Η Κύπρος

Οικονομία

Η Κύπρος την περίοδο μετά την ανεξαρτησία παρουσιάζεται σαν μια από τις πιο επιτυχημένες αναπτυσσόμενες χώρες, με ψηλό ρυθμό ανάπτυξης, εσωτερική και εξωτερική οικονομική σταθερότητα και συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

Η υποανάπτυκτη οικονομία που κληρονόμησε η Κύπρος από την Αγγλική αποικιοκρατία το 1960 μεταβλήθηκε σε μια μοντέρνα οικονομία με σταθερή πρόοδο σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, με δυναμικές υπηρεσίες, ψηλή κοινωνική δομή και επιτυχημένους βιομηχανικούς και γεωργικούς τομείς.

Η Κύπρος χαρακτηρίζεται σαν μια χώρα με ψηλό μισθολόγιο όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα υπολογίζεται σε US$13000 (2000). Έχει βιοτικό επίπεδο που είναι ψηλότερο ακόμα και από αυτό των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η επίδοση της οικονομίας συγκρίνεται ευνοϊκά με αυτή των περισσοτέρων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διεθνώς η Κύπρος κατέχει την 16η θέση όσον αφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα και αναγνωρίζεται σαν οικονομία που εκμεταλλεύτηκε σωστά τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς και δημιούργησε ένα σταθερό υπόβαθρο για οικονομική και κοινωνική πρόοδο στο μέλλον.

Τα πιο πάνω επιτεύγματα και το γεγονός ότι η Κυπριακή οικονομία κατάφερε να επιβιώσει παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της Τουρκικής εισβολής το 1974 και της συνεχιζόμενης κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού από την Τουρκία χαρακτηρίστηκε σαν ένα "οικονομικό θαύμα". Η Τουρκική εισβολή έπληξε σοβαρά την οικονομία του νησιού, η οποία απειλήθηκε με πλήρη κατάρρευση. Ο βίαιος εκτοπισμός ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού από τις περιουσίες, τα σπίτια και την παραγωγική απασχόλησή του, οδήγησε σε τεράστια αύξηση στον αριθμό των ατόμων, τα οποία εξαρτούνταν οικονομικά από το κράτος, και δημιούργησε μεγάλες ελλείψεις ιδιαίτερα στη στέγαση, την εκπαίδευση, και την υγεία ενώ παράλληλα τα δημόσια έσοδα σημείωσαν ουσιαστική μείωση.

H Τουρκική εισβολή και κατοχή στέρησαν την οικονομία της Κύπρου από τους πιο σημαντικούς της πόρους: 70% των πλουτοπαραγωγικών πόρων, 65% των ξενοδοχείων και τουριστικών καταλυμάτων 46% της βιομηχανικής παραγωγής και 56% της εξόρυξης μεταλλευμάτων. Το κλείσιμο του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας και η απώλεια του Λιμανιού της Αμμοχώστου, το οποίο χειριζόταν 83% της συνολικής διακίνησης εμπορευμάτων, ήταν επιπρόσθετα πλήγματα.

Η επιτυχία της Κύπρου στον οικονομικό τομέα οφείλεται μεταξύ άλλων στην υιοθέτηση ενός συστήματος ελεύθερης αγοράς, μίας σωστής μακροοικονομικής πολιτικής από την Κυβέρνηση καθώς επίσης στην ύπαρξη μίας δυναμικής και ευέλικτης επιχειρηματικής τάξης και μιας μορφωμένης εργατικής τάξης. Επιπρόσθετα η οικονομία ωφελήθηκε από τη στενή συνεργασία μεταξύ του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών εταίρων.

Οι σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και ακολούθως με την Ευρωπαϊκή ΄Ένωση, έχουν εξελιχθεί σταδιακά από μια Συμφωνία Σύνδεσης το 1972 σε ένα Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ένωσης το 1987. Στη συνέχεια η Κύπρος υπέβαλε αίτηση για πλήρη ένταξη το 1990 και μετά τη θετική γνωμοδότηση της Επιτροπής της ΕΕ για την αίτηση της Κύπρου το 1993, άρχισαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις το Μάρτιο 1998, οι οποίες αναμένονται να ολοκληρωθούν τον Ιανουάριο 2003.

Η Ευρωπαϊκή πορεία που επέλεξε η Κύπρος διασφαλίζει την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία και ταυτόχρονα την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού. Τα οικονομικά οφέλη για την Κύπρο από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολλά. Τα Κυπριακά προϊόντα και υπηρεσίες θα έχουν πρόσβαση σε μια τεράστια ενιαία αγορά που αποτελείται σήμερα από τις 15 πλέον οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης.

Η συμμετοχή της Κύπρου στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, μια περιοχή όπου διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, υπηρεσιών, ανθρώπων και αγαθών θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα σε πιο αποτελεσματική κατανομή των μέσων παραγωγής σε δραστηριότητες στις οποίες η Κύπρος διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτό θα έχει θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση.

Η Κύπρος θα συμμετέχει στην ανάπτυξη και βελτίωση της οικονομίας της ΕΕ. Θα προσελκύσει επενδύσεις από την ΕΕ σε δραστηριότητες όπου η Κύπρος διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, επιταχύνοντας έτσι την μετατροπή της Κύπρου σε περιφερειακό επιχειρηματικό κέντρο.

Η υιοθέτηση του Ευρώ και συμμετοχή της Κύπρου στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), μια περιοχή όπου επικρατούν συνθήκες μακροοικονομικής σταθερότητας, αναμένεται να οδηγήσει σε χαμηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερα επιτόκια. Επιπρόσθετα η Κύπρος θα ωφεληθεί από την αυξημένη οικονομική βοήθεια της ΕΕ.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, και της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης, της τεχνολογικής επανάστασης που καλύπτει όλους τους τομείς της οικονομίας, το κλειδί για την επιτυχία είναι η ανταγωνιστικότητα, η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και η ικανότητα γρήγορης προσαρμογής στις συνεχώς μεταβαλλόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών.

