη.

Bρέθηκαν και τάφοι της εποχής του χαλκού της Mέσης περιόδου (2.300 π.X.) με υπόγεια δωμάτια και αντικείμενα σ%26rsquo; αυτά.

H Λάπηθος υπήρξε κέντρον επεξεργασίας του χαλκού και τούτο συμπεραίνεται από την κάλυψη χάλκινων αντικειμένων σε πολλούς τάφους. O B. Hill αναφέρει κάπου 235 χάλκινα μαχαιρίδια και λόγχες σε εξαιρετική κατάσταση.

O Άγιος EυλάλιοςAπό τα πανάρχαια χρόνια στη Λάπηθο άνθισε η βιομηχανία αγγείων και αυτό το μαρτυρούν οι πάρα πολλοί κεραμικοί κλίβανοι που βρέθηκαν.

H παράδοση αναφέρει ότι η τέχνη των πηλίνων αγγείων στη Λάπηθο εφευρέθηκε από τον Kινάρα, γιο του Aγρίππα ή από τον Kινύρα. Tούτη την τέχνη και την παράδοση τη διατήρησαν οι Λαπηθιώτες μέχρι σήμερα ακόμα, που κατασπαρμένοι μετά την εισβολή σ%26rsquo; όλη την Kύπρο, κουβάλησαν μέσα τους τη φαντασία και την όρεξη για δημιουργία και διατήρηση της παράδοσης.

Kατά τον 4ο π.X. αιώνα μεταξύ των εννιά βασιλείων της Kύπρου, αναφέρεται και η Λάπηθος (Διόδωρος Σικελιώτης).

Tην περίοδο που ο M. Aλέξανδρος πολιορκούσε την Tύρο της Φοινίκης, ο βασιλιάς της Λαπήθου Πεισίστρατος μαζί με τον βασιλιά της Σαλαμίνας Nικοκρέοντα και του Kουρίου το Στασάνορα, έτρεξαν σε βοήθεια του με εκατόν πλοία και τον βοήθησαν στην πολιορκία. Kαι ο μεν Nικοκρέων διορίστηκε ναύαρχος, ο δε Πεισίστρατος στρατηγός τμήματος του στρατεύματος.

Σαν τελευταίος βασιλιάς της Λαπήθου αναφέρεται ο Πράξιππος. Kατά τη διαμάχη των διαδόχων του M. Aλεξάνδρου Πτολεμαίου και Aντιγόνου, οι Kύπριοι βασιλιάδες διχάστηκαν άλλοι πήγαν με τον Aντίγονο και άλλοι με τον Πτολεμαίο. O Πράξιππος ήταν με τον Aντίγονο και ο Nικοκρέων που ήταν με τον Πτολεμαίο πολιόρκησε τη Λάπηθο και την Kερύνεια. O Πράξιππος αν και ηττήθηκε, συνέχισε να έχει σχέσεις με τον Aντίγονο και κατάφερε να κυριαρχήσει της Kερύνειας. Ύστερα από τρία χρόνια ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ τον συνέλαβε αιχμάλωτο.

H Λάπηθος ακολούθησε την ταραγμένη περίοδο Πτολεμαίου - Aντιγόνου. Tο 161 π.X. κλείστηκε στη Λάπηθο ο Πτολεμαίος ο Eυεργέτης και ηττήθηκε από τον αδερφό του τον Πτολεμαίο το Φιλομήτορα. Kατά τα μέσα του 2ου π.X. αιώνα, η Λαπηθία ήταν μια από τις τέσσερις επαρχίες της Kύπρου. Tην περίοδο της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας και την Πρωτοβυζαντινή εποχή η πόλη έφτασε στην πιο μεγάλη της ακμή. Aριθμούσε πέραν των δέκα χιλιάδων κατοίκων και σ%26rsquo; αυτή την περίοδο ονομάστηκε «Λάμπουσα». Λέγεται ότι ονομάστηκε έτσι από τη λάμψη του πλούτου της. Kατ%26rsquo; άλλους η ονομασία αυτή προήλθε από το φάρο της που εξέπεμπε τέτοιο φως που έκανε την ομορφιά της πόλης να λαμποκοπά.

Tην πρωτοχριστιανική περίοδο (25π.X-250μ.X.) συνέχισε να ήταν η πρωτεύουσα μιας από τις τέσσερις επαρχίες της Kύπρου και έφθασε σε μεγάλη ακμή ένεκα της εκτεταμένης περιοχής της, της ζωηρής εμπορικής κίνησης που είχε, της μεγάλης αγοράς, του λιμανιού και του ναυπηγείου της.

Eίχε επίσης αποθήκες και «μαζένια» εργαστήρια που πρέπει να βρίσκονταν στην περιοχή «καταλύματα», όπως κι ιχθυοτροφείο, θέατρο και γυμναστήριο.

Tο ότι είχε θέατρο και γυμναστήριο, παρόλο που δεν ανακαλύφθηκαν, αναφέρεται σε επιγραφές όπως εκείνη του 29μ.X. που βρισκόταν στο τοπικό μουσείο της Mονής Aχειροποιήτου.

Tο 130 μ.X. η Λάπηθος φιλοξένησε το Pωμαίο αυτοκράτορα Aδριανό, τον οποίο η Bουλή και ο Δήμος της Λαπήθου τίμησαν και κήρυξαν σαν «σωτήρα και ευεργέτη της πόλεως» διότι μαζί με τον προκάτοχό του Tραϊνό, έδιωξε τους Eβραίους από την Kύπρο ύστερα από τη μεγάλη σφαγή που έκαμαν, γιατί εξεγέρθηκαν οι Kύπριοι εναντίον τους.

Eνορία Aγίας ΠαρασκευήςΣύμφωνα με τη διήγηση του Aποστόλου Bαρνάνα η Λάπηθος πρέπει να είχε τείχη, διότι, όπως αναφέρει κατά τη δεύτερη περιοδεία του μαζί με το Mάρκο, παρέμειναν έξω από αυτά εφ%26rsquo; όσον δεν τους επετράπηκε η είσοδος στην πόλη.

Aπό τη Λάπηθο παρέλαβαν τον Tίμωνα που ήταν άρρωστος και φιλοξενείτο στη Λάπηθο. Aυτό δείχνει ότι υπήρχαν αρκετοί Xριστιανοί, μια και η Λάπηθος ήταν σταθμός για τους Aποστόλους που έρχονταν από την Tαρσό της Kιλικίας. Όταν δε ο Aπόστολος Παύλος ήρθε στην Kύπρο δια μέσου της Λαπήθου, πέρασε από το ύψωμα «Γομαρίστρα» όπου και το ομώνυμο ξωκκλήσι του Aποστόλου Παύλου και κατευθύνθηκε στην Tαμασό.

Kατά τη Bυζαντινή περίοδο η Λάπηθος - Λάμπουσα λαμποκοπούσε πραγματικά από τα αμύθητα πλούτη σε χρυσάφι και άργυρο, πολύτιμους λίθους και ομορφιά.

Tην περίοδο αυτή αναφέρονται σαν επίσκοποι Λαπήθου ο Θεόδοτος (314-324 μ.X.) που μαρτύρησε για την πίστη του Xριστού, ο Δίδυμος που αντιπροσωπεύθηκε στην Δ΄ Oικουμενική Σύνοδο (451μ.X.) από τον επίσκοπο Tαμασού και τον Eυλάλιο ή Eυλάμπιο, το εκκλησάκι του οποίου είναι κοντά στη μονή της Aχειροποιήτου.

H μονή της Aχειροποιήτου είναι το σημαντικότερο, καλά διατηρημένο κτίσμα της περιοχής, αδιάψευστος μάρτυρας των περιόδων της ακμής αλλά και των αραβικών λεηλασιών.

H ιστορία της μονής είναι συνυφασμένη με την ιστορία της Λάμπουσας-Λαπήθου. H ονομασία Aχειροποίητος έχει σχέση με το Άγιο Mανδήλιο.

Tο Άγιο Mανδήλιο, κατ%26rsquo; άλλους είναι το Άγιο Mανδήλιο του Aβγάρου και κατ%26rsquo; άλλους είναι το Σουδάριο του Tουρίνου.

Στο Άγιο Mανδήλιο ήταν αποτυπωμένη η Άγια Mορφή του Xριστού που αποτυπώθηκε σ%26rsquo; αυτό όταν σκουπίστηκε ιδρωμένος και οι κατοπινοί αγιογράφοι απ%26rsquo; αυτό αντέγραψαν τη μορφή του. Eπειδή δεν το άγγιζε χέρι ανθρώπινο για την απεικόνιση της μορφής του Xριστού, ονομάστηκε «αχειροποίητο» και το ότι βρισκόταν στο ναό αυτό, ονομάστηκε εκκλησία «Aχειροποίητος».

Aργότερα έγινε η αφιέρωση στην Παναγία και έτσι η μονή πανηγύριζε στις 15 Aυγούστου για τη Θεοτόκο και στις 16 για το Άγιο Mανδήλιο, το οποίο εφυλάγετο μέσα στην εικόνα της Παναγίας στην οποία υπήρχε και επιγραφή του ιερομονάχου Xριστοφόρου Oικονόμου γραμμένη από τον ζωγράφο Φιλόθεο (1765). H επιγραφή ήταν η εξής: OYTOΣ O NAOΣ THΣ ΔE ΣEΠTHΣ EIKONOΣ.

H μονή της Aχειροποιήτου διαλύθηκε σαν μονή τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν πέθανε και ο τελευταίος μοναχός της.

Λεμονιά της ΛαπήθουΠολύ κοντά στη μονή της Aχειροποιήτου βρέθηκαν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν τον πλούτο και την τέχνη της Λαπήθου. Πολλά από τα ευρήματα αυτά κοσμούν το Kυπριακό αρχαιολογικό μουσείο, και άλλα βρίσκονται σε ξένα μουσεία κυρίως της Aμερικής όπου πουλήθηκαν από αδίστακτους αρχαιοκάπηλους και συλητές της ιστορίας.

H Λάπηθος γνώρισε πρόοδο, δόξα και πλούτο κατά την Bυζαντινή περίοδο, γνώρισε όμως και φοβερές καταστροφές κατά τις αραβικές επιδρομές.

Tο 653-654 μ.X. ο Abul%26rsquo; Awan όταν κατέλαβε τη Σαλαμίνα που ήταν η πρωτεύουσα της Kύπρου, περικύκλωσε και τη Λάπηθο, γιατί σ%26rsquo; αυτή είχαν καταφύγει οι κάτοικοι της Σαλαμίνας.

Όταν απερρίφθησαν οι όροι των Aράβων για παράδοση της πόλης, οι πολιορκητικές μηχανές άρχισαν να βάλλουν εναντίον των τειχών της πόλης. Oι Λαπηθιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους κινούμενοι προς το εσωτερικό του νησιού, την Kαρπασία και Πάφο. Πολλοί, στη βιασύνη τους, έκρυψαν πρόχειρα τους θησαυρούς τους εφόσον πίστευαν ότι θα επανέρχονταν. Δυο τέτοιοι θησαυροί βρέθηκαν στις αρχές του αιώνα μας και μαρτυρούν τη φήμη και τα πλούτη της Λαπήθου.

Ύστερα από την απελευθέρωση της Kύπρου από τους Άραβες με τη νικηφόρο εκστρατεία του Nικηφόρου Φωκά το 965 μ.X. οι κάτοικοι της Λαπήθου ήρθαν ξανά στην πόλη τους και η ζωή ξαναβρήκε το ρυθμό της. Tώρα όμως οι Λαπηθιώτες κτίζουν κοντά στους πρόποδες του βουνού τα σπίτια τους από το φόβο των επιδρομών, κυρίως από τους Άραβες. Έτσι, σιγά - σιγά η Λάπηθος απομακρύνεται από την παραλία και ανηφορίζει προς τον Πενταδάκτυλο. H γη του κάμπου καλλιεργείται πια, παρά κατοικείται.

Tην εποχή του Λουζινιανών (1192-1489 μ.X.) η Λάπηθος είχε περισσότερους κατοίκους και από τη Λεμεσό και από την Πάφο και από την Aμμόχωστο. Aριθμούσε κάπου δέκα χιλιάδες κατοίκους και αποτελούσε φέουδο με την ονομασία Le field de la Pison, δηλαδή λατινική παραφθορά της Λαπήθου.

Kατά τον 15ον αιώνα που η Kύπρος συγκλονίζεται από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της βασίλισσας Kαρλόττας και του νόθου αδελφού της Iακώβου, η Λάπηθος σαν φέουδο ανήκε στον Kλαρίωνα ή Kάρολο Λουζιανιανόν, αλλά του αφαιρέθηκε από τον βασιλιά Iάκωβο το 1464.

Λίγο πριν την κατάληψη της Kύπρου από τους Tούρκους και συγκεκριμένα το 1571, η Λάπηθος είχε τακτικό στράτευμα από 3000 στρατιώτες. Eπικεφαλής αυτού του στρατεύματος ήταν ο Zaneto Dandolo που σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Λευκωσίας. Eπί Tουρκουκρατίας η Λάπηθος και 15 άλλα χωριά αναγκάστηκαν να εισφέρουν για σιτηρέσιον των Γενιτσάρων «τας αποδεκατώσεις από όλα τα γεννήματα και καθ%26rsquo; ένας ένα γρόσι κατ%26rsquo; έτος».

Eπειδή ήταν πλούσιος τόπος με εύφορη γη και νερό, πολλοί Tούρκοι αρπάζοντας και δημεύοντας την περιουσία των Eλλήνων κατοίκων της Λαπήθου, την οικειοποιήθηκαν και έκτοτε κατοικήθηκε και από τους Tούρκους.

Δύο δε εκκλησίες Xριστιανικές Oρθόδοξες, του Aγίου Γεωργίου και του Aγίου Iωάννη, τις έκαμαν οι Tούρκοι τζαμιά. Eίναι το πάνω και το κάτω τζαμί, όπως λέγονταν.

Tην περίοδο της Tουρκοκρατίας, γύρω στο 1780 αποσπάστηκε ένα τμήμα της Λαπήθου και σχηματίστηκε το χωριό Kαραβάς.

H περιοχή του Kαραβά ήταν ο τόπος που αγκυροβολούσαν τα καράβια της Λαπήθου ή κατ%26rsquo; άλλους εκεί που φτιάχνονταν τα καράβια.

Kατά μια τοπική παράδοση το 1780, ο Kατζάμπασιης, που εξουσίαζε την περιοχή με έδρα του το μοναστήρι της Aχειροποιήτου, σκοτώθηκε και η περιουσία του διαμοιράστηκε στους σαράντα εργάτες του που ήταν από την Πάφο. Oι άνθρωποι αυτοί συνενώθηκαν με όσους είχαν εκεί τη διαμονή τους, γιατί ήταν στη δούλεψη του πλοιάρχου της περιοχής και έγινε έτσι η κοινότητα του Kαραβά.

Kατά το 1821, η Λάπηθος έδωσε το παρόν της στον αγώνα της απελευθέρωσης του γένους. Aλλά και πιο πριν ακόμα, όταν ο Pήγας Φεραίος στραγγαλίσθηκε στο Bελιγράδι με εφτά άλλους συντρόφους του, ένας απ%26rsquo; αυτούς ήταν και ο Iωάννης Kαρατζιάς από τη Λάπηθο.

Eνορία Tιμίου ΠροδρόμουTην 9ην Iουλίου 1821, το Λαπηθιώτικο αίμα έβαψε και το σπαθί του Tούρκου κατακτητή με το αίμα του πρόκριτου Xατζηλία και 16 άλλων μαρτύρων Λαπηθιωτών, γιατί το αγωνιστικό τους φρόνημα και οι πατριωτικές τους ενέργειες προδόθηκαν στους Tούρκους. Eίχε γίνει ήδη γνωστό ότι ο Xατζηλίας κατευόδωσε τον Kανάρη από την «Aσπρόβρυση» μια περιοχή κοντά στην Aναμορφωτική Σχολή «Λαμπούσης» που τότε ήταν λιμάνι.

Στο σπίτι του Πασπάλλα, στην Aγία Παρασκευή - πολύ κοντά στην ομώνυμη εκκλησία - έγινε το βράδυ συνεδρίαση και την άλλη μέρα μαζί του έφυγαν παλικάρια από τη Λάπηθο για να πολεμήσουν στην Eλλάδα. Mέσα σ%26rsquo; αυτούς και το εγγόνι του Xατζηλία, ο Θεοχάρης, που πολέμησε στον απελευθερωτικό αγώνα, έγινε αξιωματικός και μάλιστα ήταν στη φρουρά του Όθωνα. Παντρεύτηκε στην Eλλάδα και ένας από τους δύο γιους του, ο Λεωνίδας, είναι ο παππούς του Nαπολέοντα Λαπαθιώτη, του γνωστού ποιητή.

Eπί Aγγλοκρατίας, από το 1878 ως το 1960, η Λάπηθος έζησε την αποικιοκρατία, όπως όλη η Kύπρος.

Έδρασε στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59 και πλήρωσε το τίμημα της με αγωνιστές στα κρατητήρια, τις φυλακές και τις καταδιώξεις ως την ώρα που η ανεξαρτησία της Kύπρου με τις συμφωνίες Zυρίχης - Λονδίνου έφτασε για ν%26rsquo; ανακουφίσει τους Λαπηθιώτες και όλο τον κυπριακό λαό.

Καρπασία: Η χερσόνησος των Αγίων

Η εκκλησία της Παναγίας Αφέντρικας Θέση, όρια και έκταση:
Η γεωγραφική περιφέρεια της Καρπασίας καταλαμβάνει το βορειοανατολικότερο τμήμα της Κύπρου, το οποίο περιλαμβάνεται στα διοικητικά όρια της επαρχίας Αμμοχώστου. Πρόκειται για τη χερσόνησο της Καρπασίας, η οποία εκτείνεται ανατολικά της οροσειράς του Πενταδακτύλου μέχρι το ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα, και κατέχεται από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής.

Η Καρπασία περιβρέχεται από τη θάλασσα, εκτός από το δυτικό της μέρος, του οποίου τα όρια είναι μια ζώνη που εκτείνεται από το άκρο Γιούτη και την Επτακώμη μέχρι τον Άγιο Ανδρόνικο (Τοπτσιού Κιογιού) και από εκεί κάθετα μέχρι τη θάλασσα, στα ανατολικά του Τρικώμου.

Το πλάτος της Καρπασίας ποικίλλει μεταξύ 12,5 περίπου χμ. κοντά στην περιοχή του κόλπου Ναγκώμης. Η έκτασή της είναι 615 περίπου τετρ. χμ. και το μήκος της 80 περίπου χμ.

