Τραπεζικό
σύστημα
Συνεργατικό
Κίνημα
Νομισματική Πολιτική και
Εξελίξεις
Έλεγχος Συναλλάγματος και
Ξένων Επενδύσεων
Ισοζύγιο
πληρωμών
Νέα μεθοδολογία για το
ισοζύγιο πληρωμών
Τραπεζικό σύστημα
Η Κύπρος
διαθέτει ένα ανεπτυγμένο τραπεζικό σύστημα το
οποίο αποτελείται από την Κεντρική Τράπεζα, τις
εμπορικές τράπεζες και τα εξειδικευμένα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και ένα αριθμό
διεθνών τραπεζικών μονάδων.
Η Κεντρική Τράπεζα
ιδρύθηκε το 1963 βάσει του περί Κεντρικής
Τράπεζας της Κύπρου Νόμου (Νο. 48) του 1963. Ο
κύριος σκοπός της είναι η διατήρηση της
νομισματικής σταθερότητας και τέτοιων συνθηκών
δανειοδότησης και ισοζυγίου πληρωμών που να
βοηθούν την ομαλή ανάπτυξη της οικονομίας. Ο
Νόμος παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα
αρμοδιότητες για τον έλεγχο προσφοράς χρήματος
και πιστώσεων, τη διαχείριση των
συναλλαγματικών αποθεμάτων της Δημοκρατίας και
την εποπτεία των τραπεζικών ιδρυμάτων που
λειτουργούν στη Δημοκρατία. Επίσης, η Κεντρική
Τράπεζα ενεργεί ως τραπεζίτης της Κυβέρνησης,
έχει το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης
χαρτονομισμάτων και κερμάτων στην Κύπρο και
έχει επίσης την ευθύνη για την εφαρμογή του
Νόμου για τον έλεγχο συναλλάγματος.
Μετά την τουρκική
εισβολή του 1974, τρεις από τις εμπορικές
τράπεζες, η Turkish Bank Ltd, η Turkiye Is
Bankasi A.S. και η Cyprus Turkish Co-operative
Central Bank Ltd σταμάτησαν να βρίσκονται κάτω
από την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας επειδή
δεν λειτουργούν στην περιοχή που ελέγχεται από
το κράτος. Στην περιοχή που ελέγχεται από το
κράτος λειτουργούν σήμερα εννέα εμπορικές
τράπεζες που διεξάγουν όλες τις τραπεζικές
εργασίες, περιλαμβανομένων και συναλλαγών σε
ξένα νομίσματα. Οκτώ από τις εμπορικές τράπεζες
είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο ενώ μία
λειτουργεί σαν υποκατάστημα ξένης τράπεζας. Οι
τράπεζες που είναι εγγεγραμμένες την Κύπρο
είναι η Τράπεζα Κύπρου Λτδ, η Λαϊκή Κυπριακή
Τράπεζα Λτδ, η Ελληνική Τράπεζα Λτδ, η
Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ, η Universal
Bank Ltd, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου)
Λτδ, η Alpha Τράπεζα Λτδ και η Εμπορική Τράπεζα
της Ελλάδος Κύπρου Λτδ. Οι τελευταίες τρεις
είναι θυγατρικές ξένων τραπεζών. Η Συνεργατική
Κεντρική Τράπεζα Λτδ ενεργεί ως τραπεζίτης του
μεγάλου αριθμού των συνεργατικών πιστωτικών
ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Κύπρο και τα
οποία δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεωργικό
τομέα. Η μόνη τράπεζα που λειτουργεί ως
υποκατάστημα ξένης τράπεζας είναι η Arab Bank
Plc.
Τα εξειδικευμένα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι η Κυπριακή
Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ, ο Οργανισμός
Χρηματοδότησης Στέγης και η Κτηματική Τράπεζα
Κύπρου Λτδ. Οι δύο πρώτοι οργανισμοί ελέγχονται
από την Κυπριακή Κυβέρνηση.