Η Κυπριακή Κυβέρνηση, στην προσπάθεια της να προσαρμοστεί στις ανάγκες της εποχής, έχει επιλέξει την πορεία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας και κοινωνικής συνοχής, όπου το κράτος δρα σαν ρυθμιστής και προστάτης των ασθενέστερων πολιτών, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει τον ανταγωνισμό προς όφελος του καταναλωτή.

Εν όψει της παγκοσμιοποίησης των οικονομιών, της εντεινόμενης ελευθεροποίησης του εμπορίου, της τεχνολογικής επανάστασης καθώς και της προδιαγραφόμενης ενταξιακής της πορείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κυβέρνηση έχει εφαρμόσει το Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης 1999-2003 οι κυριότερες στρατηγικές επιδιώξεις του οποίου είναι οι ακόλουθες:

· Προώθηση της εναρμόνισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της ετοιμασίας για την προδιαγραφόμενη ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
· Παράλληλη επίτευξη του τρίπτυχου, κοινωνική δικαιοσύνη, σταθερότητα και ανάπτυξη.
· Αναδιάρθρωση όλων των τομέων της οικονομίας, εκσυγχρονισμός των επιχειρηματικών μονάδων, αξιοποίηση και ενίσχυση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και προσαρμογή στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται στα πλαίσια της ασύνορης διεθνούς οικονομίας.
· Αναβάθμιση του ρόλου της Κύπρου, ως Διεθνούς Κέντρου Παροχής Υπηρεσιών.
· Βελτίωση της ποιότητας ζωής και αναβάθμιση του περιβάλλοντος.
· Προσαρμογή της Κύπρου στην Κοινωνία της Πληροφορίας (Information Society).
· Αναμόρφωση του Δημόσιου Τομέα.


Εξελίξεις κατά τη διάρκεια του 2000

Γενική Εκτίμηση
Το 2000 η Κυπριακή οικονομία επέδειξε για τρίτη συνεχή χρονιά ικανοποιητική ανάπτυξη. Κύριοι προωθητικοί παράγοντες στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσαν το ευνοϊκότερο, σε σύγκριση με το 1999, εξωτερικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με την περαιτέρω ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της στερλίνας έναντι της κυπριακής λίρας, που επέδρασε θετικά στη βραχυπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας και αντικατοπτρίστηκε στην επιτάχυνση του ρυθμού διεύρυνσης της εξωτερικής ζήτησης κυπριακών αγαθών και υπηρεσιών. Πρόσθετοι προωθητικοί παράγοντες αποτέλεσαν το γενικά ευνοϊκό κλίμα που επικράτησε μεταξύ καταναλωτών και επενδυτών, όπως και οι θετικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση από την κάθετη αύξηση του χρηματιστηριακού δείκτη κατά το 1999.

Ανασταλτικός παράγοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας αποτέλεσε, η σημαντική αύξηση της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, που συνεπάγεται την εξαγωγή πρόσθετων πόρων από χώρες που εισάγουν πετρέλαιο.

Κατά το 2000, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης ανήλθε στο 5%, σε πραγματικούς όρους, σε συνέχεια ικανοποιητικής ανάπτυξης, 4,5% το 1999. Από τη σκοπιά των συνθηκών ζήτησης, κινητήριος μοχλός ήταν η επιτάχυνση τόσο της εξωτερικής ζήτησης, ιδιαίτερα για τουριστικές υπηρεσίες, όσο και της εγχώριας ζήτησης. Η πολύ ικανοποιητική διεύρυνση της εξωτερικής ζήτησης αποδίδεται κυρίως στην ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της στερλίνας έναντι της κυπριακής λίρας, σε συνδυασμό με τη σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στη Βρετανία, παράγοντας που οδήγησε σε σημαντική αύξηση των αφίξεων τουριστών από τη Βρετανία. Επίσης, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ιδιαίτερα της ιδιωτικής κατανάλωσης και των πάγιων επενδύσεων συνέβαλε στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.

Ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης σημείωσε σημαντική επιτάχυνση το 2000 και ανήλθε σε 7%, σε πραγματικούς όρους, από 3,1% το 1999, εξέλιξη αναμενόμενη, σε κάποιο βαθμό, μετά την υποτονικότητα που επέδειξε η καταναλωτική ζήτηση το 1999. Πρόσθετοι θετικοί παράγοντες στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η κάθετη αύξηση του χρηματιστηριακού δείκτη κατά το 1999, η αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, λόγω των φορολογικών ελαφρύνσεων και της μείωσης της εισφοράς στο Ταμείο Αμυντικής Θωράκισης, καθώς και η αναμενόμενη από πλευράς καταναλωτών, αύξηση του συντελεστή του ΦΠΑ, που επέδρασε αυξητικά στις αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000.

Οι πάγιες επενδύσεις σημείωσαν σημαντική αύξηση της τάξης του 5,5%, περίπου, σε πραγματικούς όρους, το 2000 σε αντίθεση με μείωση 1,1% το 1999. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη μεγάλη διεύρυνση των πάγιων επενδύσεων σε μηχανικό εξοπλισμό, αντικατοπτρίζοντας κυρίως τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης των επιχειρηματικών μονάδων, καθώς και στη διοχέτευση μέρος των χρηματικών πόρων που απορρόφησαν οι επιχειρήσεις μέσω του ΧΑΚ, ιδιαίτερα προς το τέλος του 1999, σε πάγιες επενδύσεις μηχανικού εξοπλισμού. Οι πάγιες επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό σημείωσαν, επίσης, σημαντική διεύρυνση, εξέλιξη που αποδίδεται στην αύξηση του στόλου κυπριακής πλοιοκτήτριας εταιρείας. Ανασταλτικός παράγοντας στην περαιτέρω διεύρυνση των πάγιων επενδύσεων αποτέλεσε η υποτονικότητα που σημείωσε η επενδυτική ζήτηση σε κατασκευαστικά έργα.