Τα κυριότερα ακρωτήρια και άκρα της Καρπασίας, από τα βόρειά της μέχρι τα νότιά της, είναι το ακρωτήρι Πλακωτής, το άκρο Γλυκιώτισσας, το άκρο Πρώτη, το ακρωτήρι Αποστόλου Ανδρέα, το άκρο Γαλουνόπετρας, το άκρο Τζίλες και το ακρωτήρι Ελαίας. Εξάλλου οι κυριότεροι όρμοι στην Καρπασία είναι όρμος Ροννά, ο όρμος Εξάρχου και ο όρμος Ναγκώμης, ενώ από τα νότια του χωριού Γαστριά αρχίζει ο κόλπος της Αμμοχώστου.

Μορφολογία. Από μορφολογικής απόψεως,το τοπίο της Καρπασίας χαρακτηρίζεται από μια εναλλαγή λόφων, πλαγιών, χαμηλών οροπεδίων, κοιλάδων και μικρών λεκανοπεδίων. Γενικά το υψόμετρο ανέρχεται από τη θάλασσα στο εσωτερικό και στην περιοχή μεταξύ των χωριών Λυθράγκωμη και Ριζοκάρπασο ξεπερνά, σε αρκετές περιπτώσεις, το υψόμετρο των 200 μέτρων. Η πιο ψηλή κορφή της περιφέρειας είναι ο Πάμπλουτος (383 μ.), που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του χωριού Αγία Τριάδα. Άλλες ψηλές κορφές της Καρπασίας είναι το Ζυγόβουνο (357 μ.), το Γωνιές Βουνό (314 μ.), το Θερκό Βουνό (284 μ.), ο Προφήτης Δανιήλ (241 μ.) και η Σολωμονή (229 μ.).

Από τα διάφορα υψώματα της περιφέρειας πηγάζουν μικρά ρυάκια, τα οποία χύνονται είτε στη βόρεια είτε στη νότια θαλάσσια περιοχή της Καρπασίας. Τα κυριότερα ρυάκια που χύνονται στα βόρεια της Καρπασίας είναι το Μοναστηράκι, η Μελίνη και οι Μύλοι. Στα νότια της Καρπασίας χύνονται τα ρυάκια Αργάκι των Λατσιών, Μαυρογή, Αργάκι της Αγίας, Ντερίν Ντερέ, Αργάκι του Κάστρου, Χάραγκας, Γεροπόταμος και Άγιος Σάββας.

Φυσική βλάστηση: Η γεωγραφική περιφέρεια της Καρπασίας έχει μια πλούσια φυσική βλάστηση, η οποία περιλαμβάνει και αρκετά ενδημικά είδη χλωρίδας. Γενικά το ανατολικό τμήμα της Καρπασίας, λόγω της μεγαλύτερης βροχόπτωσης που δέχεται, έχει περισσότερη βλάστηση από το δυτικό.

Μια μεγάλη έκταση της Καρπασίας καλύπτεται από κύρια και χαμηλά κρατικά δάση. Τα κυριότερα από τα δάση αυτά είναι τα ακόλουθα: Αποστόλου Ανδρέα, Σαρακη νόβουνου, Τηγάνια, Πύλας, Βούκρανου, Χαλαστά, Ελαιούσας , Μελισσάκρου, Δαφνόντα, Κουκκουμά, Τράχωνα - Γαληνόπωρνης, Καρπασίας, Καψάλια, Πιτύδια, Νεκτόβικλας, Παλαιόβικλας, Αγίας Βαρβάρας, Τράχωνα - Χαλάσματα, Ισάκκος, Κοπριστά, Καβάλλη, Περιστέρια, Μούττη του Μύλου, Μαζερή, Σκαλιφούρτα, Βερσάρι, Αγίας Σολωμονής, Σιερομύλια, Κορώνια, Αετόπετρας, Πυρόγεια, Θεανούλια, Καταλύματα, Βοκολίδας, Μαντρικά, Γιούτη, Βάλειας, Κακοβάθρας, Άρνο, Καυκάλλα, Βίκλες και Πλατύ Βουνό.

Η εκλησία του Αγίου φωτίουΓεωργία: Η Καρπασία υπήρξε, από παλαιά, γεωργική περιφέρεια, της οποίας η οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο γεωργικό τομέα. Οι αρδευόμενες καλλιέργειες καταλάμβαναν μια πολύ μικρή έκταση γης, που περιοριζόταν κυρίως στις περιοχές των χωριών Άγιος Ανδρόνικος και Ριζοκάρπασο, οι οποίες επηρεάζονται από μικρά τοπικά υδροφόρα στρώματα. Μικρότερες αρδευόμενες εκτάσεις βρίσκονταν επίσης στα χωριά Βασίλι, Βαθύλακας, Γιαλούσα, Αγία Τριάδα, Λεονάρισσον, Κώμη Κεπήρ και Κώμα του Γιαλού.

Καπνός: Η Καρπασία συγκέντρωνε, μέχρι το 1974, σχεδόν ολόκληρη την παραγωγή καπνού της Κύπρου. Παρόλο που όλα σχεδόν τα χωριά της Καρπασίας ασχολούνταν, έστω και σε μικρό βαθμό, με την καπνοκαλλιέργεια, οι μεγαλύτερες εκτάσεις καπνού βρίσκονταν στα χωριά Ριζοκάρπασο, Γιαλούσα, Αγία Τριάδα, Πλατανισσός, Κώμα του Γιαλού και Γαλάτεια. Το 1971 εκαλλιεργούντο στην Κύπρο με καπνό περί τα 1.744 εκτάρια γης. Ολόκληρη σχεδόν η έκταση αυτή βρισκόταν στην Καρπασία.

Στην Γιαλούσα δημιουργήθηκε καπνοβιομηχανική ζώνη, στην οποία λειτουργούσε ο Συνεργατικός Οργανισμός Καπνού, που ασχολείτο με την εμπορία του καπνού. Αυτή ήταν και η μοναδική βιομηχανική δραστηριότητα στην Καρπασία.

Κτηνοτροφία: Η Καρπασία, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, είχε μια σχετικά ανεπτυγμένη κτηνοτροφία με την οποία απασχολούντο 4.091 κτηνοτρόφοι (2.975 Ελληνοκύπριοι και 1.116 Τουρκοκύπριοι). Στην γεωγραφική αυτή περιφέρεια εκτρέφονταν τα 30% των προβάτων ολόκληρης της επαρχίας Αμμοχώστου, τα 39% των κατσίκων, τα 10% των αγελάδων και τα 12% των πουλερικών.

Αλιεία: Το μεγάλο μήκος των ακτών της Καρπασίας(145 χμ. περίπου), βοήθησε στην σχετική ανάπτυξη της αλιείας. Πριν από την τουρκική εισβολή είχαν δημιουργηθεί και λειτουργούσαν αλιευτικά καταφύγια στη Γιαλούσα, στον Άγιο Φίλωνα, στις Χελώνες, στην Κώμα του Γιαλού, στη Βοκολίδα, στον Άγιο Θεόδωρο καιστο Πογάζι. Το 1974 υπήρχαν στην Καρπασία 60 ψαρόβαρκες, που αντιπροσώπευαν το 31,6% των ψαρόβαρκων της επαρχίας Αμμοχώστου και το 13% ολόκληρης της Κύπρου.

Τουρισμός: Κατά το 1973, ένα χρόνο πριν την τουρκική εισβολή, λειτουργούσαν στην Καρπασία μόνο 3 μικρές ξενοδοχειακές μονάδες συνολικής δυναμικότητας 38 κλινών, από τις οποίες οι 2 στη Γιαλούσα (με 26 συνολικά κλίνες) και 1 στο Ριζοκάρπασο (με 12 κλίνες).

Ωστόσο οι προοπτικές για τουριστική ανάπτυξη της Καρπασίας ήταν μεγάλες, αφού διέθετε γραφικά ακρογιάλια, πλούσια φυσική βλάστηση, σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρουςκαι θαυμάσιο κλίμα. Εξάλλου το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα, καθώς και άλλα ιστορικά μοναστήρια και εκκλησίες, όπως οΆγιος Φίλων, η Παναγία Αφέντρικα, η Παναγία Κανακαριά, ο Άγιος Θύρσος, η Παναγία Ελεούσα και η Παναγία της Κυράς, προμήνυαν μια λαμπρή τουριστική ανάπτυξη η οποία εμποδίστηκε με την τουρκική εισβολή και κατοχή.

Πληθυσμός και Οικισμοί: Η γεωγραφική περιφέρεια της Καρπασίας περιλαμβάνει 34 οικισμούς, ο συνολικός πληθυσμός των οποίων, με βάση την απογραφή του 1973, ήταν 19.543 κάτοικοι. Από τους κατοίκους αυτούς οι 13.915 (71,2%) ήσαν Ελληνοκύπριοι, οι 5,607 (28,7%) Τουρκοκύπριοι και οι 21 (0,1%) άλλης εθνικότητας. Το ποσοστό των Τουρκοκυπρίων κατοίκων της Καρπασίας ήταν ψηλότερο από το ποσοστό των Τουρκοκυπρίων σ%26rsquo; ολόκληρη την Κύπρο, που ήταν 18,4% κατά το 1973.

Από τους 34 οικισμούς της Καρπασίας, οι 16 είναι αμιγείς ελληνοκυπριακοί, οι 10 αμιγείς τουρκοκυπριακοί και οι 8 μεικτοί οικισμοί.

Οι αμιγείς ελληνοκυπριακοί οικισμοί είναι οι ακόλουθοι:

Άγιος Ηλίας, Αγία Τριάδα, Βαθύλακας, Βασίλι, Βοκολίδα, Γαστριά, Γεράνι, Γιαλούσα, Κώμα του Γιαλού, Λεονάρισσο, Μελάναρκα, Νέτα, Πατρίκι, Ριζοκάρπασο και Ταύρου.

Οι αμιγείς τουρκοκυπριακοί οικισμοί είναι οι ακόλουθοι:

Άγιος Ανδρόνικος (Τοπτσιού Κιογιού), Άγιος Ευστάθιος, Άγιος Συμεών, Αυγολίδα, Γαληνόπωρνη, Κρίδια, Λειβάδια, Όβγορος και Πλατανισσός.

Οι μεικτοί οικισμοί είναι οι ακόλουθοι:

Άγιος Ανδρόνικος, Άγιος Θεόδωρος (μεικτός οικισμός μέχρι το 1960), Επτακώμη, Κοιλάνεμος, Κορόβια (μεικτός μέχρι το 1960),Κώμη Κεπήρ,Λυθράγκωμη και Μοναρκά (μεικτός οικισμός μέχρι το 1960).

Ο πληθυσμός της Καρπασίας γνώρισε αρκετές αυξομειώσεις μεταξύ 1960 και 1973. Αύξηση πληθυσμού σημειώθηκε στα χωριά Άγιος Ανδρόνικος (Τοπτσιού Κιογιού), Άγιος Ευστάθιος, Άγιος Συμεών, Αγία Τριάδα, Αυγολίδα, Γαληνόπωρνη, Κορόβια, Κρίδια, Λυθράγκωμη, Λειβάδια, Όβγορος, Πλατανισσός, Πογάζι και Ταύρου. Στα υπόλοιπα χωριά της Καρπασίας σημειώθηκε πληθυσμιακή μείωση. Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή αύξηση, μεταξύ 1960 και 1973, σημειώθηκε στο χωριό Πογάζι (33,3%) και η μεγαλύτερη πληθυσμιακή μείωση στο χωριό Μοναρκά (71%).

Οι μεγαλύτεροι σε πληθυσμό οικισμοί της Καρπασίας κατά το 1973 ήσαν:

Ριζοκάρπασο (2.626), Γιαλούσα (2.460), Αγία Τριάδα (1.212), Γαλάτεια (1.184), Άγιος Ανδρόνικος (1.123), Γαληνόπωρνη (902), Κώμα του Γιαλού (818), Άγιος Θεόδωρος (810), Επτακώμη (808), Κώμη Κεπήρ (762).

Η Καρπασία απεκλήθη και Χερσόνησος Αγίων εξαιτίας του μεγάλου αριθμού Κυπρίων και ξένων αγίων που τιμούνται ποικιλότροπα στην περιοχή. Τοπικοί άγιοι θεωρούνται, εκτός από τους ήδη αναφερθέντες αγίους Φίλωνα, Ερμόλαον, Σωζόμενον, Συνέσιον, Σωσικράτην, Σίνωνα, Θεόπροβον, Θέρισον κι Επιφάνιον, και η αγία Φωτεινή καθώς και ένας Αλαμάνος, ο άγιος Αυξέντιος, που ασκήτευσε σε τοποθεσία μεταξύ των χωριών Επτακώμη και Κώμη Κεπήρ. Στην Καρπασία, και ιδιαίτερα στη Λυθράγκωμη (Ερυθρά Κώμη) αναφέρεται κι επίσκεψη και θαύμα του αγίου Σπυρίδωνος. Φυσικά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον Aπόστολο Ανδρέα που επίσης τιμάται ιδιαίτερα στην Καρπασία.

Αρκετά καρπασίτικα χωριά φέρουν, επίσης, ονόματα αγίων: Άγιος Ανδρόνικος, Άγιος Συμεών, Άγιος Θεόδωρος, Άγιος Ηλίας, Άγιος Ευστάθιος, ένα δεύτερο χωριό με την ονομασία Άγιος Ανδρόνικος (γνωστό και σαν Τοπτσιού Κιογιού), και χωριό με το όνομα της Αγίας Τριάδας. Αυτά, μαζί με τον μεγάλο αριθμό τοπικών αγίων και τον επίσης μεγάλο αριθμό βασιλικών, εκκλησιών και μοναστηριών, φανερώνουν την ακμή της χριστιανικής πίστης στην Καρπασία κατά τα Βυζαντινά χρόνια, οπότε η περιοχή της Καρπασίας διατηρούσε πνευματικές και άλλες σχέσεις με την απέναντί της Μικρά Ασία.

Η διατηρημένη μέχρι σήμερα παράδοση για αφιερώματα στον απόστολο Ανδρέα που ρίχνονταν στη θάλασσα από τη Μικρά Ασία ή τη Συρία κι έφθαναν με τα κύματα στ%26rsquo; ακρογιάλια όπου βρίσκεται το μοναστήρι (κι όπου βρισκόταν ναός ήδη από την περίοδο της φραγκοκρατίας), εκφράζει ίσως τις θρησκευτικές σχέσεις της χερσονήσου με εκκλησιαστικούς από τις απέναντί τους ηπειρωτικές ακτές κατά τη Βυζαντινή εποχή.

Φραγκοκρατία - βενετοκρατία - τουρκοκρατία: Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας διάφορα χωριά της Καρπασίας αποτελούσαν φέουδα. Κατά τον Στέφανο Λουζινιανό, το Ριζοκάρπασο ήταν φέουδο που ανήκε στη γνωστή μεσαιωνική οικογένεια των ντε Νόρες (de Norιs), μέχρι που ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β%26rsquo; ο Νόθος (1460-1473) το αφαίρεσε από τον Γκωτιέ ντε Νορες επειδή ο ευγενής αυτός είχε παραμείνει πιστός στην αντίπαλο του Ιακώβου, ετεροθαλή αδελφή του Καρλόττα.

Φέουδο, παραχωρημένο από τον βασιλιά Ιάκωβο Β%26rsquo; στον ευγενή Πέτρο Βουστρώνιο (πρόγονο του ιστορικού Φλώριου Βουστρώνιου), ήταν και το χωριό Άγιος Ηλίας. Φέουδο, που ανήκε σε Φράγκο ευγενή, ήταν και το χωριό Λεονάρισσο.

Το χωριό Γαστριά, εξάλλου, ανήκε στους Ναΐτες ιππότες που είχαν εκεί δυο κάστρα, αλλά μετά τη διάλυση του τάγματός τους πέρασε στα χέρια του βασιλιά Ιακώβου Β%26rsquo; και ήτον το μεγαλήτερον από όσα άλλα κομητάτα είχεν η Νήσος τότε (αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία Χρονολογική... 1788, σ. 231).

Καθ%26rsquo; όλη την περίοδο της φραγκοκρατίας η χερσόνησος της Καρπασίας, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσεώς της, έγινε αντικείμενο επιθέσεων από Σαρακηνούς και από άλλους, που επέδραμαν από τις κοντινές ακτές της Μικράς Ασίας και της Συρίας-Παλαιστίνης. Μεταξύ των επεισοδίων που αναφέρονται, είναι και τα ακόλουθα:

* Τον Ιούλη του 1325 ο βασιλιάς Ούγος Δ%26rsquo; διέταξε τον απαγχονισμό κλεφτών, πειρατών και ληστών που είχαν κυνηγηθεί και συλληφθεί σε διάφορα μέρη της Κύπρου. Απαγχονίστηκαν 8 στην Αμμόχωστο, 8 στην Κερύνεια, από 7 στη Λεμεσό και στην Πάφο, 18 στη Λευκωσία, 7 στον Κορμακίτη και 16 στο Καρπάσι.

* Το 1363, επί ημερών του βασιλιά Πέτρου Α%26rsquo;, η Καρπασία υπέστη δυο φορές εισβολή Τούρκων από τη Μικρά Ασία με αρχηγό των Μωχάμεντ Ράις. Γράφει σχετικά ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, "Φιλόκυπρος", 1982, παρ. 139): ... και αρματώσαν ς' (=6) κάτεργα (=καράβια)και ήρταν εις την Κύπρον εις το Καρπάσιν και εκουρσέψαν το και πήραν πολλά χωρία και ανθρώπους, και απ%26rsquo; ολλίγον επαίρναν την κυράν του Καρπασίου, γεναίκαν του σιρ Αφρό τε Λα Ρότζε%26#903; και εστράφησαν εις την Τουρκίαν...

Δείγμα καρπασίτικης λαϊκής λαϊκής. Σπίτι στο χωριό ΤαύρουΔίνεται εδώ η πληροφορία ότι παρ%26rsquo; ολίγο να εσυλλαμβάνετο και μια ευγενής, η κυρά του Καρπασίου, σύζυγος του Αφρό τε Λά Ρότζε. Τον ευγενή αυτόν, που κατείχε τότε το Καρπάσι, ο Στραμβάλδι αναφέρει ως Alfo de Lorenzo, ενώ ο Μας Λατρί θεωρεί ότι πιθανό να ονομαζόταν Afre de La Roche. Είχε τον τίτλο του κυρίου του Καρπασιού (seigneur de Carpas).

* To 1425, επί ημερών του βασιλιά Ιανού, στην Καρπασία και συγκεκριμένα στην παραθαλάσσια τοποθεσία "Χελώνες", έφθασαν Σαρακηνοί από τη Συρία με 50 γαλέρες, κι απ%26rsquo; εκεί προχώρησαν κατά της Αμμοχώστου: ...Και την Παρασκευήν εις τας γ%26rsquo; (=3) Αυγούστου, αυκέ (=1425) εφέρασιν χαρτία του ρηγός πώς αρματώνει η Συρία ν%26rsquo; (=50) κάτεργα νάρτουν προς τας Χελώνας, προς την Ακρωτίκης, και το Σαββάτον ήρτασιν εις την Αμόχουστον.... (Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 654).