Η Κυπριακή Τράπεζα
Αναπτύξεως ειδικεύεται στην παροχή κυρίως
μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων
χρηματοδοτήσεων για αναπτυξιακούς σκοπούς,
καθώς και συμβουλευτικών υπηρεσιών σε
εταιρείες. Ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης
ειδικεύεται στην παροχή μακροπρόθεσμων
στεγαστικών δανείων.
Πέραν των
επιτόπιων δραστηριοτήτων, η Κύπρος αποτελεί ένα
σημαντικό και συνεχώς διευρυνόμενο κέντρο
διεθνών δραστηριοτήτων. Τριάντα μία ξένες
τράπεζες έχουν εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας
από την Κύπρο σε υπεράκτια βάση, ενώ άλλες
τρεις διατηρούν γραφεία
αντιπροσωπείας.
Όσον αφορά τις
συναλλαγές με το εξωτερικό, οι τρέχουσες
πληρωμές δεν υπόκεινται σε κανένα περιορισμό.
Υπάρχουν όμως κάποιοι περιορισμοί στην έκδοση
ξένου συναλλάγματος σε μόνιμους κατοίκους οι
οποίοι σκοπεύουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό
για σκοπούς αναψυχής, εργασίας ή εκπαίδευσης.
Για τη διενέργεια επενδύσεων, στην Κύπρο από
αλλοδαπούς, καθώς και επενδύσεων στο εξωτερικό
από Κύπριους απαιτείται εκ των προτέρων έγκριση
της Κεντρικής Τράπεζας. Στις περιπτώσεις
εγκεκριμένων επενδύσεων η εξαγωγή κερδών,
μερισμάτων και τόκων, καθώς και ο
επαναπατρισμός του κεφαλαίου και τυχόν επαύξησή
του, επιτρέπονται αφού γίνει πρόβλεψη για
σκοπούς φορολογίας.
Η Κύπρος έχει
προσχωρήσει στη Σύμβαση για το Διακανονισμό
Επενδυτικών Διαφορών μεταξύ Κρατών και Πολιτών
Άλλων Κρατών, η οποία εισήχθηκε από τη Διεθνή
Τράπεζα για Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη, και η
οποία προβλέπει τη διευθέτηση, μέσω συμβιβασμού
και διαιτησίας, διαφορών που αφορούν ξένες
επενδύσεις. Η Κύπρος συμμετέχει επίσης ως
ιδρυτικό μέλος στη Σύμβαση για την Εγκαθίδρυση
του Διεθνούς Οργανισμού Επενδύσεων, γνωστού ως
MIGA, ο οποίος παρέχει ασφάλιση σε ξένους
επενδυτές έναντι μη εμπορικών κινδύνων οσάκις
αυτοί προβαίνουν σε επενδύσεις σε άλλες
χώρες.
Τα τελευταία
χρόνια γίνονται έντονες προσπάθειες για την
απορύθμιση και φιλελευθεροποίηση του
χρηματοοικονομικού τομέα, που υπαγορεύεται τόσο
από οικονομικούς λόγους, όσο και από την
αναγκαιότητα εναρμόνισης της οικονομικής δομής
και πολιτικής με τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Η κυπριακή λίρα
υποδιαιρείται σε 100 σεντ. Υπάρχουν
χαρτονομίσματα των είκοσι λιρών, δέκα λιρών,
πέντε λιρών και της μίας λίρας. Υπάρχουν επίσης
κέρματα των πενήντα, είκοσι, δέκα, πέντε, δύο,
ενός και μισού σεντ. Από την 1η Ιανουαρίου,
1999, η κυπριακή λίρα είναι συνδεδεμένη με το
ΕΥΡΩ.