Η εξωτερική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες σημείωσε αύξηση της τάξης του 9%, περίπου, σε πραγματικούς όρους, το 2000 σε συνέχεια αύξησης 6,6% το 1999. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη σημαντική αύξηση της εξωτερικής ζήτησης για υπηρεσίες, κυρίως τουριστικές, λόγω της περαιτέρω ανατίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας της στερλίνας έναντι της κυπριακής λίρας σε συνδυασμό με την επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στις κυριότερες τουριστικές αγορές της Κύπρου και της θετικής επίδρασης των διαφημιστικών εκστρατειών του ΚΟΤ στο εξωτερικό. Παράλληλα, ο όγκος εξαγωγών αγαθών σημείωσε μείωση, εξέλιξη που αποδίδεται στη μείωση των γεωργικών εξαγωγών, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών, καθώς και στη μικρή πτώση του όγκου των επανεξαγωγών. Αντίθετα, θετική εξέλιξη αποτελεί η σημαντική άνοδος του όγκου των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων, αντικατοπτρίζοντας κυρίως την ανατίμηση της στερλίνας και του δολαρίου έναντι της κυπριακής λίρας και τη διεύρυνση της εισαγωγικής ζήτησης των Αραβικών Χωρών, λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.

Από τη σκοπιά των συνθηκών προσφοράς, η ικανοποιητική ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας στηρίκτηκε για μια ακόμη χρονιά στους τριτογενείς τομείς των υπηρεσιών και ειδικότερα στον τομέα των ξενοδοχείων και εστιατορίων, του εμπορίου και στους τομείς των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, των τηλεπικοινωνιών, των κτηματομεσιτικών υπηρεσιών και επαγγελματικών και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών.

Πιο συγκεκριμένα, η προστιθέμενη αξία του τομέα των ξενοδοχείων και εστιατορίων σημείωσε συγκριτικά πολύ ικανοποιητική διεύρυνση, της τάξης του 9%, σε πραγματικούς όρους, σε συνέχεια των ικανοποιητικών επιδόσεων που παρουσίασε τα προηγούμενα τρία χρόνια, ως αποτέλεσμα της συγκριτικά μεγάλης αύξησης των αφίξεων τουριστών καθώς και της αύξησης της κατά κεφαλή δαπάνης των τουριστών, σε πραγματικούς όρους.

Ο ρυθμός επέκτασης της προστιθέμενης αξίας του τομέα του εμπορίου σημείωσε επιτάχυνση, αντικατοπτρίζοντας την διεύρυνση της καταναλωτικής και τουριστικής ζήτησης.

Η προστιθέμενη αξία του τομέα των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών (που καλύπτει τις δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, του ΧΑΚ και των χρηματιστηριακών γραφείων) παρουσίασε μεγάλη αύξηση της τάξης του 10%, σε πραγματικούς όρους, παρά την πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη. Αυτό οφείλεται στη διεύρυνση των δραστηριοτήτων των εμπορικών τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των χρηματιστηριακών γραφείων για σύσταση και δημοσιοποίηση νέων εταιρειών στο ΧΑΚ.

Ο τομέας των κτηματομεσιτικών υπηρεσιών παρουσίασε, επίσης, πολύ ικανοποιητική ανάπτυξη, αντικατοπτρίζοντας τη διοχέτευση πόρων που απορρόφησαν εταιρείες μέσω του ΧΑΚ κατά το 1999 σε αγορά ακίνητης περιουσίας. Ως σύνολο, το 2000, η παραγωγική δραστηριότητα των τριτογενών τομέων των υπηρεσιών αυξήθηκε με ρυθμό της τάξης του 7%, περίπου, σε πραγματικούς όρους, σε συνέχεια αύξησης 5,2% το 1999.

Θετική εξέλιξη αποτέλεσε, επίσης, η ικανοποιητική ανάκαμψη του τομέα της μεταποίησης που παρατηρήθηκε κατά το 2000. Ο τομέας της μεταποίησης παρουσίασε ικανοποιητική ανάπτυξη της τάξης του 4%, σε πραγματικούς όρους το 2000, μετά από πέντε χρόνια υποτονικής δραστηριότητας, εξέλιξη που αποδίδεται κυρίως στην επέκταση της εξωτερικής ζήτησης για τα προϊόντα του τομέα και κυρίως τσιγάρα, φαρμακευτικά είδη, τσιμέντο και έπιπλα. Ο όγκος της παραγωγής του τομέα της γεωργίας σημείωσε μείωση της τάξης του 10%, το 2000, σε σύγκριση με αύξηση 13,4% το 1999, εξέλιξη που αποδίδεται αποκλειστικά στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ο τομέας των κατασκευών συνέχισε και κατά το 2000 την πτωτική τάση των τελευταίων επτά χρόνων.

Η ικανοποιητική, σε γενικές γραμμές, ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας αντικατοπτρίστηκε και στην αγορά εργασίας όπου διατηρήθηκαν συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης με οριακή μείωση του ποσοστού ανεργίας, στο 3,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2000 από 3,6% το 1999. Η μείωση της ανεργίας αφορούσε κυρίως τους τομείς του εμπορίου και της μεταποίησης, αντικατοπτρίζοντας την ικανοποιητική ανάπτυξη των τομέων αυτών, όπως και του τομέα των κατασκευών. Κατά το 2000 σημειώθηκε περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης νόμιμων αλλοδαπών από 8,2% του συνόλου των επικερδώς απασχολούμενων το 1999, σε 8,8% το 2000, παρά τα περιοριστικά μέτρα που εφάρμοσε η Κυβέρνηση.