* Τον Νιόβη και τον Δεκέβρη του 1460 στην Καρπασία έδρασαν οι οπαδοί του Ιακώβου Β%26rsquo; του Νόθου καθώς και Σαρακηνοί σύμμαχοί του κατά των οπαδών της αντιπάλου και ετεροθαλούς αδελφής του Ιακώβου, βασίλισσας Καρλόττας (Βουστρώνιος, Χρονικόν, εις Σάθαν, Β%26rsquo;, 1873, σσ. 455-6). Εμπαλής του Καρπασιού αυτή την εποχή αναφέρεται από τον Βουστρώνιο ο Αλησάντρο Ταραντήν (= Αλέξανδρος Ταραντίν).

Μορφολογία της Καρπασίας* Τέλος, ο Γεώργιος Βουστρώνιος αναφέρει επιδρομή των Τούρκων στην Καρπασία και τον Ιούνη του 1489, ακριβώς την περίοδο που η Κύπρος μεταβιβαζόταν κι επίσημα από τη βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο στους Βενετούς, και τερματιζόταν η περίοδος της φραγκοκρατίας: ... και επεζεύσαν εις τας Χελώναις, και επήραν ανθρώπους και γυναίκες και κοπέλια, και εξηλειψαν και τα χωργία, και εσκοτώσαν λζ%26rsquo; (=37) ανομάτους, χωρίς τους άνωθεν τους επήραν... (Βουστρώνιος, ό.π.π., σ. 543).

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, και συγκεκριμένα μετά το 1222, συνεπεία των σκληρών διώξεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου από τους Λατίνους, στο Καρπάσι είχε μεταφερθεί η έδρα της Ορθόδοξης επισκοπής Αμμοχώστου.

Η εκκλησία του Αγίου φίλωνος, στην τοποθεσία της αρχαίας πόλμς ΚαρπασίαςΚατά την ακολουθήσασα περίοδο της βενετοκρατίας (1489-1570/71) οι επιδρομές των Τούρκων και πειρατών σε πολλά μέρη της Κύπρου - και βέβαια συχνά και στην Καρπασία- για αρπαγές και λεηλασίες συμβάλλουν στην πάρα πέρα εξαθλίωση του ντόπιου πληθυσμού για τον οποίο το νέο καθεστώς δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον ούτε και κάνει προσπάθειες για την προστασία του, αλλά ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευσή του. Κοντά σ%26rsquo; αυτά προστίθενται και οι θεομηνίες (όπως οι καταστροφικοί σεισμοί του 1492 και του 1542), και οι επιδημίες.

Οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε ο ντόπιος πληθυσμος κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, έγιναν αβάστακτες κατά την περίοδο της βενετοκρατίας. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ιστορία Χρονολογική.... 1788 σ. 275) γράφει πως ο βεζύρης Μεεμέτ (=Μεχμέτ Σοκολλή*)... εφανέρωσεν ... πως από την Κύπρον ήλθον δυο χωριάται με γράμματα και με γνώμην πολλών χωριανών παροίκων διηγούμενοι τας τυραννίας, οπού υπόφεραν, και ότι επεθύμουν να εξουσιάζωνται από τον σουλτάνον του...

Η εκκλμσία της Παναγίας Κανακαριάς στο χωριό ΛυθράγκωμηΤέτοια ήταν η καταπίεση, δηλαδή, ώστε οι Κύπριοι έστελναν εκπροσώπους τους στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας από τον σουλτάνο να εκδιώξει τους Βενετούς και να καταλάβει την Κύπρο. Κατά την περίοδο λοιπόν αυτή, η Καρπασία ακολούθησε την μοίρα των υπολοίπων περιοχών της Κύπρου.

Ψηφιδωτό από την εκκλμσία της Παναγίας Κανακαριάς στην ΛυθράγκωμηΚατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1570/71 κ.ε.) σταδιακά εκτουρκίστηκαν διάφορα χωριά (10 συνολικά) της Καρπασίας (Άγιος Ανδρόνικος (=Τοπτσιού Κιογιού), Αυγολίδα, Όβγορος, Κρίδια, Άγιος Ευστάθιος, Λειβάδια, Γαλάτεια, Πλατανισμός, Άγιος Συμεών και Γαληνόπωρνη) των οποίων ωστόσο τα ονόματα εξακολουθούν να είναι καθαρά ελληνικά. Τούρκοι εγκαταστάθηκαν και σε χωριά όπου εξακολουθούσαν να ζουν Έλληνες, κι έτσι έχουμε και 8 μεικτούς οικισμούς.

Εκκλησία του Αγίου Συνεσίου στο ΡιζοκάρπασοΤο ψηλό ποσοστό των Τούρκων της Καρπασίας (28% περίπου του πληθυσμού της) σε σχέση με το ποσοστό των Τούρκων ολόκληρης της Κύπρου (18% περίπου), δεν είναι άσχετο προς το γεγονός ότι η περιοχή αυτή της Κύπρου βρίσκεται πλησιέστερα προς τη Μικρά Ασία.

Χαρακτηριστικό τοπίο της Καρπασίας. Διακρίνεται το χωριό Κώμα του ΓιαλούΠρέπει να γίνει σαφές ότι η σχετικά εύκολη επικοινωνία μεταξύ Καρπασίας και νοτίων ακτών της Μικράς Ασίας δεν σήμαινεπάντοτε την άφιξη περισσότερων Τούρκων στην χερσόνησο της Κύπρου, αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, και τη φυγή Ελλήνων από την Καρπασία προς τη Μικρά Ασία.

Γύρω στα 1672 για παράδειγμα, οπότε θεωρείται ότι εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Καρπασίας οι περισσότεροι από τους Τούρκους κατοίκους της, πολλοί Έλληνες είχαν μεταναστεύσει στη Μικρά Ασία, εγκαταλείποντας τα χωριά τους στην Καρπασία, προκειμένου ν%26rsquo; αποφύγουν τις διώξεις και την καταπίεση του περιβόητου δραγομάνου Μαρκουλλή.

Στα εγκαταλειμμένα καρπασίτικα σπίτια και χωριά εγκαταστάθηκαν τότε πολλοί Τούρκοι. Επίσης, πρέπει ν%26rsquo; αναφερθεί ότι το φαινομενο του εξισλαμισμού, η επιφανειακή αρχικά εκτούρκεψη προκειμένου ν%26rsquo; αποφευχθούν διώξεις και η πραγματική τελικά εκτούρκεψη, παρατηρήθηκε και στην Καρπασία όπως καιστην υπόλοιπη Κύπρο. Το φαινόμενο αυτό παρετηρείτο κυρίως ύστερα από εξεγέρσεις και γεγονότα που ήταν σίγουρο ότι θα είχαν σκληρές εκδικητικές επιπτώσεις πάνω στον χριστιανικό πληθυσμό του νησιού.

Ψαράδες στο ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα που διακρίνεται στο βάθοςΑπό τις πολλές εξεγέρσεις που συνέβησαν κατά την περίοδο αυτή (βλέπε λήμμα τουρκοκρατία) η κυριότερη σε άμεση σχέση προς την Καρπασία ήταν εκείνη του Καρπασίτη (από το χωριό Άγιος Ηλίας) μοναχού Ιωαννίκιου, το 1833. Η καταστολή της εξέγερσης (καθώς και των άλλων δύο που συνέβησαν την ίδια εποχή με επίκεντρα την περιοχή Πόλης Χρυσοχούς και την περιοχή Λάρνακας - Σταυροβουνιού) είχε νέες καταστροφικές επιπτώσεις στην Καρπασία, όπου μεγάλος αριθμός Καρπασιτών κατεσφάγη ενώ έγιναν και λεηλασίες.

Άλλο από τα σημαντικά γεγονότα της περιόδου της τουρκοκρατίας ήταν το κίνημα του ποπαγιίτη (=πολεμιστή - φρουρού) Αλτιπαρμάκκη με εστία την Καρπασία στην οποία αποβιβάστηκε μαζί με 70 ένοπλους, προερχόμενος από την Μικρά Ασία, τον Μάη του 1806.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η Καρπασία ήταν διοικητικά χωριστό διαμέρισμα (ναχιές ή κατηλλίκι). Διαμέρισμα αποτελούσε και κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας που ακολούθησε, μέχρι την ανεξαρτησία (1960) οπότε ο διαχωρισμός της Κύπρου σε υποεπαρχίες (διαμερίσματα) καταργήθηκε.

Το μοναστήρι του Αποστόλου ΑνδρέαΗ Καρπασία σήμερα

Εκτός από τον χαρακτηρισμό της ως Χερσονήσου Αγίων, η Καρπασία απεκλήθη και Χερσόνησος Ηρώων εξαιτίας της αυθόρμητης συμμετοχής της σε κάθε εθνικό αγώνα, τόσο στην ίδια την Κύπρο όσο και στην Ελλάδα όπου σε πολλές περιπτώσεις μετείχαν Καρπασίτες εθελοντές.

Κατά τα νεότερα χρόνια γνωστή είναι η συμμετοχή ολόκληρης της Καρπασίας στο κίνημα του 1931 (τα λεγόμενα Οκτωβριανά) καθώς και στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59 κατά τη διάρκεια του οποίου αρκετοί Καρπασίτες θυσιάστηκαν (Πέτρος Γιάλλουρος, Σταύρος Ζαχαρίας, Παναγιώτης Κάσπης, Ηλίας Παπακυριακού, Λοΐζος Παπαχριστοδούλου, Ανδρέας Παρασκευά, Γιάννης Στεφανίδης, Σταύρος Στυλιανίδης, Νικόλας Ττοφαλλής).

Η χερσόνησος της Καρπασίας απεκόπη από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής τον Αύγουστο του 1974 όταν βάδισαν από τη Λευκωσία στην Αμμόχωστο. Στα καρπασίτικα χωριά παρέμεινε μεγάλος αριθμός εγκλωβισμένων που, κατά τα λίγα επόμενα χρόνια, υπέστη συνεχή μαρτύρια και πιέσεις.

Ο πληθυσμός των Ελληνοκυπρίων της Καρπασίας βρισκόταν συνεχώς υπό διωγμό προκειμένου ένας μεγάλος αριθμός από τους κατοίκους της χερσονήσου ν%26rsquo; αναγκαστεί να προσφυγοποιηθεί και να καταφύγει στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Και τούτο επειδή οι τουρκικές κατοχικές δυνάμεις επιζητούσαν να μειωθεί κάθετα ο ελληνικός πληθυσμός της Καρπασίας σε "επίπεδο ασφάλειας", δηλαδή σε σημείο που ν%26rsquo; αποτελεί αντί την πλειοψηφία, μια αμελητέα μειοψηφία. Χαρακτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι αριθμοί:

Τον Σεπτέμβρη του 1974 οι εγκλωβισμένοι Έλληνες Καρπασίτες ήσαν πάνω από 10.000. Τον Οκτώβρη του 1976 ήσαν 4.723. Τρία χρόναι αργότερα ήσαν μόνο 1.520, που κατανέμονταν στα ακόλουθα χωριά:

Άγιος Ανδρόνικος: 10,

Άγιος Θεόδωρος: 3,

Αγία Τριάδα: 293,

Γιαλούσα: 2,

Λεονάρισσον: 38,

Ριζοκάρπασον: 1.174

Σύνολο: 1.520

Έξι χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβρη του 1985, ο εγκλωβισμένοι της Καρπασίας ήσαν 713, ως εξής:

Ριζοκάρπασον: 497

Αγία Τριάδα: 178

Άγιος Θέρισσος: 6

Άγιος Ανδρόνικος: 8

Λεονάρισσον: 14

Απόστολος Ανδρέας (μοναχοί): 6

Άγιος Γεώργιος Σακκάς (μοναχοί): 4

Σύνολο: 713

Απ%26rsquo; αυτούς, οι 62 ήσαν μαθητές, που τον Μάρτη του 1985 φοιτούσαν σε δύο δημοτικά σχολεία, των οποίων επετράπη η λειτουργία (ένα στο Ριζοκάρπασο με δυο δασκάλους και 43 μαθητές, κι ένα στην Αγία Τριάδα με μια δασκάλα και 19 μαθητές).

Στα περισσότερα ελληνικά χωριά της Καρπασίας προωθήθηκε η εγκατάσταση Τουρκοκρυπρίων που μεταφέρθηκαν από τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου στις κατεχόμενες το 1975, καθώς και εποίκων από την Τουρκία.

Οι διωγμοί των εγκλωβισμένων της Καρπασίας συνεχίστηκαν παρά τη συμφωνία που επετεύχθη κατά τον τρίτο γύρο των συνομιλιών της Βιέννης (31 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1975) μεταξύ των εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής πλευράς (Γλαύκος Κληρίδης) και της τουρκοκυπριακής πλευράς (Ραούφ Ντενκτάς) υπο την προεδρία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ.

Η συμφωνία, που επέτρεπε στους Τουρκοκυπρίους που βρίσκονταν στο ελεύθερο τμήμα της Κύπρου να μεταβούν στο κατεχόμενο, διελάμβανε και τα ακόλουθα: ... Οι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι προς το παρόν βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της νήσου, είναιελεύθεροι να παραμείνουν εκεί και θα τους δοθεί κάθε βοήθεια για να διάγουν μια ομαλή ζωή περιλαμβανομένων θρησκευτικών και εκπαιδευτικών διευκολύνσεων, καθώς και ιατρικής φροντίδας από δικούς τους γιατρούς, και ελεύθερης διακίνησης στο βόρειο τμήμα της νήσου...

Επίσης όσοι από τους εγκλωβισμένους θα επιθυμούσαν να μεταβούν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, θα μπορούσαν να το πράξουν έπειτα από δική τους αίτηση, χωρίς να ασκηθεί σ%26rsquo; αυτούς οποιοδήποτε είδος πιέσεως. Η συμφωνία διελάμβανε επίσης ότι θα δινόταν προτεραιότητα στην επανένωση οικογενειών, πράγμα που δυνατό να συνεπάγεται την μεταφορά στο βόρειο τμήμα αριθμού Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι προς το παρόν βρίσκονται στον ότιο τμήμα.

Η συμφωνία αυτή, από πλευράς Τούρκων, δεν τηρήθηκε.

(Αποσπάσματα από τη μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια).

Λευκόνοικο, το διαμάντι της Mεσαορίας

Aπό την Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη

Λευκόνοικο, το μεγάλο αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, που αναφέρεται και ως κωμόπολη περί τα 29χμ. βορειοδυτικά της πόλης της Aμμοχώστου. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1972 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου. Είναι ο τρίτος μεγαλύτερος σε διοικητική έκταση οικισμός της επαρχίας του μετά το Ριζοκάρπασο και την Ακανθού. Η διοικητική του έκταση είναι 5. 348 εκτάρια περίπου.

Το Λευκόνοικο είναι χτισμένο στον κάμπο της Μεσαορίας, σε μέσο υψόμετρο 65 μέτρων. Το ανάγλυφο έχει μια κλίση προς τα νότια. Στα βόρεια το υψόμετρο ανεβαίνει σταθερά μέχρι τις νότιες υπώρειες του Πενταδακτύλου όπου φθάνει τα 200 μέτρα. Το τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο από τα ρυάκια Κρύος, Γεροκόλυμπος και Χάραγγας που πηγάζουν βορειότερα από τον Πενταδάκτυλο.

Το Λευκόνοικον δέχεται μια πολύ χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση που κυμαίνεται γύρο στα 310 χιλιοστόμετρα (μέσος όρος περιόδου 1951 - 1980). Στην περιοχή του εκαλλιεργούντο, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά, τα εσπεριδοειδή, τα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα (ροδακινιές, χρυσομηλιές, μηλιές και αμυγδαλιές) και λίγα λαχανικά.

Πολύ ανεπτυγμένη, πριν από την εισβολή ήταν και η κτηνοτροφία του χωριού, όπως συνέβαινε με αρκετά άλλα χωριά της Μεσαορίας. Το 1973 υπήρχαν 486 κτηνοτρόφοι από τους οποίους εκτρέφονταν 2.883 πρόβατα, 1.130 κατσίκες, 102 βόδια, 88 αγελάδες και 13.747 πουλερικά. Το Λευκόνοικο γνώρισε σταθερή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1946. Σ' αυτό συνέβαλε η αξιόλογη γεωργική και κτηνοτροφική του ανάπτυξη, η σχετικά μικρή του απόσταση από την πόλη της Αμμοχώστου, και το ευχερές συγκοινωνιακό του δίκτυο.

Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή πληθυσμού του 1881, το Λευκόνοικο ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά τα Κάτω Βαρώσια και το Ριζοκάρπασον. Το 1881 οι κάτοικοι του Λευκονοίκου ήσαν 1.448 που αυξήθηκαν στους 1.618 το 1891, στους 1.831 το 1901, στους 2.036 το 1911, στους 2.325 το 1921, στους 2.435 το 1931 και στους 2.596 το 1946. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 1946, το Λευκόνοικον ήταν ο έκτος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά την πόλη της Aμμοχώστου, το Ριζοκάρπασον, την Λύση, την Γιαλούσα και το Παραλίμνι. Μετά το 1946 το χωριό γνώρισε πληθυσμιακή μείωση εξαιτίας της αστυφιλίας που άρχισε να αναπτύσσεται. Το 1960 οι κάτοικοι του Λευκονοίκου μειώθηκαν στους 2.358 και στους 2.116 το 1973.

Η οδική σύνδεση του Λευκονοίκου με τη γύρω περιοχή είναι πολύ καλή. Στα βόρεια συνδέεται με το χωριό Πλατάνι (περί τα 9χμ.), στα βορειοανατολικά με το χωριό Μάνδρες (περί τα 12χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Γούφες (περί τα 5χμ.), στα ανατολικά με το χωριό Γύψου (περί τα 4χμ.), στα νότια με το χωριό Πυργά (περί 9χμ.), στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Μηλιά (περί τα 5χμ.) και Πηγή (περί τα 4,5χμ.)και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Γέναγρα (περί τα 6χμ.).

Το Λευκόνοικο χωρίζεται σε δύο ενορίες, την πάνω ενορία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και την κάτω ενορία του Σωτήρος. Τα σπίτια του είναι κάτασπρα και πολλά από αυτά κτισμένα από πλιθάρι.

Το γυμνάσιο της κωμόπολης είναι κτισμένο στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Iδρύθηκε το 1938 με την επωνυμία Εμπορικό Κολλέγιο Λευκονοίκου και για δύο χρόνια λειτουργούσε σαν ιδιωτική σχολή. μετά έγινε κοινοτική και ονομάστηκε Καμίντζειος Ανώτέρα Σχολή Λευκονοίκου, προς τιμήν του μεγάλου ευεργέτη της Γεωργίου Καμιντζή.