Συνεργατικό Κίνημα
Ο Συνεργατισμός
στην Κύπρο εισήχθηκε στις αρχές του
εικοστούαιώνα. Η πρώτη Συνεργατική Εταιρεία
εμφανίστηκε στην Κύπρο το 1909 με την ίδρυση
της “Χωρικής Τράπεζας
Λευκονοίκου%26rdquo;. Το 1914 το Νομοθετικό
Σώμα ψήφισε το “Νόμο 13 Περί Συνεργατικών
Πιστωτικών Εταιρειών%26rdquo;. Παρά τη σύσταση
του Νόμου η Συνεργατική ανάπτυξη τα επόμενα
χρόνια υπήρξε περιορισμένη αφού η έλλειψη των
πρώτων κεφαλαίων και η απουσία προσώπων με
μόρφωση ήταν τα κύρια προβλήματα που εμπόδιζαν
την ίδρυση τέτοιων Εταιρειών. Το 1923 η
κυβέρνηση ψήφισε ξεχωριστό νόμο ο οποίος
προέβλεπε την ίδρυση Συνεργατικών Εταιρειών μη
πιστωτικού χαρακτήρα. Επίσης την ίδια περίοδο,
η κυβέρνηση παραχώρησε στις Συνεργατικές
Εταιρείες, μέσω του Δανειστικού Ταμείου, δάνεια
συνολικού ύψους 20.000 για να βοηθήσει στην
ανάπτυξη του Θεσμού.
Το 1925 για
αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που
δημιουργήθηκαν με τη έναρξη του πρώτου
παγκοσμίου πολέμου, η κυβέρνηση ίδρυσε τη
Γεωργική Τράπεζα σκοπός της οποίας ήταν η
παραχώρηση μακροπρόθεσμων πιστώσεων στους
γεωργούς. Τα δάνεια αυτά παραχωρούνταν μέσω των
Συνεργατικών Εταιρειών έναντι υποθήκης η οποία
εγγραφόταν στο όνομα της Εταιρείας και
μεταβιβαζόταν αμέσως στη Γεωργική
Τράπεζα.
Παρόλο που η
Γεωργική Τράπεζα, κατά γενική εκτίμηση, δεν
μπόρεσε να πετύχει τους σκοπούς για τους
οποίους ιδρύθηκε αφού ασκούσε μακροπρόθεσμη
πολιτική, εντούτοις επηρέασε πολύ θετικά την
επέκταση του Συνεργατικού Κινήματος στη Κύπρο.
Η παρεμβολή των Συνεργατικών Εταιρειών στη
δανειοδοτική διαδικασία, ώθησε τους κατοίκους
των κοινοτήτων να προχωρήσουν στην ίδρυση
Συνεργατικών Εταιρειών με αποτέλεσμα το 1935 ο
αριθμός των Εταιρειών να ανέλθει σε 273 από 24
που ήταν το 1924.
Μέχρι το 1936 δεν
υπήρχε κυβερνητικό τμήμα το οποίο να ασχολείται
με τα συνεργατικά θέματα. Το 1935 διορίσθηκε ο
πρώτος Έφορος και το 1936 ιδρύθηκε το Τμήμα
Συνεργατικής Ανάπτυξης το οποίο διαδραμάτισε
αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση των Συνεργατικών
Αρχών και την ανάπτυξη του Συνεργατισμού στη
Κύπρο.
Το 1937 ιδρύθηκε η
Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα σκοπός της οποίας
ήταν η δημιουργία κεφαλαίων του Συνεργατικού
Κινήματος και η αυτοχρηματοδότηση του. Η
Τράπεζα δεχόταν ως καταθέσεις τα πλεονάσματα
των ευπόρων Συνεργατικών Εταιρειών και
παραχωρούσε στις πτωχότερες δάνεια με ευνοϊκούς
όρους τα οποία οι Συνεργατικές στη συνέχεια
παραχωρούσαν στα μέλη τους υπό μορφή
βραχυπρόθεσμων πιστώσεων. Πέραν από την αποδοχή
καταθέσεων η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα
προμήθευε τους αγρότες με διάφορα γεωργικά
χρειώδη, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της
κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση διαφόρων
αναπτυξιακών προγραμμάτων γεωργικών προϊόντων
κλπ, εργασίες οι οποίες διεξάγονται μέχρι
σήμερα.