Ο ρυθμός διεύρυνσης των ονομαστικών απολαβών σημείωσε επιτάχυνση της τάξης του 7% το 2000, σε σύγκριση με 4,8% το 1999, κυρίως ως αποτέλεσμα της σημαντικής αύξησης του ρυθμού πληθωρισμού. Συναφώς, οι ονομαστικές απολαβές συνέχισαν να αυξάνονται με ψηλότερο ρυθμό, από τη βελτίωση της παραγωγικότητας καθώς και από το ρυθμό διεύρυνσης των ονομαστικών απολαβών στην ΕΕ, 2,8%, εξέλιξη που υποδηλώνει την ανάγκη για αναστροφή της τάσης διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας σ%26rsquo; ό,τι αφορά το εργατικό κόστος.

Η παραγωγικότητα εργασίας στην Κύπρο αυξήθηκε με ικανοποιητικό ρυθμό της τάξης του 3,4% το 2000, σε συνέχεια παρόμοιου ρυθμού βελτίωσης το 1999. Η παραγωγικότητα εργασίας στην ΕΕ βελτιώθηκε με αισθητά χαμηλότερο ρυθμό της τάξης του 1,8% το 2000, συμβάλλοντας έτσι θετικά σε σμίκρυνση της διαφοράς του επιπέδου παραγωγικότητας μεταξύ ΕΕ και Κύπρου.

Ο ρυθμός πληθωρισμού σημείωσε σημαντική επιτάχυνση και ανήλθε σε 4,1% το 2000, σε σύγκριση με 1,7% το 1999, ξεπερνώντας το σχετικό κριτήριο σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η αύξηση του ρυθμού πληθωρισμού αποδίδεται σε εξωγενείς παράγοντες που δεν αναμένεται να συνεχιστούν στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, η επιτάχυνση οφείλεται στην κάθετη αύξηση της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, στη σημαντική ανατίμηση του δολαρίου και της στερλίνας έναντι της κυπριακής λίρας, στις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επέδρασαν αυξητικά στις τιμές των γεωργικών προϊόντων και στην αύξηση του συντελεστή του ΦΠΑ από την 1η Ιουλίου 2000. Αντισταθμιστικός παράγοντας στην περαιτέρω διεύρυνση του ρυθμού πληθωρισμού το 2000 αποτέλεσε η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών των υπηρεσιών, όπως σε ενοίκια και προσωπικές υπηρεσίες καθώς και η μείωση των τελών της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου για τις διεθνείς κλήσεις. Σημειώνεται ότι, εξαιρουμένων των πιο πάνω αναφερόμενων εξωγενών παραγόντων, ο ρυθμός πληθωρισμού κυμάνθηκε γύρω στο 2%.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο Ισοζύγιο Πληρωμών σημείωσε αύξηση, από 2,4% του ΑΕΠ το 1999 σε 5,2% το 2000. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στη μεγάλη αύξηση της τιμής του πετρελαίου και στη σημαντική επιτάχυνση της εισαγωγικής ζήτησης, εξέλιξη αναμενόμενη, σε κάποιο βαθμό, μετά την υποτονικότητα που παρουσίασε το 1999. Σημειώνεται, ότι το πρόσθετο κόστος από τις αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου κατά το 2000 ανήλθε στα £137,7εκ. το οποίο αντιστοιχεί με 2,5% του ΑΕΠ. Αντισταθμιστικός παράγοντας στην περαιτέρω επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αποτέλεσε η ικανοποιητική αύξηση τόσο των εξαγωγών υπηρεσιών, όσο και των εξαγωγών αγαθών κυρίως μεταποιημένων προϊόντων. Η καθαρή κίνηση κεφαλαίων κατά το 2000 ανήλθε σε £144,7εκ., λόγω της αύξησης εισροής κεφαλαίων από ξένες άμεσες επενδύσεις και επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε η άρση των περιορισμών που προκύπτουν από τον Περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, που αφορούν τις άμεσες επενδύσεις και τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου από κατοίκους χωρών μελών της ΕΕ από τον Ιανουάριο του 2000 και τη μερική ελευθεροποίηση των επενδύσεων χαρτοφυλακίου για κατοίκους τρίτων χωρών από τον Αύγουστο του 2000. Τα συναλλαγματικά αποθέματα σημείωσαν περαιτέρω αύξηση και πρόσφεραν κάλυψη εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών 16,7 μηνών το 2000, σε σύγκριση με 14,8 μήνες το 1999. Το ποσοστό του μακροχρόνιου εξωτερικού χρέους ως προς το ΑΕΠ και το ποσοστό εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους εξακολούθησαν να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα 27,6%, και 7,6%, αντίστοιχα, σε σύγκριση με τα διεθνώς παραδεχτά επίπεδα.

Η πτωτική τάση του δημοσιονομικού ελλείμματος που ξεκίνησε το 1999, ενδυναμώθηκε περαιτέρω το 2000. Πιο συγκεκριμένα, το δημοσιονομικό έλλειμμα περιορίστηκε στο 2,8% του ΑΕΠ το 2000, σε σύγκριση με 5,5% το 1998 και 4% το 1999, ικανοποιώντας το σχετικό κριτήριο του Μάαστριχτ. Η βελτίωση αυτή αποδίδεται κυρίως στην επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης που επεξεργάστηκε και εφαρμόζει η Κυβέρνηση από τα μέσα του 1999 και στον πολύ ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, παράγοντες που επέδρασαν ουσιαστικά στην επέκταση του ρυθμού αύξησης των δημόσιων εσόδων. Η σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είχε ως αποτέλεσμα και την ανακοπή της αυξητικής τάσης του δημόσιου χρέους που συγκρατήθηκε στο 60,5% του ΑΕΠ το 2000, εξαιρουμένου του ενδοκυβερνητικού χρέους.