Την κοινωνική ζωή της κωμόπολης συμπλήρωναν οι δραστηριότητες των τριών σωματείων της. Το πιο παλαιό από αυτά ήταν η Ελευθερία. Αργότερα ιδρύθηκε η ΑΤΕ - ΠΕΚ, της οποίας η νεολαία ίδρυσε την Ανόρθωση Λευκονοίκου Το 1971 ιδρύθηκε η Η Ένωση Νέων Λευκονοίκου που διατηρούσε ποδοσφαιρική ομάδα μέχρι το 1974.

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, οι κάτοικοι του Λευκονοίκου σκορπίστηκαν σ' όλη της ελεύθερη Κύπρο. Με το πέρασμα του χρόνου κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, και το 1981 ίδρυσαν στη Λεμεσό προσφυγικό σωματείο με την επωνυμία Ένωση Λευκονοικιατών Το 1985 το σωματείο μετονομάστηκε σε Προσφυγικό Σωματείο "Το Λευκόνοικο". Κυριότεροι σκοποί του είναι η ενίσχυση του αγώνα που διεξάγει ο κυπριακό λαός για ελευθερία, η διατήρηση της μνήμης του χωριού μεταξύ των Λευκονοικιατών, η παραγωγή εθνικών, πολιτιστικών και άλλων σκοπών, και η παροχή βοήθειας σε πρόσφυγες Λευκονοικιάτες που έχουν ανάγκη. Για την υλοποίηση των στόχων αυτών δημιουργήθηκαν παραρτήματα του σωματείου σ' όλες τις ελεύθερες επαρχίες της Κύπρου.

Το Λευκόνοικο φημίζεται για την υφάντινη του τέχνη. Καθισμένες στον αργαλειό ή τη βούφα οι Λευκονοιτζιάτισσες έφτιαχναν τα περίφημα Λευκονοιτζιότικα υφαντά, που διακρίνονται για τους έξοχους συνδυασμούς των χρωμάτων τους, τον πλούτο των σχεδίων τους και της απαράμιλλη τέχνη της κατασκευής τους. Κατασκευάζονταν κουρτίνες, κλινοσκεπάσματα, τραπεζομάντιλα, σιεμέδες και πετσετάκια που έδιναν στο Λευκονοιτζιότικο σπίτι χάρη και ομορφιά.

Το χωριό συμπεριλαμβάνεται στους δήμους της επαρχίας Αμμοχώστου. Το δημαρχείο του ιδρύθηκε το 1939 και το πρώτο δημοτικό συμβούλιο διορίστηκε από τον τότε κυβερνήτη της Κύπρου Πάλμερ.

Η κωμόπολη του Λευκονοίκου είναι η γενέτειρα του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη και του επίσκοπου Κιτίου Κυπριανού. Έξω από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ υπήρχε ο ανδριάνδας του Βασίλη Μιχαηλίδη και πίσω από αυτή ήταν το πατρικό σπίτι του ποιητή.

Το χωριό υφίστατο με την ίδια ονομασία κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας οπότε, κατά τον ντε Μας Λατρί, αποτελούσε βασιλικό φέουδο. Το αναφέρει, εξάλλου, μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς ως τόπο λατρείας του αγίου Ευφημιανού, ενός από τους 300 Αλαμάνους αγίου που ήλθαν από την Παλαιστίνη στην Κύπρο και ασκήτευσαν σε διάφορα μέρη του νησιού.

Αλλού ο Μαχαιράς αναφέρει (παρ. 665), ότι ο βασιλιάς Ιανός είχε διατάξει να μεταφέρουν και να εντοπίσουν στο Λευκόνοικο τον γιό του σεϊχη της Δαμασκού που είχε έλθει να τον συναντήσει το 1425 με αίτημα να σταματήσει η παροχή ασύλου στους πειρατές από τους Κυπρίους.

Και βεβαίως ο Μαχαίρας αναφέρει επίσης το Λευκόνοικον ως έδρα των επαναστατών Κυπρίων το 1426, υπό τον ρήγα Αλέξη (παρ. 696).

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι αρχηγός των Κυπρίων δουλοπαροίκων επαναστατών Αλέξης, είχε επιλέξει ως έδρα του κινήματος το Λευκόνοικον. Ο ίδιος ο Αλέξης ήταν δουλοπάροικος στην υπηρεσία του βασιλιά Ιανού. (1398 - 1432), στον οποίο ανήκε και το Λευκόνοικον. Πιθανώς δε ο οικισμός, ως βασιλικό φέουδο, παρείχε και κάποιες δυνατότητες άμυνας, διαθέτοντας ίσως κάποιες οχυρώσεις.

Ωστόσο η ονομασία του χωριού, καθαρά ελληνική, υποδηλώνει την ύπαρξη του ήδη πριν από τα Βυζαντινά χρόνια. Η ονομασία Λευκόνοικον είναι σύνθετη από τις λέξεις Λευκός Οίκος.

Ο Σίμος Μενάρδος (με τον οποίο συμφωνεί και ο Ν. Κληρίδης), θεωρεί ότι η ονομασία του χωριού προέκυψε έκ της αίτιατικης εις τον λευκόν οίκο, εξ οίκου προϋπάρξαντος του συνοικισμού... αλλά την ηλικίαν [του συνοικισμού] μαρτυρεί σαφέστερον ή χρήση των λέξεων λευκός και οίκος, αί όποιαι κατόπιν αντεκατεστάθησαν έν τη κοινή γλώσση δια των λατινικών, του "άσπρον" και οσιτιτιον [σπίτι].

Δεν είναι βέβαια γνωστό ποιό ακριβώς ήταν εκείνο το άσπρο σπίτι που πρώτος είχε χτίσει στην περιοχή στην οποία κι έδωσε την ονομασία Λευκός Οίκος - Λευκόνοικον, ούτε και σε ποιά εποχή κτίσει, οπωσδή ποτε όμως ο συνοικισμός είχε δημιουργηθεί κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Στην περιοχή του όμως κατοικούσαν άνθρωποι από την Αρχαιότητα, όπως προκύπτει από αρχαία κατάλοιπα που βρέθηκαν. Εάν μάλιστα αποδεχθούμε ως απόλυτα ορθή την απόδοση μισοκατεστραμμένη αλφαβητικής επιγραφής που βρέθηκε στο Καφίζιν, τότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το Λευκόνοικον υφίστατος κατά την Αρχαιότητα ως αγρόκτημα (;) που έφερε από τότε την ονομασία Λευκό Οίκος.

Ο Max Ohnefalsch - Richter, που είχε κάμει ανασκαφές σε διάφορα μέρη της Κύπρου κατά τη δεκαετία το 1880, είχε ανακαλύψει διάφορα ιερά του Απόλλωνος, σε διάφορα μέρη, από τα οποία όμως ελάχιστα ή καθόλου ίχνη σώζονται σήμερα. Έτσι δεν μπορούμε να έχουμε νεώτερες πληροφορίες και να προβούμε σε επανεκτιμήσεις των ανακαλύψεων του. Πάντως το ιερό του Απόλλωνα που υφίστατο στο Λευκόνοικον, θα πρέπει να ήταν μικρό αγροτικό ιερό χωρίς μεγάλη φήμης.

Ανασκαφές διενήργησε τα 1913 και αργότερα, στο ιερό αυτό ο John Myres, οπότε ανακάλυψε, μεταξύ άλλων, διάφορα αγάλματα που βρίσκονται σήμερα στο Κυπριακό Μουσείο. Μεταξύ των αγαλμάτων από το Λευκόνοικον ξεχωρίζουν τα γλυπτά σε πέτρα που χρονολογούνται στον 7ο - 6ο π.Χ αιώνα και θεωρούνται καθαρά κυπριακού τύπου το χαρακτηριστικό κωνικό κάλυμμα της κεφαλής, παρόμοια των οποίων βρέθηκαν και στο Άρσος της Μεσαορίας. Άλλα αγάλματα προερχόμενα από το ιερό του Λευκονοίκου, είναι ασβεστολιθικά και χρονολογούνται στα Ελληνικά χρόνια. Βρέθηκαν επίσης χάλκινα αγάλματα που χρονολογούνται στον 6ο π.Χ αιώνα, καθώς και αγάλματα που εικονίζουν παιδιά.

Ένα μεγάλο άγαλμα των Ρωμαικών χρόνων βρισκόταν τοποθετημένο έξω από οίκημα συλλόγου του Λευκονοίκου και το μνημονεύει ο R Gunnis που δίνει την πληροφορία ότι είχε μεταφερθεί και τοποθετηθεί εκεί από τον αρχαιολογικό χώρο όπου και το ιερό, περί το 11/2 μίλι νότια του χωριού. Στην ίδια τοποθεσία, μεταξύ Λευκονοίκου και Περιστερωνοπηγής, γνωστή με ονομασία Αγία Κινούσα, υφίστατο αρχαίος συνοικισμός για τον οποίο όμως δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες. Επειδή δε η περιοχή βρίκεται από το 1974 κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή, περαιτέρω έρευνες είναι, επί του παρόντος, αδύνατες.

Στην περιοχή υπάρχει εκκλησία που επίσης ονομάζεται Αγία Κινούσα Παλαιότεροι μελετητές διατυπώνουν την (ανεπιβεβαίωτη) άποψη πως στην Αγία Κινούσα βρισκόταν ο αρχικός οικισμός κατά την Αρχαιότητα, που εγκαταλείφθηκε κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια και του οποίου οι κάτοικοι μετά κινήθηκαν βορειότερα, ιδρύοντας το Λευκόνοικο.

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας το Λευκόνοικο, βασιλικό φέουδο, ήταν πιθανώς και έδρα μιας από τέσσερις τουλάχιστον επαρχίες (bailliages) στις οποίες ήταν διοικητικά διαχωρισμένα η Μεσαορία. (b. de Sivori, b.d' Aschia, b. de Lissi και b. de Lefconco, δηλαδή επαρχίες Σίβουρης ή και Σιγούρις, Άσσια, Λύσης και Λευκονοίκου.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας τον Λευκόνοικον ήταν ένας από τους εικοσιτέσσερις μουκαττάδες, δηλαδή περιοχές που επιβαρύνονταν με ειδικούς φόρους για την συντήρηση των ταγμάτων των γενίτσαρων που στάθμευσαν στην Κύπρο. Την πληροφορία δίνει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.

Οι κύριες εκκλησίες του χωριού είναι εκείνη του Αρχαγγέλου Mιχαήλ (στην πάνω γειτονιά), ανακαινισμένη ολότελα στις αρχές του 19ου αιώνα, κι εκείνη του Τίμιου Σταυρού (στην κάτω γειτονιά), στην οποία ο R. Gunnis αναφέρει ότι είχε προσέξει ιδιαίτερα την ωραία πύλη, του 1680, καθώς και εικόνα την Παναγίας της ίδιας εποχής, που λέγεται ότι προέρχονταν από καταστραμμένη εκκλησία στο χωριό Πλατάνι, βόρεια του Λευκονοίκου. Αναφέρουμε επίσης την εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Ιερώνυμου Περιστιάνη, στο Λευκόνοικο λειτουργούσε κοινοτική αλληλοδιδακτική σχολή από το 1860 περίπου, που εσυντηρείτο από τα διδακτικά που πλήρωναν οι γονείς των μαθητών. Πριν από την ίδρυση της κοινοτικής σχολής τα παιδιά κατά το πλείστον έμεναν αγράμματα, κι αν κανένα κατόρθωνε να συλλαβίζει, όχι όμως και να γράφει, αυτό οφειλόταν στον ιερέα του χωριού, Οι γραμματοδιδάσκαλοι, οι οποίοι σπάνιζαν, αμείβονταν με μια σκάλα γης από, τον πατέρα του παιδιού, την οποία μπορούσε να καλλιεργήσει.

Το γυμνάσιο του Λευκονοίκου, που μέχρι το 1974 εξυπηρετούσε και τα γύρω χωριά στον τομέα της μέσης εκπαίδευσης ιδρύθηκε κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας ως ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, ιδρυμένο από τον Ανδρέα Λοϊζίδη, κι ονομαζόταν Ανώτερα Σχολή Λευκονοίκου αλλά και Εμπορική Σχολή Λευκονοίκου. Δύο χρόνια αργότερα η σχολή έγινε κοινοτική και αρχικά στεγάστηκε σε οίκημα της εκκλησίας Αρχαγγέλου, δίπλα από το νοσοκομείο του χωριού. Αργότερα κτίστηκε το κτίριο του γυμνασίου, επιβλητικό οικοδόμημα με προπύλαια.

Ένας από τους τομείς που οι κάτοικοι του Λευκονοίκου αποδείχθησαν πρωτοπόροι, ήταν ο συνεργατισμός. Στο Λευκόνοικο ιδρύθηκε η πρώτη Συνεργατική Εταιρεία (και τράπεζα) στην Κύπρο. Η ίδρυση της έγινε το 1909. Αστυνομικός σταθμός λειτούργησε από τις αρχές του αιώνα (γύρω στα 1905), ενώ το Λευκόνοικον υπήρξε και έδρα περιφερειακού δικαστηρίου, καθώς και άλλων υπηρεσιών (όπως ιατρικών και κτηνιατρικών).

Το 1939 το Λευκόνοικο ανακηρύχθηκε σε δήμο από τον τότε κυβερνήτη Πάλμερ και πρώτος δήμαρχος διορίστηκε ο Χρίστος Μιχαλόπουλος. Το 1943, όταν έγιναν οι πρώτες δημοτικές εκλογές μετά την εξέγερση του 1931, δήμαρχος εξελέγη ο Λουκάς Γρηγορίου. Το 1934 (18 Δεκέμβρη)το Λευκόνοικον είχε πλεγεί σοβαρά από πλημμύρας (βλέπε και φυλλάδια με τίτλο Ο Φοβερός Πλημμυρισμός του Λευκονοίκου, ποίημα υπό Γεώργη Γ. Καραγιάννη έκ Λευκονοίκου).

Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας το Λευκόνοικο έγινε επανειλημμένα χώρος αιματηρών γεγονότων. Η κοινότητα πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση του Οκτώβρη του 1931, κι είχε μάλιστα κι ένα νεκρό, τον 18χρόνο Χαράλαμπο Φιλή, που σκοτώθηκε στην Αμμόχωστο.

Στις 25 του Μάρτη του 1945, μέρα της εθνικής επετείου, οι αγγλικές αρχές διέλυσαν διαδήλωση της Αριστεράς στο Λευκόνοικον, με τρόπο βίαιο και με χρήση όπλων, με αποτέλεσμα τον θάνατο των Ανδρονίκου Mιχαήλ, Μιχάλη Κουρτέλλα και Αντρέα Εξηντάρη. Κατά τη διάρκεια του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα του 1955 -59 η κοινότητα του Λευκονοίκου μετείχε ενεργά.

Στις 11. 2 . 1957 σκοτώθηκε στο χωριό ο Κυριάκος Μπάκας, από βλήμα βόμβας που είχε ριφθεί κατά των Βρετανών. Οι Βρεττανοί σκότωσαν στο Λευκόνοικον τον τον Σάββα Ζάνου, 40 χρόνων, που είχε συλληφθεί ενώ έριχνε χειροβομβίδα εναντίον τους. Άλλος νεκρός Λευκονοιτζιάτης κατά την διάρκεια του αγώνα ήταν ο Θεόδωρος Αχιλλέως, 24 χρονών. Σκοτώθηκε από Τούρκους κοντά στην Κοντέα στις 10. 7. 1958. Τέλος, αναφέρουμε και την δολοφονία του αριστερού Σάββα Μένοικου, το 1958, από δεξιούς, στον περίβολο της εκκλησίας του Αρχαγγέλου.

Κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974, το Λευκόνοικο πλήρωσε μεγάλο τίμημα σε ανθρώπινες θυσίες. Συνολικά 14 Λευκονοιτζιάτες σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι 16 παραμένουν αγνοούμενοι.

Το χωριό κατελήφθη από τους Τούρκους κατά την δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής (Αύγουστο του 1974) και όλοι οι κάτοικοι του προσφυγοποήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές του νησιού.

Το 1975 μεταφέρθηκαν κι εγκαταστάθηκαν στο Λευκόνοικο Τουρκοκύπριοι από τις ελεύθερες περιοχές και κυρίως από την Kοφίνου, που έδωσαν στο χωριό την ονομασία Gecltkale. Η ονομασία αυτή εχρησιμοποιείτο από τους Τούρκους για το χωριό Κοφίνου. Λίγα αργότερα οι Τούρκοι μετονόμασαν το Λευκόνοικον σε Aksaray που σημαίνει λευκό παλάτι, ονομασία περίπου παρόμοια με την ελληνική. Στο Λευκόνοικον εγκαταστάθηκαν και έποικοι από την Τουρκία.

Tα τελευταία χρόνια οι Τούρκοι κατασκεύασαν στην περιοχή του Λευκονοίκου σύγχρονο αεροδρόμιο για στρατιωτικούς κυρίως σκοπούς.

Το αεροδρόμιο κατασκευάστηκε στα νότια του χωριού, στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου για τον οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω, μεταξύ των δρόμων Λευκονοίκου - Περιστερωπηγής και Λευκονοίκου - Γενάργων. Ολόκληρη η περιοχή στην οποία κατασκευάστηκε το αεροδρόμιο αυτό είναι απαγορευμένη ζώνη. Σύμφωνα προς τις υπάρχουσες πληροφορίες,ο δίαυλος του αεροδρομίου είναι μήκους 3.180 μέτρων και πλάτους 50 μέτρων. Ο πύργος ελέγχου είναι 8όροφος. Το αεροδρόμιο, άνκαι ανεφέρθη από τους Τούρκους ότι θα ήταν πολιτικό, ωστόσο δημιουργήθηκε με καθαρά στρατιωτικές προδιαγραφές και μάλιστα του ΝΑΤΟ.

Είναι δε εξοπλισμένο με εντελώς σύγχρονα μηχανήματα, ενώ υπάρχουν πληροφορίες ότι στην ίδια περιοχή κατασκευάστηκαν και υπόγεια έργα μεγάλων διαστάσεων, πιθανότατα κρύπτες και αποθήκες πολεμικού υλικού.

Πριν από την καταστροφή του 1974 το Λευκόνοικον είχε τρία αθλητικά σωματεία: την Ελευθερία, που ήταν και το αρχαιότερο, την Ανόρθωση (ιδρύθηκε από την ΑΤΕ - ΠΕΚ Λευκονοίκου) και την Ένωση Νέων Λευκονοίκου που είχε ιδρυθεί το 1971. Ο πρώτος γυμναστικός σύλλογος είχε ιδρυθεί στο χωριό το 1932, κι είχε αναπτύξει δραστηριότητες και πέραν του αθλητισμού, όπως η μουσική και το θέατρο. Σήμερα προσφυγοποιημένοι, οι κάτοικοι του Λευκονοίκου ίδρυσαν το Προσφυγικό Σωματείο «Λευκόνοικον» κι εκδίδουν ετήσιο ομώνυμο δελτίο.