Κατά την περίοδο
1936-1974 ο Συνεργατισμός στη Κύπρο είχε
γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη. Η Τουρκική εισβολή
όμως επέφερε μεγάλο πλήγμα στις Συνεργατικές
Εταιρείες και γενικά στην οικονομία της Κύπρου.
Το Κίνημα, στην προσπάθεια του να βοηθήσει στην
επαναδραστηριοποίηση και απασχόληση των
εκτοπισθέντων, προχώρησε στην ίδρυση νέων
μεγάλων Συνεργατικών Εταιρειών στον τομέα
της
Βιομηχανίας και
στην επαναδραστηριοποίηση υφιστάμενων. Δυστυχώς
η ενέργεια αυτή απέτυχε με αποτέλεσμα να
επέλθει σοβαρή οικονομική κρίση στο Κίνημα και
στις αρχές του 1980 οι εταιρίες τέθηκαν υπό
εκκαθάριση.
Παρόλα όμως τα
κτυπήματα που δέχθηκε, το Συνεργατικό Κίνημα
της Κύπρου επιβίωσε και σήμερα θεωρείται ένα
από τα πλέον δυνατά και καλά οργανωμένα
Συνεργατικά Κινήματα παγκόσμια. Η δυναμικότητα
του Συνεργατικού Κινήματος αναμένεται ότι θα
συνεχισθεί και μετά την ένταξη της Κύπρου στην
Ευρωπαϊκή Ένωση αφού διαθέτει τα μέσα για
αντιμετώπιση οποιωνδήποτε προβλημάτων
παρουσιασθούν.
Νομισματική Πολιτική και
Εξελίξεις
Κύριος σκοπός
της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου είναι η
διατήρηση συνθηκών εσωτερικής και εξωτερικής
νομισματικής σταθερότητας, ώστε να
διασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για
συνεχή οικονομική ανάπτυξη. Για την
αποτελεσματικότερη επίτευξη των στόχων της
Τράπεζας και μετά από λεπτομερή μελέτη του
λειτουργικού πλαισίου άσκησης της νομισματικής
πολιτικής που εφαρμόζεται στις αναπτυγμένες
χώρες, η Κεντρική Τράπεζα εισήγαγε με επιτυχία
από τις αρχές του 1996 νέα νομισματικά όργανα
και διαδικασίες που είναι σύγχρονα και πλήρως
εναρμονισμένα με τις πρακτικές που
ακολουθούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κύριο όργανο
ελέγχου της ρευστότητας είναι οι συμφωνίες
πώλησης/επαναγοράς τίτλων του δημοσίου και
αποδοχής καταθέσεων που συνάπτονται μεταξύ των
εμπορικών τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας
με τη μέθοδο της δημοπρασίας. Επιπρόσθετα,
εισήχθηκε η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση προς
τις τράπεζες έναντι εξασφάλισης (lombard type
facility) καθώς και ο λογαριασμός καταθέσεων
μιας νύκτας (overnight deposit) για την
κατάθεση τυχόν πλεονασμάτων ρευστότητας των
τραπεζών κατά το κλείσιμο της ημέρας. Τα
επιτόκια των πιο πάνω διευκολύνσεων οριοθετούν
το ανώτατο και κατώτατο επίπεδο των
διακυμάνσεων των επιτοκίων της διατραπεζικής
αγοράς, αντίστοιχα, και χρησιμοποιούνται για να
σηματοδοτούν αλλαγές στη νομισματική πολιτική.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία από τη λειτουργία του
συστήματος δείχνει ότι η μετάβαση στο νέο
νομισματικό πλαίσιο έγινε ομαλά και οι τράπεζες
προσαρμόστηκαν χωρίς προβλήματα στο νέο
περιβάλλον.