Η νομισματική πολιτική το 2000 στόχευε στη διατήρηση συνθηκών νομισματικής σταθερότητας. Ο ρυθμός αύξησης της συνολικής προσφοράς χρήματος σημείωσε επιβράδυνση και κυμάνθηκε στο 8,4% το 2000, σε σύγκριση με 15,1% το 1999. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν η επιβολή ποσοτικών περιορισμών στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών, σε συνάρτηση με την αύξηση του ποσοστού υποχρεωτικών καταθέσεων των τραπεζών με την Κεντρική Τράπεζα από 7% σε 8% από την 1 Ιουλίου 2000, η διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του Ισοζυγίου Πληρωμών, όπως επίσης και η σημαντική συγκράτηση των πιστώσεων του τραπεζικού τομέα προς το δημόσιο τομέα, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της δημοσιονομικής κατάστασης. Παρά την επιβολή ποσοτικών περιορισμών στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών, ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα διατηρήθηκε σε ψηλά επίπεδα, λόγω της σημαντικής διεύρυνσης της καταναλωτικής και επενδυτικής ζήτησης. Το μερίδιο των προσωπικών δανείων στο σύνολο των νέων δανείων που παραχωρήθηκαν το 2000 μειώθηκε από 73,2% το 1999 σε 59,3% το 2000, εξέλιξη αναμενόμενη, σε κάποιο βαθμό, μετά την έξαρση της ζήτησης για προσωπικά δάνεια που παρατηρήθηκε το 1999 για επενδύσεις στο ΧΑΚ.

Συνοψίζοντας, η κυπριακή οικονομία βρίσκεται σε πορεία ικανοποιητικής ανάπτυξης τα τελευταία τρία χρόνια, με τους τριτογενείς τομείς των υπηρεσιών να αποτελούν τον κινητήριο μοχλό ανάπτυξης από τομεακής σκοπιάς. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης ανήλθε σε 5%, σε πραγματικούς όρους το 2000, σε συνέχεια ικανοποιητικής ανάπτυξης, της τάξης του 4,5% το 1999. Το ποσοστό ανεργίας διατηρήθηκε σε χαμηλά επίπεδα, 3,4% το 2000 και το δημοσιονομικό έλλειμμα σημείωσε ουσιαστική βελτίωση και περιορίστηκε σε 2,8% του ΑΕΠ το 2000. Ο ρυθμός πληθωρισμού παρουσίασε επιτάχυνση και κυμάνθηκε στο 4,1%, εξέλιξη που δεν αναμένεται, όμως, να συνεχιστεί στο μέλλον, ενώ εξαιρουμένων των μη επαλαμβανομένων αιτιών ο πληθωρισμός ανήλθε σε 2%. Αρνητική εξέλιξη, στην όλη θετική εικόνα, αποτελεί η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του Ισοζυγίου Πληρωμών.


Προοπτικές για το 2001

Ανάλυση Μακροοικονομικών Μεγεθών

Ζήτηση – Εγχώρια Παραγωγή
Οι εξελίξεις σε μια μικρή και ανοικτή οικονομία όπως της Κύπρου εξαρτούνται σε σημαντικό βαθμό από τις συνθήκες που διαμορφώνονται στις εξωτερικές αγορές. Σε γενικές γραμμές, το εξωτερικό περιβάλλον αναμένεται να παραμείνει ευνοϊκό το 2001. Στη Μεγάλη Βρετανία, που αποτελεί τη μεγαλύτερη τουριστική αγορά της Κύπρου και απορροφά το μεγαλύτερο μερίδιο των εγχώριων της εξαγωγών σε αγαθά, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, παρά τη μικρή προβλεπόμενη επιβράδυνση, αναμένεται να παραμείνει σε συγκριτικά ικανοποιητικά επίπεδα, γύρω στο 3% το 2001, όπως επίσης και ο ρυθμός διεύρυνσης της εισαγωγικής ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, γύρω στο 7%. Στις άλλες αγορές που ενδιαφέρουν την Κύπρο, η εικόνα είναι ακόμα ενθαρρυντική, αφού για τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ προβλέπεται μικρή επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, ο οποίος για το σύνολο των χωρών της ΕΕ αναμένεται να κυμανθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, γύρω στο 3% το 2001. Για τις χώρες της Μέσης Ανατολής, αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού διεύρυνσης της εισαγωγικής ζήτησης, παρά την οριακή επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης τους από 4,7% το 2000 σε 4,1% το 2001. Τέλος, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εκτιμάται ότι θα σημειώσει επιτάχυνση από 3,1% το 2000 σε 4,2% το 2001. Σ%26rsquo; ό,τι αφορά το ρυθμό ανάπτυξης της Ρωσίας προβλέπεται ότι θα παραμείνει σε ικανοποιητικά επίπεδα στο 4% το 2001. Θετικός παράγοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας θα αποτελέσει, επίσης, και η μείωση της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.

Οι προβλέψεις για το 2001 στηρίζονται και στην υπόθεση διατήρησης, γενικά, των ισοτιμιών των νομισμάτων των οικονομικών εταίρων και ανταγωνιστών της Κύπρου ως είχαν κατά το 2000, με μόνη εξαίρεση τη μικρή ενδεχομένως υποτίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών της στερλίνας και του δολαρίου έναντι της κυπριακής λίρας. Η ενδεχόμενη αυτή εξέλιξη, σε σχέση με τη στερλίνα δεν αναμένεται να διαφοροποιήσει ουσιαστικά τη βραχυπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα των κυπριακών αγαθών και υπηρεσιών δεδομένης της κάθετης ανατίμησης της στερλίνας έναντι της κυπριακής λίρας που παρατηρήθηκε τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια.

Πρόσθετος θετικός παράγοντας για τις προοπτικές της κυπριακής οικονομίας κατά το 2001 αποτελεί το ευνοϊκό κλίμα που επικρατεί γενικά ανάμεσα στους επιχειρηματίες σ%26rsquo; ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις τους για τη μελλοντική κατάσταση των επιχειρήσεών τους, και διαφαίνεται στις Έρευνες Επιχειρηματικών Προβλέψεων, που διεξάγει η Στατιστική Υπηρεσία για τους τομείς της μεταποίησης, των ξενοδοχείων και των επαγγελματικών υπηρεσιών.