Ιδιαίτερα γνωστό ήταν το Λευκόνοικο για τα περίφημα υφάσματα του, τα λευκονιτζιάτικα υφάσματα. Οι γυναίκες του Λευκονοίκου εξακολουθούν, σε πολύ μικρότερη όμως κλίμακα, να υφαίνουν και στην προσφυγιά, συνεχίζοντας μια τέχνη που διαμορφώθηκε και διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες.



Η αργυροχοΐα στην Κύπρο

του Mάριου Αθηαινίτη

Εκπαιδευτικού Οικοτεχνίας/Χειροτεχνίας Α΄τάξης

Η τέχνη της αργυροχοΐας στην Κύπρο ήταν γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια. Η κατεργασία των μετάλλων για την κατασκευή κοσμημάτων αναπτύχθηκε σε σπουδαία τέχνη κατά τη Mυκηναϊκή περίοδο. Αξιόλογα δείγματα κυπριακής αργυροχοΐας καλύπτουν την Κύπρο-Mηκηναϊκή, την Αρχαϊκή, την Κλασσική και την Ελληνιστική περίοδο. Έργα αξιόλογα που βρίσκονται στα διαφορα μουσεία και σε ιδιωτικές συλλογές παρουσιάζουν χαρακτηριστικά και τεχνικές που εφαρμόζονται στη νεότερη εποχή της κυπριακής αργυροχοΐας.

Αξιόλογα επίσης κοσμήματα, εκκλησιαστικά και οικιακά σκεύη βρέθηκαν στην Κύπρο από την Πρώτο-Χριστιανική περίοδο (έκτυπη και διάτρητη διακόσμηση με ένθετο σμάλτο). Γνωστοί ήταν και οι περίφημοι θησαυροί της Λάμπουσας που αποτελούν σπουδαία δείγματα της Πρωτοβυζαντινής τέχνης.

Στη νεότερη εποχή η κυπριακή αργυροχοΐα παρουσιάζει διάφορα αξιόλογα ασημένια κοσμήματα καθώς και εκκλησιαστικά σκεύη από τις συλλογές των εκκλησιαστικών μουσείων.

Περιδέραια με τριφουρένιο σταυρόΚατά το 17ο μέχρι το 19ο αιώνα η αργυροχοΐα βρισκόταν σε ακμή και η Λευκωσία ήταν το σημαντικότερο κέντρο της εργαστηριακής αργυροχοΐας, όμως αναπτύχθηκαν και άλλα περιφερειακά κέντρα όπως των Λευκάρων, του Λευκονοίκου και της Mηλιάς. Τα εργαστήρια των τεχνιτών της Λευκωσίας βρίσκονται στη γνωστή σε όλους "Οδό Χρυσοχόων" που οδηγούσε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην κατεχόμενη Λευκωσία, όπου πωλούσαν επιτόπου και την παραγωγή τους. Επίσης, οι ίδιοι οι τεχνίτες διέθεταν πολλά από τα είδη τους σε χωριά και μοναστήρια κατά τις μεγάλες γιορτές και σε τοπικά πανηγύρια.

Είδη αργυροχοΐας

Η νεότερη αργυροχοΐα διακρίνεται:

Στην εκκλησιαστική αργυροχοΐα που περιλαμβάνει εκκλησιαστικά σκεύη όπως καλύμματα ευαγγελίων και εικόνων, δισκοπότηρα, εξαπτέρυγα, καντήλια, θυμιατήρια, κηροπήγια για την Αγία Τράπεζα, λαμπάδες, λειψανοθήκες, πόρπες και ζώνες ιερέων, κ.ά.

Τριφουρένια σκουλαρίκια (μαππούρκα)Στην αστική αργυροχοΐα που αναπτύχθηκε κυρίως στις πόλεις και περιλαμβάνει χανάπια, γλυκοθήκες, κουταλάκια, καπνιστομέρρεχα και γυναικεία κοσμήματα. Τα πιο συνηθισμένα κοσμήματα ήταν οι σπλίγγες του μαντηλιού και του στήθους, αλυσίδες, σταυροί, πούκλες στολισμένες με σμάλτο ή χρωματιστές πέτρες, σκουλαρίκια και δακτυλίδια.

Οι αργυροχόοι χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές. Οι σημαντικότερες απ%26rsquo; αυτές είναι:

Περιδέραια με τριφουρένια διακόσμησηΕγχάρακτη: Τεχνική κατά την οποία η διακόσμηση πάνω στο ασήμι γίνεται με εργαλεία χαρακτικής (καλέμια).

Έκτυπη (πλουμιστή): Τεχνική που που βασίζεται στο κτύπημα της ασημένιας πλάκας πάνω στο αμόνι ή σε στρώμα πίσσας για να δημιουργηθεί το ανάγλυφο. Η διακόσμηση αυτή ονομάζεται φουσκωτή. Τις λεπτομέρειες της διακόσμησης (πλούμισμα) τις κάνουν μετά το κτύπημα στην πίσσα.

Διάτρητη (ξιγυριστή): Η παράσταση πάνω στην πλάκα κόβεται με το πριόνι (ξιγύρισμα) ώστε να φανεί καλύτερα η διακόσμηση. Mε διάτρητη τεχνική είναι διακοσμημένα διάφορα εκκλησιαστικά είδη, όπως καντήλια, θυμιατήρια, κ.ά.

Συρμάτινη (τριφουρένια): Το μέταλλο, συνήθως καθαρό ασήμι, περνιέται από το σύρτη (εργαλείο με πολλές τρύπες διαφορετικής διαμέτρου) αρκετές φορές για να σχηματιστεί σε σύρμα. Ο σκελετός κατασκευάζεται με χοντρό σύρμα ενώ για την ένθετη διακόσμηση χρησιμοποιείται λεπτό σύρμα που διαμορφώνεται σε διάφορα ελικωτά σχέδια. Οι τεχνίτες ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν την τεχνική αυτή σε συνδυασμό με το σμάλτο.

Χυτή: Στη μέθοδο αυτή χρησιμοποιούσαν καλούπια (στάμφες) για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. Στην τεχνική αυτή λιώνουν τα ασήμι και το χυτεύουν στα καλούπια.

Χυτή διάτρητη: Mε τη μέθοδο αυτή οι τεχνίτες παίρνουν το χυτό αντικείμενο και το ξιγυρίζουν με μικρό πριονάκι ώστε να είναι πιο εντυπωσιακό.

Η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού διατηρεί στενή συνεργασία με πολλά ιδιωτικά εργαστήρια αργυροχοΐας και έχει αναλάβει το ρόλο της έρευνας και μελέτης της παραδοσιακής αργυροχοΐας καθώς και την ανάπτυξη της σε σύγχρονη χειροτεχνία.

H ξυλογλυπτική στην Kύπρο

Aπό τα πανάρχαια χρόνια η Kύπρος ήταν γνωστή για τα δάση της που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το νησί. Ένεκα των πρώτων υλών, του ξύλου από τη μια και του χαλκού από την άλλη, υπήρξε πάντοτε τόπος έλξης για τους διάφορους γειτονικούς λαούς. Tο ξύλο ως πρώτη βασική ύλη, χρησίμευε για την κατασκευή καραβιών, γεωργικών και οικιακών εργαλείων, καθώς και ως οικοδομικό υλικό και μορφή ενέργειας.

Mε το πέρασμα των χρόνων ο άνθρωπος άρχισε να δημιουργεί με το ξύλο καλλιτεχνικά δημιουργήματα και έργα τέχνης, όπως ξύλινα αγάλματα για την απεικόνιση των θεών του ή άλλων μορφών. Kαι τούτο γιατί το ξύλο είναι ένα υλικό εύκολο στην ανάπλαση.

Xρωματιστό μπαούλο από το Mουσείο ΓεροσκήπουTο ξύλο στα χέρια των διαφόρων δημιουργών του, ανάλογα με την εποχή και ανάλογα με το ιδεολογικό υπόβαθρό τους, άρχισε να μετατρέπεται σε μέσο έκφρασης και να παίρνει διάφορες μορφές. Tα θέματα πάντοτε από τον περίγυρο του σκαλιστή-καλλιτέχνη. Tο ζωικό και το φυτικό βασίλειο με τον πλούτο τους έδιναν τα πρώτα ερεθίσματα στις ευαίσθητες ψυχές των πρώτων μαστόρων.

H αφαίρεση και ο συμβολισμός δίνουν διακοσμητικά στοιχεία που μαζί με γεωμετρικά σχήματα φτιάχνουν θαυμάσιες συνθέσεις. Tα βασικά σύμβολα στην κυπριακή ξυλογλυπτική είναι τα πουλιά (σύμβολο του καλού), τα κυπαρίσσια (σύμβολο της αθανασίας), οι μαργαρίτες, ροζέτττες (που συμβολίζουν τους κύκλους της ζωής), οι άγγελοι (που συμβολίζουν τους φύλακες, προστάτες), κ.ά.

H ξυλογλυπτική στην Kύπρο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες:-

α) Eκκλησιαστική

β) Kοσμική

Λεπτομέρεια από μπαούλοH εκκλησιαστική ξυλογλυπτική ανθεί κυρίως από το 16ο αιώνα όταν καθιερώνεται το ψηλό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Eδώ βλέπουμε τη δύναμη της έκφρασης στο ξύλο σε εικονοστάσια, προσκυνητάρια, δεσποτικούς θρόνους, άμβωνες, μανουάλια, γυναικωνίτες, σκάμνους, ξύλινα εξαπτέρυγα, πόρτες, παράθυρα σε μικρογλυπτική κ.ά.

H κοσμική ξυλογλυπτική χωρίζεται σε δυο κατηγορίες: την αστική και τη λαϊκή, ή αγροτική ξυλογλυπτική.

Στην αστική ξυλογλυπτική περιλαμβάνονται όλα τα ξυλόγλυπτα είδη επίπλων που χρησιμοποιήθηκαν από τους ανθρώπους των πόλεων όπως κονσόλες, ερμάρια, τραπέζια, καρέκλες, πουρό, κ.ά.

Tα χαρακτηριστικά στοιχεία της λαϊκής ή αγροτικής ξυλογλυπτικής είναι ο αυθορμητισμός και ο πηγαίος τρόπος έκφρασης, η έλλειψη αναλογιών, η αφέλεια. Σ%26rsquo; αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα σεντούκια, οι καρκόλες, οι καρέκλες, τα ερμάρια, οι σουβάντζες, οι καθρέφτες κ.ά.

Tα αντικείμενα αυτά, ανάλογα με την κοινωνική τάξη του ιδιοκτήτη και ανάλογα με την περιοχή, ποικίλουν σε πλούτο μοτίβων και συνθέσεων και σε ποιότητα υλικών. Tα βασικά είδη ξυλείας που χρησιμοποιούνται είναι ο πεύκος, η καρυδιά και το κυπαρίσσι.

Tεχνήτης - κατασκευαστής μπαούλουTο ξύλο χρησιμοποιείται επίσης για την κατασκευή γεωργικών και οικιακών εργαλείων όπως αλέτρια, άροτρα, βουκάνες, γουδιά, ζυγούς, γουπποσάνιδα, σκάφες, στρατούτια, φουρνόφτυαρα, αργαλειούς κ.ά.

Στην ξυλογλυπτική υπάρχουν διάφορες τεχνικές όσον αφορά τη διακόσμηση των διαφόρων μοτίβων:

α) Eσώγλυφη: H απλούστερη μορφή έκφρασης που αποδίδεται με άβαφες χαρακιές πάνω στην επίπεδη επιφάνεια του ξύλου.

β) Eξώγλυφη: Mε την τεχνική αυτή σκαλίζονται τα διάφορα διακοσμητικά μοτίβα και στη συνέχεια αφαιρείται το φόντο.

γ) Aνάγλυφη: Mε την τεχνική αυτή οι όγκοι των σχημάτων αποδίδονται με μειωμένη απεικόνιση του πραγματικού.

δ) Oλόγλυφη: Mε την τεχνική αυτή οι όγκοι των σχημάτων αποδίδονται ομοιόμορφα προς όλες τις διαστάσεις και με σμίκρυνση της πραγματικής κλίμακας.

Aπαραίτητα εργαλεία στα χέρια του ξυλογλύπτη είναι ο πάγκος, οι σφικτήρες, οι γωνιές, οι σημαδούρες, τα πριόνια, το ροκάνι, οι γλύφτες, οι δρούπιες, οι βέννες και το κοπάνι.

Mε τη βιομηχανική επανάσταση οι ρυθμοί ανάπτυξης άλλαξαν και τα καταναλωτικά αγαθά άρχισαν να μας βομβαρδίζουν καθημερινά. H μαζική παραγωγή των αγαθών μας κατακλύζει σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα καθετί που είναι μερικών χρόνων να είναι και παλιό και έξω από τη «γραμμή» και τη «μόδα».

Σήμερα μέσα σ%26rsquo; αυτό το κλίμα όπου καθετί το χειροποίητο είναι «ακριβό» και «ασύμφορο», η Yπηρεσία Kυπριακής Xειροτεχνίας του Yπουργείου Eμπορίου, Bιομηχανίας και Tουρισμού ανέλαβε την ευθύνη της αναβίωσης και της συντήρησής του χειροποίητου παραδοσιακού ξυλόγλυπτου που στην ουσία είναι η κληρονομιά που έφθασε μέσα από τους αιώνες στα χέρια μας.

Η παραδοσιακή αγγειοπλαστική της Kύπρου

του Ανδρέα Σκουτάρη Εκπαιδευτή Κεραμικής

Κατασκευή αγγείου. Αγγειοπλαστική ΚόρνουΗ αρχαία αγγειοπλαστική στην Κύπρο μας άφησε παρακαταθήκη εξαίρετης δουλειάς, που σήμερα τη ζηλεύουν και οι καλύτεροι αγγειοπλάστες. Υπάρχουν σημεία που διερωτάται κάποιος με ποιο τρόπο, με τι μέσα και με τι υλικά έχουν γίνει αυτά τα αριστουργήματα.

Τα ευρήματα αγγείων από τους προϊστορικούς χρόνους, ήταν το κύριο ιστορικό μέσο που βοηθά να προσδιορίσουμε τις περιόδους της ανθρώπινης πνευματικής εξέλιξης και προόδου.

Aγγείο με πουλιά από το ΦοινίΤο νησί αυτό, σταυροδρόμι πολλών πολιτισμών, δεν ήταν μόνο κέντρο εμπορίου της Ανατολικής Mεσογείου αλλά και τόπος παραγωγής τέτοιων προϊόντων με μεγάλη φήμη και ζήτηση. Η ποικιλία των σχημάτων, η διακόσμηση των αγγείων, η τεχνοτροπία και οι φόρμες φανερώνουν τον πλούτο και την ανάπτυξη της τέχνης αυτής.

Κατά τη μεσαιωνική περίοδο γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση. Παράγει εφυαλωμένα αγγεία που όχι μόνο ικανοποιούν τις ντόπιες ανάγκες αλλά φθάνουν και στις απέναντι γειτονικές χώρες της Mέσης Ανατολής.

Στα νεότερα χρόνια η αγγειοπλαστική έχει περιοριστεί σε ορισμένα κέντρα παραγωγής. Τέτοια είναι η Λάπηθος, το Βαρώσι, το Φοινί, ο Κόρνος, ο Άγιος Δημήτριος, τα Καμινάρια.

Παραδοσιακή αγγειοπλαστική Λαπήθου

Aγγειοπλαστική ΦοινιούΑπό τα πανάρχαια χρόνια η αγγειοπλαστική στην Κερύνεια ανθούσε πραγματικά. Ευρήματα της Λάμπουσας φέρουν στο φως βυζαντινούς θησαυρούς στην περιοχή. Από πρόσφατα αρχαιολογική ευρήματα στα χωριά Λέμπα, Έγκωμη και Λάπηθο αποδεικνύονται κέντρα εφυαλωμένων αγγείων που βρίσκονται μέσα στην παράδοση της βυζαντινής κεραμικής.

Παρουσιάζουν κοινά με αυτή χαρακτηριστικά, ωστόσο διαμορφώνουν τοπικά γνωρίσματα σε συνάρτηση με τη θέση του νησιού και τις σχέσεις με τη μεσαιωνική κεραμική. Τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα είναι ακόμη εδώ, τα συναντά κανείς σε αγγεία και μαρτυρούν τη συνέχιση της βυζαντινής επίδρασης στον τόπο μας.

Η τουρκική κατάληψη του νησιού για 3 ολόκληρους αιώνες φαίνεται ότι δεν επηρέασε τους τεχνίτες οι οποίοι μένουν πιστοί στη βυζαντινή τεχνοτροπία. Χαρακτηριστικό της, η κατασκευή αγγείων σε ποδοκίνητο τροχό. Η επάλειψη στη συνέχεια του αγγείου με λευκό ή άλλο επίχρισμα το γνωστό «πατανά», ή γραπτή, πιτσιλιστή ή εγχάρακτη διακόσμησή τους και επάλειψη τους με ένα διαφανές υάλωμα, είναι η τεχνική που κατάφερε να επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας που αποτελεί είδος της σημερινής κεραμικής της Λαπήθου.

Τη δεκαετία του 1920, με τον ερχομό Ελλήνων τεχνιτών προσφύγων από τη Mικρά Ασία, η αγγειοπλαστική μπαίνει σε μια νέα γραμμή, άγνωστη μέχρι τότε, που δίνει πολυχρωμία και νέο ενδιαφέρον. Οι αγγγειοπλάστες αρχίζουν να χρησιμοποιούν επιπρόσθετες τεχνικές που τους δίδαξαν οι νεοερχόμενοι πρόσφυγες.

Χρησιμοποιούν υλικά της περιοχής για την ετοιμασία του πηλού, του «πατανά» και του υαλώματος. Τον πηλό τον έφτιαχναν με χώμα που έπαιρναν από το «Λαϊνά», περιοχή της Λαπήθου, μαζί με κόκκινο χώμα που έπαιρναν από τη Mύρτου και μαύρο «κόννον» από τη Βασίλεια ή το Κάρμι. Χώμα για τον «πατανά» έπαιρναν από τον Άγιο Χρυσόστομο κοντά στην Κυθρέα. Mεταγενέστερα εισαγόταν από την Ελλάδα.

Mετά το πρώτο ψήσιμο, για τα γνωστά παραδοσιακά Λαπηθιώτικα, έσταζαν πάνω στον «πατανά» πρασινωπή αλειφή στα αγγεία σε διάφορα μέρη, στην καθ%26rsquo; ομιλουμένη πιτσιλιές και ύστερα τα επάλειφαν ολόκληρα με διαφανές υάλωμα.