Στη
φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα
και εναρμόνισή του με το κοινοτικό κεκτημένο
συνέβαλε ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου
και Συναφών Θεμάτων Νόμος, ο οποίος τέθηκε σε
ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2001. Η εφαρμογή
αυτού του Νόμου τερμάτισε το καθεστώς του δια
νόμου καθορισμένου ανώτατου ύψους επιτοκίου του
9% ετησίως. Ο νόμος επίσης παραθέτει την
υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για
διαφάνεια ώστε κάθε οφειλέτης να ενημερώνεται
πλήρως για το κόστος δανεισμού του. Ταυτόχρονα
με την κατάργηση του ανωτάτου ορίου επιτοκίων,
η Κεντρική Τράπεζα επέτρεψε το μεσοπρόθεσμο και
μακροπρόθεσμο (πέραν των δύο ετών) δανεισμό
κατοίκων σε ξένα νομίσματα, από τράπεζες στην
Κύπρο ή από το εξωτερικό. Με τροποποίηση του
Νόμου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου,
συστάθηκε, επίσης, Επιτροπή Νομισματικής
Πολιτικής που έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και
εξετάζει θέματα που αφορούν τη νομισματική
πολιτική και την ελευθεροποίηση των επιτοκίων
και υποβάλλει σχετικές εισηγήσεις στο
Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας. Η
Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής που απαρτίζεται
από το Διοικητή και πέντε άλλα μέλη, συνεδρίασε
για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του
2000.
Επιπρόσθετα, στα
πλαίσια της διαδικασίας εναρμόνισης με το
κοινοτικό κεκτημένο, έχει ετοιμαστεί προσχέδιο
νομοθεσίας για τη λειτουργία της Κεντρικής
Τράπεζας το οποίο διασφαλίζει την πλήρη
αυτονομία της από πολιτικές επιδράσεις, γεγονός
που θα ενισχύσει την αξιοπιστία της και την
αποτελεσματικότητά της για επίτευξη των στόχων
της νομισματικής πολιτικής. Η νέα νομοθεσία για
την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αναμένεται να
τεθεί σε εφαρμογή μέχρι το τέλος Ιουνίου
2002.
Η νομισματική
πολιτική το 2000 συνέχισε να είναι περιοριστική
και τέθηκε ως ενδεικτικός στόχος για την αύξηση
των τραπεζικών πιστώσεων το 10,0% για ολόκληρο
το 2000 σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Με
την πιστωτική επέκταση να παραμένει σε ψηλό
επίπεδο κατά τους πρώτους πέντε μήνες του
χρόνου, η Κεντρική Τράπεζα επέβαλε μηνιαία
πιστωτικά όρια για κάθε τράπεζα με στόχο η
συνολική πιστωτική επέκταση να μη ξεπεράσει το
12,0% μέχρι το τέλος του 2000. Επιπρόσθετα, το
ποσοστό υποχρεωτικών καταθέσεων που διατηρούν
οι τράπεζες με την Κεντρική Τράπεζα αυξήθηκε
από την 1η Ιουλίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Η πιστωτική επέκταση κατά το τέλος του 2000
έφθασε το 14,8% και επεβλήθησαν ποινές στις
τράπεζες που δεν είχαν συμμορφωθεί με τις
οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας.
Έλεγχος Συναλλάγματος και Ξένων
Επενδύσεων
Η Κυπριακή
Τράπεζα Αναπτύξεως ειδικεύεται στην παροχή
κυρίως μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων
χρηματοδοτήσεων για αναπτυξιακούς σκοπούς,
καθώς και συμβουλευτικών υπηρεσιών σε
εταιρείες. Ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης
ειδικεύεται στην παροχή μακροπρόθεσμων
στεγαστικών δανείων.