Αντισταθμιστικός παράγοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας αναμένεται να αποτελέσει η πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη που εκτιμάται ότι θα συγκρατήσει το ρυθμό διεύρυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης προβλέπεται να κυμανθεί γύρω στο 4,2%, σε πραγματικούς όρους, το 2001 σε συνέχεια αύξησης γύρω στο 5% το 2000, με κινητήριο μοχλό την εξωτερική και την επενδυτική ζήτηση.

Αναλυτικότερα, η εγχώρια ζήτηση, εξαιρουμένης της αγοράς αμυντικού εξοπλισμού, αναμένεται να διευρυνθεί με ρυθμό γύρω στο 2,5%, σε πραγματικούς όρους το 2001, σε σύγκριση με 7% το 2000. Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να παρουσιάσει επιβράδυνση στο ρυθμό επέκτασής της 3%, σε πραγματικούς όρους το 2001, έναντι αύξησης 6,5% το 2000. Η μικρότερη διεύρυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται κυρίως στην αναμενόμενη συγκράτηση των αγορών διαρκών καταναλωτικών αγαθών, μετά την έξαρση που παρατηρήθηκε, κυρίως, το πρώτο εξάμηνο του 2000, την περίοδο δηλαδή που προηγήθηκε της αύξησης του συντελεστή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως και στις αρνητικές επιπτώσεις από την πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη κατά το 2000 και το πρώτο τρίμηνο του 2001, που συνεπάγεται μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών. Πρόσθετος ανασταλτικός παράγοντας στην περαιτέρω διεύρυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται ότι θα αποτελέσει, η διαφοροποίηση των επιτοκίων σε βάρος των καταναλωτικών δανείων, η οποία έχει επέλθει με την ελευθεροποίηση των επιτοκίων από την 1 Ιανουαρίου 2001. Θετικός παράγοντας στη διεύρυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης αποτελεί η περαιτέρω προβλεπόμενη επέκταση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, που θα προέλθει από την αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών απολαβών, όπως επίσης και από την αναμενόμενη μείωση της τιμής του πετρελαίου, η οποία θα συνεπάγεται μείωση των δαπανών των νοικοκυριών για πετρελαιοειδή και ηλεκτρισμό.

Ο ρυθμός επέκτασης της δημόσιας κατανάλωσης, εξαιρουμένης της άμυνας, αναμένεται να περιοριστεί στο 2,5%, σε πραγματικούς όρους το 2001, σε σύγκριση με 3,5% το 2000, αντικατοπτρίζοντας την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση στα πλαίσια εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Η αναμενόμενη συγκράτηση, τόσο της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας κατανάλωσης εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των εγχώριων αποταμιεύσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ από 15,3% το 2000 σε 15,5% περίπου το 2001.

Η ικανοποιητική διεύρυνση των πάγιων επενδύσεων που σημειώθηκε το 2000, γύρω στο 5,5% σε πραγματικούς όρους, αναμένεται να συνεχιστεί και το 2001 με τον ίδιο περίπου ρυθμό. Προωθητικοί παράγοντες αναμένεται ότι θα αποτελέσουν το ευνοϊκό κλίμα που επικρατεί ανάμεσα στους επιχειρηματίες, όπως διαφαίνεται στις Έρευνες Επιχειρηματικών Προβλέψεων, η κατάργηση από τις αρχές του 2000 των περιορισμών που προκύπτουν από τον Περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο για τις άμεσες επενδύσεις και τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου από κατοίκους χωρών μελών της ΕΕ, καθώς επίσης και η μερική ελευθεροποίηση των επενδύσεων χαρτοφυλακίου για κατοίκους τρίτων χωρών από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Παράλληλα, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση το 1999, αυξανόμενη τάση προσαρμογής των επιχειρηματικών μονάδων στις συνθήκες εντεινόμενου ανταγωνισμού, που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2001. Πρόσθετα, αναμένεται ότι μέρος των χρηματικών πόρων που απορρόφησαν οι επιχειρήσεις μέσω του ΧΑΚ, ιδιαίτερα κατά το τέλος του 1999 και αρχές του 2000, θα διοχετευτούν σε πάγιες επενδύσεις το 2001. Σ%26rsquo; ό,τι αφορά τις επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα, προβλέπεται μικρή αύξηση, σε πραγματικούς όρους, όπως διαφαίνεται και από την αύξηση του όγκου των αδειών οικοδομής σε κατοικίες, εμπορικά κτίρια και τουριστικά διαμερίσματα. Συναφώς, παρατηρείται σταδιακή ανάκαμψη του επενδυτικού ενδιαφέροντος γενικότερα σε τουριστικά καλύμματα που αντικατοπτρίζεται στον αυξημένο αριθμό αιτήσεων για ανέγερση νέων τουριστικών καταλυμάτων. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης πολύ ικανοποιητικής επίδοσης του τουρισμού τα τελευταία τέσσερα χρόνια, που οδήγησε σε αύξηση της επικερδότητας των επενδύσεων του τομέα. Πρόσθετα, προγραμματίζεται αύξηση των επενδυτικών δαπανών του ευρύτερο δημόσιου τομέα, δηλαδή της Κεντρικής Κυβέρνησης, των Ημικρατικών Οργανισμών και των Τοπικών Αρχών, μεγάλο μέρος των οποίων αφορούν κατασκευαστικά έργα.