Πήλινα αγγεία «λαπηθιώτικου» τύπουΣε μεταγενέστερα χρόνια έφτιαχναν στη Λάπηθο τα πολύ γνωστά πολύχρωμα γατάκια με τη χρήση πατητού καλουπιού. Πάνω από την πολύχρωμη διακόσμηση, τα γατάκια επαλείφονταν με υάλωμα το οποίο έφτιαχναν με σκόνη από 2 μέρη μόλυβδο και 1 μέρος «αθκιακόπετρα» (πυριτόλιθο).

Mε το μολυβδούχο αυτό παρασκεύασμα, επάλειφαν τους κουρελούς καθώς επίσης και τις «πινιάδες» όπου μαγείρευαν τα διάφορα φαγητά πάνω στη φωτιά με τα ξύλα. Το ψήσιμο των αγγείων γινόταν παλαιότερα σε καμίνια με καυσόξυλα. Mεταγενέστερα, εισάχθηκαν καμίνια ηλεκτρισμού και υγραερίου.

Οι εκτοπισμένοι αγγειοπλάστες της Κερύνειας έχουν επαναδραστηριοποιηθεί στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου όπου συνεχίζουν την παράδοση ακολουθώντας τις ανάγκες της εποχής.

Παραδοσιακά πορώδη αγγεία με κόκκινο πηλό

O Aγγειοπλάστης AριστοφάνηςΑυτά τα αγγεία γίνονται στον Κόρνο, το Φοινί, τον Άγιο Δημήτριο και τα Καμινάρια. Οι τεχνίτες που ασχολούνται για την παραγωγή των κόκκινων αγγείων, παίρνουν συνήθως το χώμα για την ετοιμασία του πηλού που χρησιμοποιούν από τις τριγύρω περιοχές. Κοιτάζουν πάντοτε για χώμα, που από μόνο του και δίχως να χρειάζεται να ενωθεί με άλλα υλικά, να είναι κατάλληλο για την παραγωγή κεραμικών δίχως απώλειες.

Ουσιαστικά το τρόπος παραγωγής της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής των πιο πάνω χωριών είναι ο ίδιος. Αρχίζει με τη μεταφορά του χώματος από τους πλησίον των χωριών τόπους ανόρυξης και την ετοιμασία του πηλού με μηχανικά ή άλλα μέσα.

Η κατασκευή των αγγείων γίνεται πάνω σε μικρό τροχό που άλλοτε τον γυρίζουν με το χέρι ή το πόδι ανάλογα με την περίπτωση.

Ο τρόπος κατασκευής των αγγείων είναι με τη χρήση του «μακαρονιού» (κουλουριού). Όταν τα αγγεία αποκτήσουν κάποιο βάρος και ύψος, τα περιτυλίγουν με σπάγκο ή λουριά από ρούχο για να μην ανοίξουν στα πλευρά μέχρι να στερεωθούν.

Την επόμενη μέρα ξύνουν το κάτω μέρος, αφαιρώντας αρκετό από το πάχος του αγγείου και στη συνέχεια το τρίβουν με το μάλιστρο (ξύλο από αρωδάφνη) για να γυαλίσει. Το σκουπίζουν με βρεγμένο πανί για να γυαλίσει και το βάζουν κάπου, μακριά από ρεύματα αέρα και από τον ήλιο για να στεγνώσει. Τέλος ψήνουν τα αγγεία σε καμίνια με καυσόξυλα.

Η παραδοσιακή αγγειοπλαστική της Αμμοχώστου

Η αγγειοπλαστική της περιοχής Αμμοχώστου περιλάμβανε κυρίως τα άσπρα αγγεία που παράγονταν από πολύ παλιά. Διασώθηκε με τη μεταβίβαση της τέχνης από γενιά σε γενιά και από πατέρα σε παιδί.

Πιτσιλιστά αγγεία ΛαπήθουΤο χώμα που χρησιμοποιούσαν στην Αμμόχωστο το μετέφεραν από τις γύρω περιοχές της Έγκωμης και της Δερύνειας. Για να κατασκευάσουν το πηλό αναμίγνυαν το χώμα με κάποια αναλογία, έτσι που να επιτυγχάνεται το ποθητό χρώμα του πηλού.

Για να δώσει κίνηση ο αγγειοπλάστης κλωτσούσε πάνω στην επιφάνεια του τροχού και του έδινε κάποια ταχύτητα για να μπορεί να κατασκευάσει το αγγείο που ήθελε. Κατασκεύαζαν κυρίως κούζες του νερού, καπνιστήρια, κουμπαράδες, σωλήνες για αποχετεύσεις και επίσης διάφορες μορφές διακοσμητικών αγγείων. Τα αγγεία τα έψηναν σε καμίνι χρησιμοποιώντας ξύλα.

Οι εκτοπισμένοι αγγειοπλάστες της Αμμοχώστου έχουν επαναδραστηριοποιηθεί στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.

Το ρόλο της μελέτης, διάσωσης και προβολής της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής για την ανάπτυξη της σε σύγχρονη χειροτεχνία, έχει αναλάβει η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

Παραδοσιακή καλαθοπλεκτική ψαθοπλεκτική

Tης Nίτσας Θεοδοσίου, Eκπαιδεύτριας Xειροτεχνίας

Η καλαθοπλεκτική ως απλή τέχνη είναι ένας από τους παλαιότερους κλάδους της χειροτεχνίας που όχι μόνο δεν αλλοιώθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου αλλά χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.

Παρακολουθώντας σήμερα έναν καλαθοπλέκτη να εργάζεται μπορούμε να γυρίσουμε με τη σκέψη μας, εκατοντάδες χρόνια πίσω και να διαπιστώσουμε ότι, ο πανάρχαιος πρόγονός του, δημιουργούσε με την ίδια τεχνική.

Το καλάθι και το ψάθινο ήταν η προσφορά του ανθρώπου στην εθνική του κουλτούρα από τα πανάρχαια χρόνια, μέχρι και τη νεολιθική εποχή ακόμη. Μερικές από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για παράδειγμα στην Αίγυπτο πριν 5.000 χρόνια χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα σε διάφορες χώρες.

Πλούσια η κυπριακή φύση, δίνει τις πρώτες ύλες. Λίγα είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο καλαθοπλέκτης για να φτιάξει την τεράστια ποικιλία καλαθιών σε διάφορα σχήματα και μεγέθη προσαρμόζοντάς τα ανάλογα με τις διάφορες ανάγκες του ανθρώπου δίνει τις φυσικές αποχρώσεις στο χειροτέχνημα που διαφέρει ανάλογα με την καλλιτεχνική διάθεση του κατασκευαστή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις το υλικό βάφεται με έντονα χρώματα (φυτιά στο παρελθόν, χημικά σήμερα). Οι ανάγκες της συλλογής και μεταφοράς της τροφής, των πατατών, σταφυλιών, ελιών, φρούτων κ.ά. οδήγησε τον άνθρωπο να δημιουργήσει, να μπλέξει με τα υλικά της φύσης αντικείμενα προσαρμοσμένα σ' αυτές. Χρησιμοποιούσαν επίσης, τα ψάθινα για τις οροφές καλυβών, για επιπλώσεις, για για το φύλαγμα διαφόρων αγαθών, για το μαγείρεμα κ.ά.

H καλαθοπλεκτική είναι κυρίως εργασίας που γίνεται με το χέρι. Tο μπλέξιμο διαφόρων υλικών γίνεται μόνο με το χέρι - δεν μπορεί να γίνει με μηχανή. Οι παραλλαγές στο μπλέξιμο με διάφορα υλικά και χρώματα κάνουν τα ψάθινα όμορφα.

Μέχρι πρόσφατα η κατασκευή καλαθιών στις αγροτικές περιοχές ήταν μια τέχνη που την γνώριζαν σχεδόν όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Η γνώση της τέχνης της καλαθοπλεκτικής ήταν απαραίτητη. Τα καλάθια συνήθως κατασκευάζονταν για πρακτικές καθημερινές ανάγκες. Τα διάφορα μεγέθη, σχήματα και μπλέξεις καθορίζονταν ανάλογα με τη χρήση του αντικειμένου.

Στην Κύπρο υπάρχουν διάφορα υλικά καλαθοπλεκτικής / ψαθοπλεκτικής που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται όπως και στο παρελθόν. Τα περισσότερα βρίσκονται κοντά σε ποταμούς ή τρεχούμενα νερά. Απ' όλα τα υλικά εκείνο που βρίσκει κανείς εύκολα είναι το καλάμι. Είναι, επίσης, εύκολο στη χρήση του γιατί όταν φουσκώσει μαλακώνει και μπλέκεται εύκολα. Το πιο σημαντικό είναι ότι το βρίσκει κανείς σε διάφορα μεγέθη.

Είδη καλαθοπλεκτικής φτιαγμένα με καλάμι κατασκευάστηκαν σε διάφορα χωριά της Κύπρου όπως το Λιοπέτρι, οι Τρούλλοι και η Μεσόγη. Τα είδη αυτά τα χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά των πατατών και άλλων γεωργικών προϊόντων. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν μαζί με το καλάμι και βέργες από διάφορους θάμνους και δέντρα όπως η τριμιθιά, η συκαμιά, η αγνιά, η αγροελιά κ.ά. Σε ορισμένα χωριά της Λαόνας όπως η Κρήτου Τέρρα χρησιμοποιούσαν μόνο τις βέργες αυτές για να φτιάξουν διαφόρων ειδών καλάθες ή για να ντύσουν λαμιντζάνες . Οι καλάθες χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη μεταφορά των σταφυλιών και λαμιντζάνες για την αποθήκευση ελαιολάδου, κρασιού και ζιβανίας που αφθονούσαν στα χωριά αυτά.

Εκτός από το καλάμι άλλα υλικά που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα, όπως και στο παρελθόν, είναι οι βρούλλοι, το σαμάτζι, οι βελονιές, το φλούδι και τα σκλινίτζια. Τα υλικά αυτά χρησιμοποιούνταν κυρίως στους Τρούλλους και στο χωριό Ακρωτήρι της Λεμεσού που είναι σήμερα και ο μόνος τόπος παραγωγής τους. Με τα υλικά αυτά φτιάχνουν μέχρι σήμερα διάφορα αντικείμενα για τη μεταφορά και φύλαξη των προϊόντων τους, όπως τους διπλούς φάρτους που τοποθετούσαν πάνω στα γαϊδούρια για τη μεταφορά του αλατιού από τις αλυκές, τους φάρτους που κρεμμούσαν στον ώμο για τη σπορά, τους κροκολιούς για τη μεταφορά των ελιών και άλλου φαγητού για το μεσημεριανό τους, τις ταπατζιές για την τοποθέτηση και φύλαξη των ψωμιών κ.ά.

Έφτιαχναν επίσης ψαθιά που τοποθετούσαν κάτω από το στρώμα των κρεβατιών ή στο πάτωμα, ταλλάρια για το στράγγισμα της μυζήθρας και πληθώρα άλλων αντικειμένων.

Άλλα υλικά που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική/ψαθοπλεκτική είναι η φοινιτζιά και οι ποκαλαμιές. Η τεχνική με τα υλικά αυτά ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη Μεσαορία, Καρπασία και στα χωριά της Πάφου όπου έφτιαχναν τους τσέστους, τα πανέρια και τα διάφορα διακοσμητικά με τις ποκαλάμες.

Στις περιοχές Μεσαορίας και Βαρωσιού για να πετύχουν πολύχρωμους τσέστους έβαφαν τις ποκαλάμες, ενώ στην περιοχή της Πάφου χρησιμοποιούσαν χρωματιστά ρουχαλάκια για να τους δώσουν χρώμα. Οι τσέστοι χρησιμοποιούνταν στο σπίτι για το κόψιμο του φιδέ και του τραχανά, για τη φύλαξη των φλαούνων και ακόμη για την τοποθέτηση των κουλουριών, των προσκλητηρίων των γάμων ή για την τοποθέτηση των προικιών της νύφης που τα χόρευαν μέσα σε τσέστους.

Με τη γρήγορη ανάπτυξη της τεχνολογίας και του βιομηχανικού τομέα άρχισαν να κατακλύζουν την αγορά, σε πολύ χαμηλές τιμές, απομιμήσεις ψάθινων αντικειμένων από πλαστικό ή άλλα συνθετικά υλικά.

Σήμερα η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ανέλαβε την ευθύνη αναβίωσης, διαφύλαξης και συνέχισης του χειροποίητου παραδοσιακού καλαθιού και ψάθινου, με τη δημιουργία νέων λειτουργικών αντικειμένων, χρησιμοποιώντας όλα τα υλικά της φύσης και διατηρώντας έτσι ζωντανή την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Το φυθκιώτικο υφαντό

Της Τζούλιας Αστραίου Χρυστοφόρου Λειτουργού Οικοτεχνίας - Χειροτεχνίας

H προέλευση του φυθκιώτικου χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία του νησιού. Γεωμετρικά σχήματα παρόμοια με τα φυθκιώτικα χρησιμοποιήθηκαν από την αρχαιότητα όπως φαίνεται σε αγγεία της Γεωμετρικής Περιόδου.

Η υφαντική γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στα βυζαντινά χρόνια και την εποχή των Ενετών και Λουζινιανών, όταν κυπριακά πολύτιμα μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα ήταν ονομαστά για την ψηλή τους ποιότητα και εξάγονταν στην Ευρώπη.

Το φυθκιώτικο είναι το πιο γνωστό είδος κυπριακού υφαντού. Το όνομά του προέρχεται από το χωριό Φύτη που φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή του.

Το δουλάπι και η ανέμη είναι απαραίτητα για το μασούρισμα (το τύλιγμα κλωστής στα μασούρια που χρησιμοποιούνται μέσα στα μακούτζια για το υφάδι ή "φάμα%26quot;)Tα φυθκιώτικα υφαντά χαρακτηρίζονται από πολύχρωμες γεωμετρικές ανάγλυφες διακοσμήσεις ή πλουμιά, όπως ονομάζονται από τις υφάντριες, που σχηματίζονται σε βαμβακερό ύφασμα φυσικού χρώματος. Τα πλουμιά έχουν κυρίως τα έντονα βασικά χρώματα: μπλε, κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί και κίτρινο%3f σχηματίζονται την ώρα της ύφανσης, χρησιμοποιώντας χρωματιστές κλωστές, τα "φιτίλια", που τοποθετούνται από την υφάντρια ανάμεσα στις κλωστές του σίρματος ή στιμονιού.

Το πιο κοινό είδος με φυθκιώτικες διακοσμήσεις ήταν οι μαντηλιές σε στενόμακρο σχήμα, κα-θώς και μεγαλύτερα μεγέθη όπως σκεπάσματα κρεβατιού και τραπεζομάντηλα.

Στα σχήματα των πλουμιών κυριαρχεί ο ρόμβος και διάφορες παραλλαγές του και σχηματίζονται σε σειρές παράλληλα με τις στενές πλευρές του υφαντού. Οι ονομασίες τους συνήθως είναι περιγραφικές από αντικείμενα της καθημερινής ζωής όπως "το μαυρομματί", "το πλουμί της παπούτσας του δασκάλου", "το κατσουναρωτό", "το ποξαματούι" και "οι σφοντζελιές".

Τα χρωματιστά "φιτίλια%26quot; τοποθετούνται με τα δάκτυλα ανάμεσα στις κλωστές του στιμονιού ή "σίρματος%26quot;Τα μεγάλα πλουμιά χωρίζονται από παράλληλες σειρές στενών σχεδίων όπως "η καμαρούα" και "το ψαροκοκκαλούϊ%26rsquo;%26rsquo;. Προς το κέντρο της μαντηλιάς σχηματίζονται ελεύθερα, ανεξάρτητα, γραμμικά πλουμιά όπως "οι φοινιτζιές" και "οι κορούες" που εισχωρούν όμορφα μέσα στο ουδέτερο φόντο της μαντηλιάς, η οποία συνήθως έχει το φυσικό χρώμα του βαμβακιού ή του μεταξιού. Στο κέντρο σχηματιζόταν ένας συμβολικός πλούσια διακοσμημένος σταυρός που συχνά διακλαδωνόταν σε ολόκληρη την κεντρική επιφάνεια της μαντηλιάς.

Οι μαντηλιές συμπληρώνονταν γύρω-γύρω με φλοκκούδκια ή με πρόσθετη λωρίδα κροσιέ.

Τα φυθκιώτικα κατασκευάζονταν κυρίως στο χωριό Φύτη και στα γειτονικά χωριά αλλά και σε άλλες περιοχές της επαρχίας Πάφου όπως στο Γουδί, στο Στατό και στη Λυσό. Κατασκευάζονταν όμως και στην Καρπασία και χρησιμοποιούνταν για να διακοσμήσουν το κάτω μέρος των βρακιών της γυναικείας Καρπασίτικης ενδυμασίας. Αυτά τα πλουμιά ονομάζονταν "πευκωτά" και ήταν πυκνά και πλούσια στην εμφάνισή τους.

Φυθκιώτικη μαντηλιά με πλουμιά στις άκριες των στενών πλευρών, κεντρικό σταυρό και τέλειωμα κροσιέ στις άκριεςΣήμερα τα φυθκιώτικα κατασκευάζονται σε μικρή κλίμακα στην επαρχία Πάφου και κυρίως στο χωριό Φύτη. Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της Υπηρεσίας Κυπριακής Χειροτεχνίας που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή είναι η μελέτη, διατήρηση και συνέχιση της παραδοσιακής χειροτεχνίας. Έτσι δημιουργήθηκαν νέα λειτουργικά σχέδια, βασισμένα στα παραδοσιακά, και δόθηκαν ευκαιρίες αποσχόλησης "με το κομμάτι" σε υφάντριες που ασχολούνταν ήδη με το φυθκιώτικο%3f παράλληλα εκπαιδεύτηκαν στο φυθκιώτικο υφαντό νέες εκτοπισμένες υφάντριες .

Τα φυθκιώτικα αποτελούσαν μέρος της προίκας των νεαρών κοπέλλων και ήταν απαραίτητο εφόδιο για τη μετέπειτα ζωή τους. Παράλληλα αποτελούσαν ένα από τα λιγοστά μέσα έκφρασης για το έμφυτο γούστο και τη δεξιοτεχνία τους.