Πέραν των
επιτόπιων δραστηριοτήτων, η Κύπρος αποτελεί ένα
σημαντικό και συνεχώς διευρυνόμενο κέντρο
διεθνών δραστηριοτήτων. Τριάντα μία ξένες
τράπεζες έχουν εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας
από την Κύπρο σε υπεράκτια βάση, ενώ άλλες
τρεις διατηρούν γραφεία
αντιπροσωπείας.
Όσον αφορά τις
συναλλαγές με το εξωτερικό, οι τρέχουσες
πληρωμές δεν υπόκεινται σε κανένα περιορισμό.
Υπάρχουν όμως κάποιοι περιορισμοί στην έκδοση
ξένου συναλλάγματος σε μόνιμους κατοίκους οι
οποίοι σκοπεύουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό
για σκοπούς αναψυχής, εργασίας ή εκπαίδευσης.
Για τη διενέργεια επενδύσεων, στην Κύπρο από
αλλοδαπούς, καθώς και επενδύσεων στο εξωτερικό
από Κύπριους απαιτείται εκ των προτέρων έγκριση
της Κεντρικής Τράπεζας. Στις περιπτώσεις
εγκεκριμένων επενδύσεων η εξαγωγή κερδών,
μερισμάτων και τόκων, καθώς και ο
επαναπατρισμός του κεφαλαίου και τυχόν επαύξησή
του, επιτρέπονται αφού γίνει πρόβλεψη για
σκοπούς φορολογίας.
Η Κύπρος έχει
προσχωρήσει στη Σύμβαση για το Διακανονισμό
Επενδυτικών Διαφορών μεταξύ Κρατών και Πολιτών
Άλλων Κρατών, η οποία εισήχθηκε από τη Διεθνή
Τράπεζα για Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη, και η
οποία προβλέπει τη διευθέτηση, μέσω συμβιβασμού
και διαιτησίας, διαφορών που αφορούν ξένες
επενδύσεις. Η Κύπρος συμμετέχει επίσης ως
ιδρυτικό μέλος στη Σύμβαση για την Εγκαθίδρυση
του Διεθνούς Οργανισμού Επενδύσεων, γνωστού ως
MIGA, ο οποίος παρέχει ασφάλιση σε ξένους
επενδυτές έναντι μη εμπορικών κινδύνων οσάκις
αυτοί προβαίνουν σε επενδύσεις σε άλλες
χώρες.
Τα τελευταία
χρόνια γίνονται έντονες προσπάθειες για την
απορύθμιση και φιλελευθεροποίηση του
χρηματοοικονομικού τομέα, που υπαγορεύεται τόσο
από οικονομικούς λόγους, όσο και από την
αναγκαιότητα εναρμόνισης της οικονομικής δομής
και πολιτικής με τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Η κυπριακή λίρα
υποδιαιρείται σε 100 σεντ. Υπάρχουν
χαρτονομίσματα των είκοσι λιρών, δέκα λιρών,
πέντε λιρών και της μίας λίρας. Υπάρχουν επίσης
κέρματα των πενήντα, είκοσι, δέκα, πέντε, δύο,
ενός και μισού σεντ. Από την 1η Ιανουαρίου,
1999, η κυπριακή λίρα είναι συνδεδεμένη με το
ΕΥΡΩ.
Ισοζύγιο πληρωμών
Η βελτίωση του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που παρατηρήθηκε
το 1999 δε διατηρήθηκε το 2000, παρά τη θετική
πορεία των εξαγωγών τόσο των αγαθών όσο και των
υπηρεσιών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών μεγεθύνθηκε σημαντικά και έφθασε τα
£284,1 εκατ. ή 5,2% του Α.Εγχ.Π., σε σύγκριση
με £118,0 εκατ. ή 2,4% του Α.Εγχ.Π. το 1999. Το
ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών
παρουσίασε πλεόνασμα ύψους £192,6 εκατ.,
ελαφρώς χαμηλότερο από το πλεόνασμα £199,7
εκατ. το 1999.