Η εξωτερική ζήτηση αναμένεται να διευρυνθεί με ικανοποιητικό ρυθμό γύρω στο 6%, σε πραγματικούς όρους το 2001, σε συνέχεια αύξησης 9% περίπου το 2000, με ανάκαμψη των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων και συνέχιση των ψηλών ρυθμών αύξησης των εξαγωγών υπηρεσιών. Πιο αναλυτικά, προβλέπεται σημαντική αύξηση του όγκου των εγχώριων εξαγωγών αγαθών κατά 9,5% περίπου το 2001, που εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από την προβλεπόμενη ανάκαμψη του όγκου των εξαγωγών πατατών μετά την κάθετη πτώση που παρατηρήθηκε το 2000, καθώς και την περαιτέρω διεύρυνση του όγκου των εγχώριων εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων, ως αποτέλεσμα του ευνοϊκού εξωτερικού περιβάλλοντος. Ο όγκος των επανεξαγωγών προβλέπεται να διευρυνθεί κατά 4% περίπου, σε πραγματικούς όρους, το 2001, έναντι μείωσης 1,5% το 2000, λόγω της αναμενόμενης επιτάχυνσης του ρυθμού ανάπτυξης των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Οι εξαγωγές υπηρεσιών πέραν των τουριστικών αναμένεται να συνεχίσουν το δυναμισμό που επέδειξαν τα τελευταία χρόνια. Σ%26rsquo; ό,τι αφορά την τουριστική ζήτηση αναμένεται ικανοποιητικός ρυθμός διεύρυνσης των αφίξεων τουριστών. Ως σύνολο, ο όγκος των εξαγωγών υπηρεσιών προβλέπεται να αυξηθεί κατά 6% περίπου το 2001.

Από τη σκοπιά της προσφοράς, κύριοι μοχλοί ανάπτυξης προβλέπεται να αποτελέσουν, για άλλη μια χρονιά, οι τριτογενείς τομείς των υπηρεσιών και ειδικότερα οι τομείς των επαγγελματικών και κοινωνικών υπηρεσιών, των ξενοδοχείων και εστιατορίων, των κτηματομεσιτικών υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών, των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και της πληροφορικής.

Πιο αναλυτικά, η προστιθέμενη αξία του τομέα των ξενοδοχείων και εστιατορίων αναμένεται να παρουσιάσει ικανοποιητική αύξηση 5% περίπου σε πραγματικούς όρους το 2001, σε συνέχεια αύξησης 9% το 2000. Η προβλεπόμενη διεύρυνση της τουριστικής κίνησης προς την Κύπρο εκτιμάται ότι θα προέλθει από τη συνέχιση της ικανοποιητικής οικονομικής ανάπτυξης στις χώρες της ΕΕ και ιδιαίτερα της Βρετανίας και της Γερμανίας, που αποτελούν τις κυριότερες τουριστικές αγορές της Κύπρου. Παράλληλα, η συνέχιση της πορείας ανάκαμψης των οικονομιών των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ρωσίας, αναμένεται ότι θα έχει θετικές επιπτώσεις στην αυξανόμενη προσέλκυση τουριστών από τις αγορές αυτές. Ανασταλτικοί παράγοντες στην περαιτέρω διεύρυνση της τουριστικής κίνησης προς την Κύπρο εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν η αναμενόμενη μικρή ανατίμηση της κυπριακής λίρας έναντι της στερλίνας κατά το 2001 καθώς και η κάθετη υποτίμηση της τουρκικής λίρας το Φεβρουάριο του 2001, που είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Τουρκίας ως τουριστικού προορισμού στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η ικανοποιητική γενικά διεύρυνση της τουριστικής ζήτησης αναμένεται να επηρεάσει θετικά την οικονομική δραστηριότητα και άλλων τομέων των υπηρεσιών που συνδέονται με τον τουρισμό, όπως είναι οι μεταφορές, που προβλέπεται να παρουσιάσουν αύξηση της τάξης του 4%, σε πραγματικούς όρους το 2001.

Ο ρυθμός αύξησης της προστιθέμενης αξίας του τομέα του χονδρικού και λιανικού εμπορίου προβλέπεται να συγκρατηθεί στο 3%, σε πραγματικούς όρους το 2001, σε σύγκριση με αύξηση 6,5% το 2000, εξέλιξη που οφείλεται αποκλειστικά στην αναμενόμενη επιβράδυνση του ρυθμού επέκτασης της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Κατά το 2001, αναμένεται συνέχιση του πολύ ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης των υπόλοιπων τομέων των υπηρεσιών, όπως των τηλεπικοινωνιών, των τραπεζικών, των επαγγελματικών και των κοινωνικών υπηρεσιών. Οι βασικότεροι παράγοντες για την προβλεπόμενη ικανοποιητική διεύρυνση της παραγωγής των τομέων αυτών αποτελούν ο αυξημένος εξαγωγικός τους προσανατολισμός σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του ευνοϊκού εξωτερικού περιβάλλοντος, καθώς και η ψηλή εισοδηματική ελαστικότητα που χαρακτηρίζει την εγχώρια ζήτηση για τις υπηρεσίες των τομέων αυτών. Ειδικότερα για τον υποτομέα των τηλεπικοινωνιών πρόσθετος προωθητικός παράγοντας αναμένεται να αποτελέσει η μείωση από την ΑΤΗΚ των διεθνών τελών τον Αύγουστο του 2000 και τον Ιανουάριο του 2001. Εξαίρεση αναμένεται να αποτελέσει ο υποτομέας των χρηματιστηριακών υπηρεσιών, για τον οποίο προβλέπεται μείωση του όγκου παραγωγής του, λόγω της πτώσης του χρηματιστηριακού δείκτη και της μείωσης γενικά του επενδυτικού ενδιαφέροντος σε χρηματιστηριακούς τίτλους.

Ο τομέας της μεταποίησης αναμένεται να συνεχίσει και κατά το 2001 την πορεία σταδιακής ανάκαμψης που παρατηρήθηκε το 2000. Ο ρυθμός αύξησης της προστιθέμενης του αξίας αναμένεται να ανέλθει σε 2,5% σε πραγματικούς όρους το 2001, σε συνέχεια αύξησης 4% το 2000. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται να προέλθει από τη συνέχιση της ικανοποιητικής διεύρυνσης της εξωτερικής ζήτησης για ορισμένα προϊόντα του τομέα, αντικατοπτρίζοντας το ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον και την τάση προσαρμογής ορισμένων κλάδων της μεταποίησης, όπως των φαρμακευτικών ειδών και ορισμένων ειδών τροφίμων και ποτών, στις συνθήκες έντονου ανταγωνισμού. Πρόσθετα, η διατήρηση ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της εγχώριας ζήτησης για ενδιάμεσα αγαθά.