Η Θαλάσσια Ζωή της Κύπρου

του Ανδρέα Δημητρόπουλου



Η Τηθύς, η αρχαία Μεσόγειος, αποξηράνθηκε όταν η Αφρικανική Πλάκα συγκρούστηκε με την Ευρωπαϊκή Πλάκα πριν από 6,5 εκατομμύρια χρόνια στις τότε τε-κτονικές κινήσεις του φλοιού της γης, κάνοντας τη Μεσόγειο μια τεράστια κλειστή λίμνη, η εξάτμιση της οποίας ήταν πιο μεγάλη από την εισροή γλυκού νερού σε αυτή.
Η Μεσόγειος όπως την ξέρουμε σήμερα δημιουργήθηκε πριν από 5,3 εκατομμύρια χρόνια. Κινήσεις του φλοιού της γης άνοιξαν τότε τα στενά του Γιβραλτάρ ενώνοντας τον Ατλαντικό με τη λεκάνη της Μεσογείου, μια ξηρή λεκάνη, ο βυθός της οποίας ήταν 2-3 χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια του Ατλαντικού. Υπολογίζεται ότι χρειάστηκαν δεκαετίες για να γεμίσει η λεκάνη αυτή και να δημιουργηθεί η Μεσόγειος. Μερικά υψώματα στο βυθό της λεκάνης αυτής δημιούργησαν τα σημερινά μεγάλα νησιά της, όχι βέβαια όπως τα ξέρουμε σήμερα, γιατί συνεχίστηκαν οι κινήσεις του φλοιού της γης που, σε πολλές περιπτώσεις όπως της Κύπρου, επέφεραν την ανύψωση τους.
Το νερό που γέμισε τη Μεσόγειο έφερε μαζί του και θαλάσσιους οργανισμούς από τον Ατλαντικό. Τα στενά του Γιβραλτάρ, μέχρι το άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ, ήταν το μόνο σημείο επικοινωνίας της Μεσογείου με τους άλλους ωκεανούς.
Μέσω των στενών αυτών συνέχισαν και συνεχίζουν να εισέρχονται στη Μεσόγειο νέα ζώα και φυτά. Η εξάτμιση τότε, όπως και τώρα, ήταν μεγαλύτερη από την εισροή γλυκού νερού στη Μεσόγειο. Αυτό δημιουργεί ένα συνεχές ρεύμα που εισέρχεται στη Μεσόγειο από τα επιφανειακά στρώματα των στενών βοηθώντας έτσι την εισροή θα-λάσσιων οργανισμών στη σχετικά νέα αυτή θάλασσα.
Η Μεσόγειος παίρνει τις θρεπτικές της ουσίες κυρίως από τα επιφανειακά στρώ-ματα του Κεντρικού Ατλαντικού τα οποία δεν είναι και πολύ πλούσια. Τα ρεύματα που εισέρχονται στη Μεσόγειο ακολουθούν τη βόρεια ακτή της Αφρικής κυρίως, με διά-φορα παρακλάδια φυσικά, και φτάνουν στην Ανατολική Μεσόγειο όπου τα νερά κυ-κλοφορούν με αντίστροφη φορά (anticlockwise) γύρω από την Κύπρο. Η περιεκτικότητα του νερού αυτού σε θρεπτικές ουσίες μειώνεται συνέχεια καθ' οδόν προς τα ανατολικά διότι οι ουσίες αυτές εισέρχονται σε διάφορους κύκλους ζωής και τελικά βυθίζονται. Αποτέλεσμα τούτου είναι το ότι όσο πιο ανατολικά προχωρείς στη Μεσόγειο τόσο φτωχότερη γίνεται η θάλασσα. Φτωχότερη και πιο γαλάζια.
Στην πορεία του προς την Ανατολική Μεσόγειο το νερό δεν γίνεται μόνο φτω-χότερο αλλά και πιο ζεστό και αλμυρότερο με την εξάτμιση. Στην περιοχή νοτιοδυτικά της Κύπρου το νερό αυτό, το χειμώνα, βυθίζεται στα βαθύτερα στρώματα της Με-σογείου και κινείται δυτικά βγαίνοντας τελικά από τη Μεσόγειο μέσω των κατώτερων στρωμάτων των στενών του Γιβραλτάρ. Το μεσογειακό αυτό νερό, όπως λέγεται, είναι σχετικά ζεστό, αλμυρό και φτωχό.
Για να γίνει πλήρης αλλαγή του νερού της Μεσογείου χρειάζονται περίπου 100 χρό-νια. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το κυκλοφορικό σύστημα της Μεσογείου δεν επιτρέπει στα αντικείμενα που επιπλέουν π.χ. σακούλια, νάιλον, πλαστικά είδη και κατράδες να βγουν από τη Μεσόγειο. Οι ποταμοί φέρνουν επίσης στη Μεσόγειο μια ποσότητα θρεπτικών αλάτων, αλλά η επίδραση τους είναι μικρής κλίμακας και τοπική. Η εισροή γλυκού νερού στη Μεσόγειο βέβαια μειώνεται από χρόνο σε χρόνο με την κατασκευή νέων φραγμάτων. Πρέπει να τονιστεί ότι η επίδραση των ποταμών στην πα-ραγωγικότητα της Μεσογείου γενικά είναι μικρή, αν και ίσως τοπικά σημαντική.
Μέσα στις γενικές αυτές γραμμές μπορούμε να δούμε τώρα τη θάλασσα της Κύ-πρου. Η παραγωγικότητα της είναι περίπου η ίδια με της υπόλοιπης Ανατολικής Με-σογείου. Η θερμοκρασία της θάλασσας μας κυμαίνεται μεταξύ των 15°0 το χειμώνα και των 28°0 το καλοκαίρι, σε όλες τις περιοχές της Κύπρου, με εξαίρεση την περιοχή της Πέτρας του Ρωμιού, όπου το καλοκαίρι η θερμοκρασία είναι 4-5°0 πιο χαμηλή από τις άλλες περιοχές. Εδώ ρεύματα φέρνουν στην επιφάνεια κρύο νερό από τα βαθύτερα στρώματα της θάλασσας.
Η Μεσόγειος, λόγω του τρόπου δημιουργίας της και των ιδιαίτερων υδρογραφικών συνθηκών που επικρατούν σ' αυτήν, παρουσιάζει ειδική πανίδα και χλωρίδα. Χα-ρακτηριστικό της θαλάσσιας ζωής της περιοχής είναι η μεγάλη ποικιλία οργανισμών, ορισμένων οικογενειών τουλάχιστο. Η αλιεία στην Κύπρο π.Χ. βασίζεται σε μια πολύ μεγάλη ποικιλία ψαριών, η οποία υπερβαίνει τα 50 είδη σε σύγκριση με 12-15 είδη που κυριαρχούν στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η πρώτη θαλάσσια ζωή της Μεσογείου προήλθε από τον Ατ-λαντικό αλλά η σχετική απομόνωση της από τον ωκεανό αυτό κατά τα τελευταία 5 πε-ρίπου εκατομμύρια χρόνια είχε αποτέλεσμα την εξέλιξη διάφορων ενδημικών ειδών, ειδών δηλαδή που μόνο στη Μεσόγειο ζουν, όπως διάφορα είδη ψαριών και μαλακίων καθώς και θαλάσσιων θηλαστικών, π.χ. η μεσογειακή φώκια. Έχουν επίσης δη-μιουργηθεί και μεμονωμένοι πληθυσμοί όπως της πράσινης χελώνας.
Η θαλάσσια ζωή της Κύπρου για τα τελευταία 5 περίπου εκατομμύρια χρόνια βρί-σκεται σε κάποιο είδος ισορροπίας ακολουθώντας τους νόμους της φύσης και της εξέ-λιξης.
Για τον υποβρύχιο επισκέπτη η πρώτη εντύπωση είναι ότι η πανίδα στα ξέβαθα νερά είναι φτωχή. Και όμως εδώ υπάρχουν πολλά ζώα καμουφλαρισμένα ή κρυμμένα στην άμμο, όπως αρκετά είδη αχινών της άμμου, διάφορα είδη αστερία, καθώς και είδη ψα-ριών όπως οι γλώσσες, οι σκαρμοί, τα χελιδονόψαρα και άλλα.
Σε ξέβαθες βραχώδεις θαλάσσιες περιοχές αφθονούν οι αχινοί που βόσκουν πάνω σε φύκια στην επιφάνεια των βράχων. Τα κοινά ψάρια εδώ είναι οι πέρκες, οι γύλοι, οι χειλούδες, οι χαρατζίδες και οι σκάροι. Κοντά στους βράχους μικρές ομάδες παρπουνιών ανακατεύουν την άμμο για να βρουν μικροσκοπικές γαρίδες.
Λίγο βαθύτερα, κάτω από 8-10 μέτρα, αρχίζουν «λιβάδια» από ποσειδώνιες (Posidonia oceanica)παρουσιάζοντας ένα πολύ χαρακτηριστικό μεσογειακό υποβρύχιο τοπίο. Η ποσειδώνια δεν είναι είδος φυκιού αλλά φυτό που εξελίχθηκε στην ξηρά και έχει προσαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία στη θάλασσα. Αυτά τα φυτά βγάζουν λου-λούδια, αν και όχι πολύ εντυπωσιακά. Σ' αυτά τα «λιβάδια», που σε ορισμένες περιοχές είναι εκτεταμένα, η θαλάσσια ζωή είναι πλούσια, με διάφορα είδη ψαριών και με πολ-λούς άλλους οργανισμούς. Τα «λιβάδια» ποσειδώνιας είναι σημαντικό μέρος του με-σογειακού θαλάσσιου οικοσυστήματος, ειδικά ως αναπαραγωγικοί χώροι για πολλά ψάρια και άλλα είδη θαλάσσιων οργανισμών.
Λίγο πιο βαθιά, συνήθως γύρω στα 15 μέτρα σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς αρ-χίζει την εμφάνιση του ένα άλλο είδος φυτού, η Caulerpa prolifera, ένα χαρακτηριστικό μικρό φύκι. Στα πολύ εκτεταμένα πεδία της Caulerpa βρίσκονται τα μεγαλύτερα δίθυρα όστρακα της Μεσογείου, οι πίννες (Pinna nobilis).

Χωρίς αμφιβολία, όμως, οι πιο πλούσιες υποβρύχιες περιοχές είναι αυτές των βα-θιών υφάλων κάτω από τα 25-30 μέτρα. Οι υποβρύχιοι λόφοι και κρημνοί με σπηλιές και φαράγγια είναι θεαματικοί. Ο ίδιος ο βράχος είναι αόρατος, καλυμμένος από ζώα και φυτά διαφόρων αποχρώσεων και μορφών.

Στις ρωγμές και τις σπηλιές των υφάλων αυτών αποικίες κατάλευκων και κόκκινων πολύχαιτων της θάλασσας διεκδικούν το χώρο από τα πολύχρωμα σφουγγάρια. Τα σφουγγάρια κυριαρχούν εδώ, οι φωτεινές, σχεδόν φωσφορίζουσες, πορτοκαλιές αξινέλλες μπορούν να φτάσουν το ύψος του ενός μέτρου, μερικές ψηλές και ίσιες, άλλες δημιουργώντας παράξενα σχήματα. Πάνω σε βυσσινιά-καφέ σφουγγάρια ζουν οι-κογένειες μαλακίων (Οπισθοβράγχια) με άσπρες και καστανές βούλες. Ροζ θαλάσσιοι γυμνοσαλίγκαροι (Nudibranchia) τρέφονται με αποικίες μικροσκοπικών υδροειδών. Στις ρωγμές και στις σπηλιές ζουν διάφορα είδη ψαριών όπως ρώσοι, σιακοί και οι μικροί κόκκινοι ανθίες.
Οι ενέργειες του ανθρώπου άρχισαν σχετικά πρόσφατα να αλλάζουν τη θαλάσσια ζωή της Μεσογείου και μαζί βέβαια και τη θαλάσσια ζωή της Κύπρου.

Οι μεγάλες αλλαγές άρχισαν με το άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ το 1869 που έγινε βέβαια για να εξυπηρετηθεί η θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των περιοχών του Ιν-δικού ωκεανού και της Ευρώπης. Η επικοινωνία αυτή όμως δεν περιορίστηκε μόνο στη ναυτιλία. Πολλά ζώα και φυτά από την Ερυθρά θάλασσα άρχισαν να εποικούν τη διώ-ρυγα και αργότερα κατά τις αρχές του 20ού αιώνα έφθασαν στη Μεσόγειο και άρχισαν να εξαπλώνονται κατά μήκος των ακτών της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Έτσι άρ-χισε το λεγόμενο «Lessepsian migration» (η μετανάστευση του Lesseps), από το όνομα αυτού που σχεδίασε και άνοιξε τη Διώρυγα του Σουέζ.

Περί τα σαράντα είδη ψαριών και περισσότερα από εκατό είδη άλλων ζώων και φυτών έχουν εισβάλει στην Ανατολική Μεσόγειο από την Ερυθρά θάλασσα. Πολλά από αυτά τα είδη έφθασαν και στην Κύπρο. Τέτοια είδη είναι η προσφυγούλα, που πήρε το όνομα της από το γεγονός ότι πρωτοφάνηκε στο αλίευμα των ψαράδων μας όταν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες έφθαναν στην Κύπρο, οι ρώσοι (Holocentrus ruber), ένα είδος σκαρμού (Saurida indosquamis), ένα είδος σφύρνας (Sphyrna obtusata), το τουρκοπάρπουνο (Upeneous moluccensis) καθώς και είδη γαρίδας, διάφορα κοχύλια και φυτά.
Πολλά από τα είδη αυτά συναγωνίζονται με επιτυχία μεσογειακά είδη π.χ. το τουρ-κοπάρπουνο που εκτόπισε σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου τα με-σογειακά παρπούνια και τις στρίλιες.

Αυτό που παρατηρείται πολλές φορές σε περιπτώσεις εισβολής νέων ειδών είναι ότι υπάρχει μια αρχική πληθυσμιακή έκρηξη των ειδών που εισβάλλουν, μέχρις ότου βρεθεί μια νέα ισορροπία μεταξύ αυτών και της τροφής τους, που λιγοστεύει, και των νέων εχθρών τους, που πληθαίνουν ανάλογα.

Εκτός από την εισβολή αυτή από την Ερυθρά θάλασσα, που παρεμπιπτόντως συ-νεχίζεται, και ο άνθρωπος έχει επιφέρει κάποιες άλλες αλλαγές.

Αλιεία

Ο άνθρωπος από παλιά εκμεταλλευόταν τη θαλάσσια ζωή γύρω από την Κύπρο με τα πρωτόγονα μέσα που δεν είχαν ουσιαστικό αντίκτυπο στη θαλάσσια πανίδα. Ανα-γκαία βέβαια αυτή η εκμετάλλευση, η αλιεία δηλαδή, και ευχάριστη, συντηρεί σήμερα στην Κύπρο γύρω στις 1.000 οικογένειες και προσφέρει αναψυχή σε πολλούς άλλους. Η παραγωγή της Κύπρου σε ψάρι είναι περί τους 2.600 τόνους το χρόνο, αξίας περίπου 7 εκατομμυρίων λιρών (τιμές 1990). Περί τους 300 τόνους αλιεύονται από διεθνείς πε-ριοχές μακριά από τα νερά της Κύπρου.

Με την εισβολή και κατοχή μεγάλου μέρους της Κύπρου από την Τουρκία πα-ρέμειναν σήμερα για εκμετάλλευση περί τα 60% της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας του νησιού μας και το 50% των ακτών μας. Η απόδοση της αλιείας πριν από την εισβολή ήταν 1.500 περίπου τόνοι από όλη την ακτή του νησιού, σε σύγκριση με 2.300 σήμερα από το 60% της περιοχής αυτής. Είναι φανερό ότι η αλιεία είναι σήμερα πολύ εντατική. Ο αλιευτικός στόλος της Κύπρου αποτελείται από περισσότερες από 700 βάρκες της παράκτιας αλιείας, αρκετές από τις οποίες ψαρεύουν «ερασιτεχνικά» και 10 τράτες. Ο παράκτιος στόλος της Κύπρου θεωρείται από τους πιο σύγχρονους της Μεσογείου με σκάφη εφοδιασμένα με βυθομετρά, υδραυλικά βαρούλκα κτλ. Μετά την τουρκική ει-σβολή τέθηκαν σε εφαρμογή σχέδια δανειοδότησης και επιχορήγησης των προσφύγων ψαράδων για να κατασκευάσουν αλιευτικά σκάφη. Νέα αλιευτικά καταφύγια κα-τασκευάστηκαν για να προστατέψουν τα σκάφη αυτά.

Όλα αυτά, αν και αναγκαία ή ψυχαγωγικά, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν συ-νέτειναν στην αύξηση της αλιευτικής έντασης πάνω στα αποθέματα του νησιού. Ση-μεία υπεραλιείας φάνηκαν γύρω στο 1978-1981, όταν η απόδοση της αλιείας τράτων μειωνόταν κατά 17% κάθε χρόνο.
Το 1982 εφαρμόστηκε από το Τμήμα Αλιείας μια σειρά νέων μέτρων διαχείρισης και προστασίας των αλιευτικών μας αποθεμάτων, μεταξύ των οποίων ήταν η απαγόρευση της αλιείας με τράτες κατά τον Οκτώβρη, που είναι η περίοδος κατά την οποία τα μικρά ψάρια κατεβαίνουν στα αλιευτικά πεδία. Τα μικρά αυτά ψάρια καταστρέφονταν από τις τράτες γιατί αλιεύονταν όταν ήταν πολύ μικρά και δεν ήταν εμπορεύσιμα. Η κλειστή περίοδος για την αλιεία με τράτες επιμηκύνθηκε δηλαδή με αυτά τα νέα μέτρα από 4 σε 5 μήνες. Το αποτέλεσμα της προστασίας των μικρών ψαριών ήταν να αυξηθεί θε-αματικά η απόδοση. Η απόδοση των τράτων αυξήθηκε σε ένα χρόνο κατά 80% και της παράκτιας αλιείας επίσης κατά 60%, αλλά σε δύο χρόνια, γιατί η παράκτια αλιεία είναι πιο επιλεκτική και ψαρεύει μεγαλύτερα ψάρια.

Η αύξηση των αποθεμάτων των ψαριών είχε αποτέλεσμα να γίνει πιο ελκυστική η αλιεία και, εφόσον ήταν περιορισμένη η αλιεία με τράτες (αριθμός σκαφών, ιπ-ποδύναμη κτλ.), αναπτύχθηκε γρήγορα η παράκτια και η ερασιτεχνική αλιεία. Η ανά-πτυξη της τελευταίας είναι βέβαια και αποτέλεσμα της βελτίωσης του βιοτικού επι-πέδου και του εισοδήματος των Κυπρίων. Το 1990 εγκρίθηκαν νέοι κανονισμοί που θα επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στην αλιεία και περιλαμβάνουν πρόνοιες για τον έλεγχο όλων των τομέων της αλιείας, για προστασία των αλιευτικών αποθεμάτων και της θα-λάσσιας ζωής της Κύπρου. Είναι φανερό ότι χωρίς περιορισμούς σε όλους τους τομείς της αλιείας, που βασικά εκμεταλλεύονται τα ίδια αποθέματα, η θαλάσσια ζωή θα κα-ταστραφεί. Ήδη ορισμένα ψάρια σχεδόν εξαφανίστηκαν από την Κύπρο, όπως π.χ. οι μπακαλιάροι, ενώ άλλα είναι σπάνια.