Η επιδείνωση του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προήλθε από τη
μεγάλη αύξηση των εισαγωγών αγαθών. Το εμπορικό
έλλειμμα διευρύνθηκε κατά £368,0 εκατ. και
έφθασε τα £1.621,8 εκατ., ως αποτέλεσμα της
αύξησης των εισαγωγών κατά 23,2%, η οποία δεν
αντισταθμίστηκε από την ανάκαμψη των εξαγωγών.
Συγκεκριμένα, οι συνολικές εξαγωγές αγαθών
αντέστρεψαν την πτωτική πορεία του προηγούμενου
χρόνου και παρουσίασαν αύξηση 9,0%, η οποία
αντικατοπτρίζει την επέκταση των εγχώριων
εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων, ενώ οι
εξαγωγές γεωργικών προϊόντων μειώθηκαν και οι
επανεξαγωγές παρέμειναν περίπου στα περσινά
επίπεδα. Από την άλλη, η αύξηση των συνολικών
εισαγωγών αγαθών ήταν αποτέλεσμα της ανόδου της
τιμής των καυσίμων στις διεθνείς αγορές, που
επέφερε αύξηση του λογαριασμού καυσίμων, καθώς
και της ισχυρής εγχώριας ζήτησης, που οδήγησε
σε αυξημένη ζήτηση για όλες τις άλλες
κατηγορίες αγαθών.
Ο τομέας των
υπηρεσιών παρουσίασε διευρυμένο πλεόνασμα ύψους
£1.269,8 εκατ., σε σύγκριση με £1.109,1 εκατ.
το 1999, ως αποτέλεσμα κυρίως των υψηλότερων
εισπράξεων από τον τουρισμό και κατά δεύτερο
λόγο των αυξημένων εσόδων από τον τομέα των
διεθνών επιχειρήσεων. Παράλληλα, οι τρέχουσες
μεταβιβάσεις παρουσίασαν αυξημένο πλεόνασμα
ύψους £78,3 εκατ., έναντι £47,4 εκατ. το 1999,
ενώ το έλλειμμα στο λογαριασμό εισοδημάτων
περιορίστηκε από £20,7 εκατ. το 1999 σε £10,4
εκατ. το 2000. Όμως οι θετικές αυτές εξελίξεις
δεν ήταν ικανές να αντισταθμίσουν την διεύρυνση
του εμπορικού ελλείμματος.
Όσον αφορά τις
χρηματοοικονομικές συναλλαγές, το τελικό
αποτέλεσμα των άμεσων επενδύσεων παρέμεινε
ουσιαστικά αναλλοίωτο, με καθαρή εκροή £11,4
εκατ., ενώ οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου
κατέληξαν σε καθαρή εκροή ύψους £108,1 εκατ.,
έναντι μικρής καθαρής εισροής £0,9 εκατ. το
προηγούμενο έτος. Το πλεόνασμα στο λογαριασμό
των λοιπών επενδύσεων μειώθηκε στα £307,1
εκατ., από £559,0 εκατ. το 1999. Τέλος, τα
συναλλαγματικά διαθέσιμα παρουσίασαν καθαρή
εισροή £5,0 εκατ., σε αντίθεση με καθαρή εκροή
£346,7 εκατ. το 1999.
Νέα μεθοδολογία για το ισοζύγιο
πληρωμών
Στα πλαίσια της
εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τα
διεθνή στατιστικά πρότυπα, η Κεντρική Τράπεζα
της Κύπρου έχει υιοθετήσει τη μεθοδολογία που
συστήνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην
πέμπτη έκδοση του Εγχειριδίου για το Ισοζύγιο
Πληρωμών (BPM5). Στην Ετήσια Έκθεση 2000, το
ισοζύγιο πληρωμών παρουσιάζεται στη μορφή που
καθορίζει το Στατιστικό Γραφείο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (Eurostat) και η οποία βασίζεται στις
αρχές του BPM5. Στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών
σε αυτή τη μορφή είναι διαθέσιμα για τα έτη
1995 – 2000.
|