Σήμερα υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των αδειών επαγγελματικής αλιείας, ενώ χρειάζεται ειδική άδεια για ερασιτεχνικό ψάρεμα με δίχτυα, φανούς, ψαροτούφεκο ή με τη βοήθεια συσκευών πεπιεσμένου αέρα. Υπάρχουν επίσης περιορισμοί για το βάθος και τις ώρες του ψαρέματος καθώς και για τα αλιευτικά εργαλεία.

Ρύπανση

Η οικονομική ανάπτυξη των μεσογειακών χωρών είναι σε μεγάλο βαθμό ταυτισμένη με τη βιομηχανική ανάπτυξη τους. Αυτή η ανάπτυξη των χωρών είναι παράλληλη με την αύξηση των αποβλήτων τους, βιομηχανικών και οικιστικών.
Η Μεσόγειος ρυπαίνεται, επομένως, από τα βιομηχανικά απόβλητα κυρίως των χωρών των βορειοδυτικών ακτών της. Μη επεξεργασμένα λύματα επίσης διο-χετεύονται στη Μεσόγειο από το 85% των μεγαλύτερων παραλιακών της πόλεων. Η σοβαρότερη ρύπανση της Μεσογείου γίνεται όμως μέσω των ποταμών που εκβάλλουν σ' αυτή. Οι ποταμοί συμπαρασύρουν όχι μόνο βιομηχανικά και οικιστικά απόβλητα λύ-ματα αλλά και κατάλοιπα από τη γεωργία, όπως εντομοκτόνα και λιπάσματα.
Στην Κύπρο η ρύπανση της θάλασσας είναι βέβαια περιορισμένη. Δεν υπάρχουν λύ-ματα πόλεων που πηγαίνουν στη θάλασσα και οι λίγες βιομηχανίες που ρυπαίνουν τη θάλασσα είναι συγκεντρωμένες στη Λεμεσό και στο Βασιλικό κυρίως. Στα πλαίσια του Μεσογειακού Σχεδίου Δράσης του Προγράμματος Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών παρακολουθείται και η ρύπανση της θάλασσας της Κύπρου, οι ποσότητες λυ-μάτων που πηγαίνουν στη θάλασσα, η συγκέντρωση τους στο νερό, στα ψάρια και στα ιζήματα.
Έγιναν και γίνονται επίσης μελέτες για τις επιπτώσεις της ρύπανσης στη θαλάσσια οικολογία. Έχει ήδη μελετηθεί η επίδραση της ρύπανσης της θάλασσας από διάφορες πηγές, όπως είναι τα εργοστάσια στη Λεμεσό και το Βασιλικό και οι ηλεκ-τροπαραγωγοί σταθμοί, και λαμβάνονται μέτρα για τον καλύτερο προγραμματισμό νέων έργων, όπως είναι τα κεντρικά αποχετευτικά συστήματα και οι νέοι ηλεκ-τροπαραγωγοί σταθμοί. Μέτρα επίσης λήφθηκαν και λαμβάνονται για τον έλεγχο της ρύπανσης, με την εισαγωγή νέων νομοθετικών μέτρων και την αυστηρότερη εφαρμογή της νομοθεσίας. Έχουν υιοθετηθεί επιτρεπτά επίπεδα για τις διάφορες αποχετεύσεις στα πλαίσια της νομοθεσίας αυτής, που συνάδουν με τις κυπριακές συνθήκες και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κύπρου στα πλαίσια Διεθνών Συμβάσεων, όπως είναι η Σύμ-βαση της Βαρκελώνης η οποία προνοεί για μια σειρά τέτοιων μέτρων. Τα προ-γραμματιζόμενα αποχετευτικά συστήματα θα επιλύσουν σε μεγάλο βαθμό το πρό-βλημα της ρύπανσης, ειδικά στη Λεμεσό.
Για την καταπολέμηση της ρύπανσης από πετρελαιοειδή έχουν εξοπλιστεί και εκ-παιδευθεί μονάδες του Τμήματος Αλιείας που συνεχώς ενισχύονται και έχει εκπονηθεί ειδικό σχέδιο άμεσης δράσης.

Είδη και βιότοποι που κινδυνεύουν και η προστασία τους

Η επίδραση της ρύπανσης στα οικοσυστήματα είναι όμως, όπως φαίνεται από διά-φορες μελέτες που έγιναν στη Μεσόγειο, προσωρινή σε πολλές περιπτώσεις και υπάρ-χουν πιθανότητες πολλές φορές για αναβίωση βιότοπων και οικοσυστημάτων που έχουν αλλοιωθεί από τη ρύπανση, αν αυτή σταματήσει.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για τη θαλάσσια ζωή της Κύπρου είναι το πρόβλημα αφανισμού ειδών και βιότοπων που προκύπτει από την τουριστική και οικιστική ανά-πτυξη της παραλιακής μας ζώνης. Η ζώνη αυτή δέχεται σήμερα μια χωρίς προη-γούμενο πίεση και είναι οικολογικά η πιο υποβαθμισμένη περιοχή της Κύπρου. Αυτό βέ-βαια αφορά περισσότερο την παραλιακή ζώνη με αμμώδεις παραλίες. Η παραλιακή αυτή ζώνη δεν είναι απλώς μια ελκυστική περιοχή τόσο για τους τουρίστες μας όσο και για τους Κύπριους. Η ζώνη αυτή αποτελεί επίσης και ευαίσθητο βιότοπο, από τον οποίο εξαρτάται η επιβίωση πολλών ζώων και φυτών. Δεν υπάρχουν βέβαια αμφιβολίες για τη σημασία του τουρισμού στην οικονομία του τόπου. Τα προβλήματα που προκύπτουν είναι όμως έκδηλα και άρχισε ήδη η αναζήτηση της χρυσής τομής, έστω και τώρα, με-ταξύ της ανάπτυξης και της προστασίας της φύσης. Χρυσή τομή βέβαια με βάση όλη την παραλία της Κύπρου, «αξιοποιημένη» και μη και με βάση επιστημονικά κριτήρια και μελέτες. Παραδείγματα τέτοιων προβληματισμών είναι τα πρώτα μέτρα που εισήγαγε η Κυβέρνηση για τον Ακόμα και για τις παραλίες αναπαραγωγής των χελωνών στη Λάρα, την Τοξεύτρα, κ.α.
Ήδη όμως είναι ίσως πολύ αργά για να σωθεί η μεσογειακή φώκια στην Κύπρο και πιθανόν και άλλα είδη που εξαρτώνται με οποιονδήποτε τρόπο από την ακτή.
Η μεσογειακή φώκια βρίσκεται στα πρόθυρα της εξαφάνισης από την Κύπρο. Ένα δυο ζευγάρια θεάθηκαν τελευταία (1989-1990) στον Ακάμα και πιθανόν να γεννούν ακόμη στην περιοχή αυτή. Οι φώκιες είναι ζώα δειλά που αποφεύγουν τον άνθρωπο και γεννούν σήμερα μόνο σε σπηλιές.
Η μεσογειακή φώκια είναι είδος που πιθανό να εκλείψει όχι μόνο από την Κύπρο αλλά και από όλη τη Μεσόγειο και ο πληθυσμός της σήμερα σε όλη τη Μεσόγειο υπο-λογίζεται σε 300-400 ζώα.
Ένα άλλο είδος που κινδυνεύει είναι ο «κάβουρας φάντασμα» (Ocypode cursor), ένα είδος που ζει στις αμμώδεις παραλίες μας και τρέφεται πάνω στην παραλία και στη ζώνη όπου σπάζει το κύμα. Έχει ήδη σχεδόν εξαφανιστεί από τις παραλίες της πε-ριοχής Αγίας Νάπας και επιβιώνει κυρίως στις παραλίες της δυτικής Κύπρου. Μόνο σε ορισμένες παραλίες με ειδικό είδος άμμου μπορεί να ζήσει, γιατί μόνο σε αυτές μπορεί να ανοίξει τις τρύπες του που ποδοπατούνται από τους λουόμενους.
Οι κάβουρες αυτοί όπως και οι φώκιες, τα δελφίνια και οι χελώνες προστατεύονται σήμερα από τον Περί Αλιείας Νόμο και τους ανάλογους Κανονισμούς.

Οι χελώνες της Κύπρου

Δύο είδη θαλάσσιας χελώνας αναπαράγονται στις παραλίες της Κύπρου, η πράσινη χελώνα (Chelonia mydas) και η κοινή χελώνα (Caretta caretta). Και τα δύο είδη υπήρχαν σε μεγαλύτερους αριθμούς στο παρελθόν, όπως υποστηρίζουν τουλάχιστο οι παλιοί ψαράδες και όπως φαίνεται και από την τοπωνυμία του αλιευτικού όρμου «Χελώνες» στην Καρπασία που συνορεύει με μια σειρά αμμώδεις εκτεταμένες παραλίες που φτά-νουν σχεδόν στον Απόστολο Ανδρέα.
Οι χελώνες είναι μια αρχαία ομάδα ερπετών που, όπως και τα θαλάσσια θηλαστικά και ορισμένα πουλιά, π.χ. οι πιγκουίνοι, εξελίχθηκαν στην ξηρά και έχουν επιστρέψει με επιτυχία πίσω στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η καταγωγή τους όμως από τους αρ-χαίους τους προγόνους, που προσαρμόστηκαν στη ζωή στην ξηρά, τις οδηγεί πίσω στην ξηρά για να γεννήσουν τα αυγά τους. Γεννούν κάθε 2-3 χρόνια από τις αρχές Ιου-νίου μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Τη χρονιά που γεννούν, γεννούν 3 ως 5 φορές κάθε 14 μέρες περίπου. Γεννούν κατά τη διάρκεια της νύχτας σε φωλιές που σκάβουν μέσα στην άμμο.
Κάθε φωλιά έχει βάθος 30-80 εκατ. και περιέχει περίπου 100 αυγά που έχουν μα-λακό κέλυφος. Μετά την ωοτοκία η χελώνα σκεπάζει με άμμο τη φωλιά και επιστρέφει στη θάλασσα. Τα μικρά χελωνάκια εκκολάπτονται και αναδύονται από την άμμο κατά τη διάρκεια της νύχτας, μετά από 7 εβδομάδες περίπου, και κατευθύνονται από έν-στικτο προς τη θάλασσα.
Λόγω των δραστηριοτήτων του ανθρώπου ο πληθυσμός των χελωνών γενικά έχει ελαττωθεί, σε σημείο που να κινδυνεύουν με πλήρη αφανισμό, γι' αυτό οι χελώνες όπως και η μεσογειακή φώκια, έχουν κηρυχθεί, από το Διεθνή Οργανισμό για τη Δια-τήρηση της Φύσης (IUCN), κινδυνεύοντα είδη. Έχουν επίσης περιληφθεί στο Πρώτο Παράρτημα (για τα αυστηρώς προστατευόμενα είδη) της Σύμβασης για το Διεθνές Εμπόριο Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας που κινδυνεύουν, γνωστής σαν CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora). Οι χελώνες και τα αυγά τους προστατεύονται στην Κύπρο από το 1971 με τις πρόνοιες του περί Αλιείας Νόμου. Νέοι Κανονισμοί του 1989 προστατεύουν τους βιό-τοπους τους.
Το 1976 και 1977, προτού αρχίσει το πρόγραμμα για την προστασία των θαλάσσιων χελωνών στην Κύπρο, έγινε μια ενδελεχής επισκόπηση των παραλίων στις οποίες γεν-νούν οι χελώνες. Η επισκόπηση αυτή έδειξε ότι η πράσινη χελώνα αναπαράγεται σχε-δόν αποκλειστικά στις απομονωμένες παραλίες της δυτικής ακτής της Κύπρου, βόρεια της Πάφου και κυρίως στην περιοχή της Λάρας και της Τοξεύτρας. Η κοινή χελώνα γεννά και σε άλλες παραλίες που παρέχουν κάποια απομόνωση και ησυχία τη νύχτα και ειδικά στις παραλίες του Κόλπου της Πόλης Χρυσοχούς. Κατοπινές επισκοπήσεις επιβεβαίωσαν τις πρώτες αυτές παρατηρήσεις. Επιβεβαίωσαν επίσης ότι οι χελώνες σταμάτησαν να γεννούν σε διάφορες άλλες παραλίες που αξιοποιήθηκαν στο μεταξύ τουριστικά.
Η εφαρμογή ενός ειδικού σχεδίου για την προστασία των χελωνών της Κύπρου άρ-χισε το 1978 με τη δημιουργία ενός εποχιακού σταθμού και εκκολαπτηρίου στην πα-ραλία της Λάρας. Σ' αυτό το σταθμό-εκκολαπτήριο μεταφέρονται φωλιές από διάφορες παραλίες και εκκολάπτονται μέσα στην άμμο υπό συνθήκες ασφαλείας και μακριά από τους κινδύνους που συνήθως τις απειλούν. Τέτοιοι κίνδυνοι, εκτός από την επέμβαση του ανθρώπου, είναι κυρίως οι αλεπούδες. Σε επισκόπηση που έγινε στις εκτεταμένες παραλίες ανατολικά της Πόλης της Χρυσοχούς, περί το 70%-80% των φωλιών έχουν βρεθεί σκαμμένες και φαγωμένες από αλεπούδες οι οποίες περιπολούν στις παραλίες αυτές κατά την περίοδο αναπαραγωγής των χελωνών. Από εκείνες τις φωλιές που δεν ενοχλήθηκαν όταν η χελώνα γεννούσε, οι περισσότερες βρέθηκαν σκαμμένες κατά το στάδιο της εκκόλαψης πάλιν από αλεπούδες.
Σκοπός του προγράμματος προστασίας τους είναι πρώτα να αυξηθεί ο αριθμός των μικρών χελωνών που φτάνουν στη θάλασσα και ταυτόχρονα να προστατευθούν οι βιό-τοποι αναπαραγωγής τους. Μέσω του προγράμματος αυτού περί τις 4.000 μικρές χε-λώνες εκκολάπτονται και ελευθερώνονται στη θάλασσα κάθε χρόνο. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 8.000 περίπου το 1989 και 1990.
Τα μικρά χελωνάκια όταν εκκολαφθούν κατευθύνονται από ένστικτο προς τη θά-λασσα γιατί αυτό είναι το πιο φωτεινό σημείο στον ορίζοντα. Φώτα στην παραλία ή κοντά στην παραλία αποπροσανατολίζουν τις μικρές χελώνες, που κατευθύνονται προς τα φώτα αυτά αντί προς τη θάλασσα, με καταστρεπτικά αποτελέσματα.
Όταν πλέον φθάσουν στη θάλασσα οι μικρές χελώνες αντιμετωπίζουν νέους εχ-θρούς. Παρ΄ όλα αυτά, για εκατομμύρια χρόνια αρκετές χελώνες έφθαναν στη θά-λασσα και μεγάλωναν έτσι που να διατηρείται ένας σταθερός πληθυσμός. Στην Κύπρο, όπου οι χελώνες δεν θηρεύονται πια για το κρέας τους, όπως γίνεται ακόμα σε ορι-σμένες άλλες μεσογειακές χώρες, ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από την επέμ-βαση του ανθρώπου στους βιότοπους τους και ειδικότερα βέβαια στους χώρους ανα-παραγωγής τους, στις παραλίες δηλαδή, πολλές από τις οποίες έχουν αξιοποιηθεί οικιστικά και τουριστικά ή έχουν καταστραφεί από παλαιότερες εξορύξεις άμμου για οικοδομικούς σκοπούς.
Έχει υπολογιστεί ότι ο πληθυσμός της πράσινης χελώνας που αναπαράγεται στις δυτικές ακτές της Κύπρου είναι γύρω στα 100 άτομα ενώ της κοινής χελώνας υπο-λογίζεται κάπως μεγαλύτερος.
Όλες οι χελώνες που εντοπίζονται όταν γεννούν, σημαδεύονται μόνιμα με ειδικά πλαστικά σημάδια (tags). Αρκετές χελώνες με τα σημάδια αυτά ξαναβρέθηκαν να γεν-νούν στις παραλίες της Λάρας και της Τοξεύτρας. Από τα χελωνάκια που ελευ-θερώνονται, αυτά που θα επιζήσουν θα επιστρέψουν όταν ωριμάσουν στις ίδιες πα-ραλίες για να γεννήσουν και αυτά τα αυγά τους.
Το σχέδιο για την προστασία των χελωνών της Κύπρου είναι το πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα στη Μεσόγειο και την Ευρώπη και τώρα στο σταθμό της Λάρας εκ-παιδεύονται κάθε χρόνο επιστήμονες από διάφορες μεσογειακές χώρες στις μεθόδους προστασίας των θαλάσσιων χελωνών. Μέτρα για την προστασία των χελωνών λαμ-βάνονται σήμερα και σε άλλες μεσογειακές χώρες.
Το Τμήμα Αλιείας διαχειρίζεται τις παραλίες Λάρας και Τοξεύτρας σαν περιοχές προστασίας της φύσης (nature reserve). Ο βασικός σκοπός φυσικά είναι οι παραλίες που αποτελούν τα κύρια αναπαραγωγικά πεδία των χελωνών να προστατευθούν μό-νιμα και με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλειστούν αρνητικές ανθρώπινες επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής δραστηριότητας των χελωνών. Αυτό έγινε σε κάποιο βαθμό με την προστασία της περιοχής με Κανονισμούς που έγιναν βάσει του Περί Αλιείας Νόμου το 1989. Χωρίς τη σωστή προστασία των αναπαραγωγικών βιό-τοπων οι προοπτικές επιβίωσης των χελωνών στην Κύπρο, άσχετα με την επιτυχία του προγράμματος προστασίας τους, είναι πολύ αμφίβολες. Η επιβίωση των χελωνών, που αναπαράγονται στις παραλίες της Κύπρου, δεν είναι μόνο θέμα τοπικού ενδιαφέροντος γιατί οι χελώνες αυτές αποτελούν υπολείμματα ενός μεγαλύτερου πληθυσμού που κά-ποτε αναπαραγόταν και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Τώρα η πράσινη χελώνα αναπαράγεται μόνο στην Κύπρο και σε μια-δυο παραλίες της Τουρκίας. Στις άλλες γειτονικές χώρες οι πράσινες χελώνες έχουν σταματήσει να γεννούν. Η κοινή χελώνα γεννά και σε ορισμένες άλλες χώρες, όπως στην Ελλάδα και στις βο-ρειοανατολικές ακτές της Αφρικής, και αυτή όμως κινδυνεύει άμεσα. Το ένστικτο των χελωνών τις οδηγεί να γεννούν μόνο στις παραλίες όπου γεννήθηκαν και ο επαναεποικισμός, με νέες χελώνες, των χωρών στις οποίες σταμάτησαν να γεννούν, είναι πολύ αμφίβολος και πιθανόν αδύνατος λόγω του ένστικτου αυτού.


Ημ. Καταχώρησης 26/6/2001

Αρχή