Η πτωτική τάση της παραγωγής του τομέα των κατασκευών αναμένεται να ανακοπεί το 2001, όπως διαφαίνεται από την αύξηση του όγκου των εγκριθεισών αδειών οικοδομής κατά το 2000, τόσο για κατοικίες όσο και για τουριστικά και εμπορικά καταλύματα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται αύξηση της προστιθέμενης αξίας του τομέα των κατασκευών της τάξης του 1,5%, σε πραγματικούς όρους το 2001, έναντι μείωσης 2% το 2000, εξέλιξη που αναμένεται να προέλθει κυρίως από την ανάκαμψη της κατασκευαστικής δραστηριότητας σε τουριστικά καταλύματα και τη συνέχιση και κατά το 2001 της ενίσχυσης και αναβάθμισης της υποδομής της Κύπρου από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Τέλος, ο όγκος παραγωγής του τομέα της γεωργίας, αναμένεται να παρουσιάσει, επίσης, ανάκαμψη και να αυξηθεί κατά 5% σε πραγματικούς όρους το 2001, έναντι μείωσης 10% το 2000, αντικατοπτρίζοντας μερική ανάκαμψη της φυτικής παραγωγής, η οποία επηρεάστηκε ιδιαίτερα αρνητικά από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν κυρίως τους πρώτους μήνες του 2000.

Αγορά Εργασίας
Η προβλεπόμενη συνέχιση ικανοποιητικής οικονομικής ανάπτυξης κατά το 2001 αναμένεται να αντικατοπτριστεί και στις εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Ο επικερδώς απασχολούμενος πληθυσμός εκτιμάται να αυξηθεί με ρυθμό της τάξης του 1,2% το 2001, σε συνέχεια αύξησης 1,6% το 2000, οδηγώντας σε δημιουργία περίπου 3.400 πρόσθετων θέσεων απασχόλησης. Από τομεακής σκοπιάς, αναμένεται αύξηση της απασχόλησης ιδιαίτερα στους τομείς των ιδιωτικών υπηρεσιών, αντικατοπτρίζοντας τη συνεχή τάση αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης της κυπριακής οικονομίας προς όφελος των τομέων αυτών. Στον τομέα της δημόσιας διοίκησης και άμυνας υπολογίζεται ότι θα υπάρξει οριακή μόνο αύξηση, λόγω της εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης. Στον τομέα της γεωργίας αναμένεται επίσης οριακή αύξηση της απασχόλησης, ενόψει αναμενόμενης μερικής ανάκαμψης του τομέα μετά την κάθετη πτώση που σημειώθηκε κατά το 2000, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών. Αντίθετα, στον τομέα της μεταποίησης αναμένεται οριακή μείωση της απασχόλησης, λόγω των εντεινόμενων προσπαθειών για βελτίωση της παραγωγικότητας του τομέα και αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνθηκών οξύτερου ανταγωνισμού.

Η πρόσθετη προσφορά εργατικού δυναμικού αναμένεται να προέλθει από τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας απόφοιτους δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και τη μείωση των ανέργων, ενώ δεν προβλέπεται αύξηση στον αριθμό των αλλοδαπών που εργοδοτούνται στην Κύπρο. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί στο 3,3% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2001.

Η παραγωγικότητα εργασίας αναμένεται να αυξηθεί κατά 3% το 2001, σε συνέχεια αύξησης 3,4% το 2000. Οι ονομαστικές απολαβές υπολογίζεται να αυξηθούν κατά 4,9% το 2001, έναντι 7% το 2000. Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των απολαβών αναμένεται να προέλθει από τη σημαντική συγκράτηση του ρυθμού πληθωρισμού. Οι πραγματικές απολαβές αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό 2,8% το 2001, αντικατοπτρίζοντας την μετριοπάθεια που προβλέπεται να συνεχίσουν να επιδεικνύουν οι κοινωνικοί εταίροι στα πλαίσια των επικείμενων συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Το μοναδιαίο εργατικό κόστος, σε ονομαστικούς όρους, αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό της τάξης του 1,8% το 2001, σε σύγκριση με 3,5% το 2000, οδηγώντας σε διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας, δεδομένου ότι και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του μοναδιαίου εργατικού κόστους στην ΕΕ προβλέπεται να κυμανθεί στα ίδια περίπου επίπεδα.

Ρυθμός Πληθωρισμού
Ο ρυθμός πληθωρισμού το 2001 αναμένεται να κυμανθεί γύρω στο 2%, σε σύγκριση με 4,1% το 2000. Η συγκράτηση του ρυθμού πληθωρισμού προβλέπεται να προέλθει από την αναμενόμενη μείωση των τιμών των πετρελαιοειδών στις διεθνείς αγορές η οποία θα επηρεάσει άμεσα τις τιμές του ηλεκτρισμού και έμμεσα τις τιμές των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων βιομηχανικής προέλευσης, την υπόθεση για πιο ευνοϊκές καιρικές συνθήκες που θα να επηρεάσουν πτωτικά της τιμές των προϊόντων γεωργικής προέλευσης, την εκτίμηση για επιβράδυνση της ιδιωτικής καταναλωτικής ζήτησης καθώς και τη μείωση του ρυθμού αύξησης των εργατικών κόστων.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι σταθεροποιητικά στο επίπεδο τιμών κατά το 2001, θα επιδράσει και το γεγονός ότι η μόνη αυξητική τάση, από πλευράς φορολογίας, αποτελεί η αύξηση του συντελεστή του ΦΠΑ από 8% σε 10%, που επιβλήθηκε την 1η Ιουλίου του 2000, σε αντίθεση με το 2000, όπου επέδρασε ανοδικά στο ρυθμό πληθωρισμού, όχι μόνο η αύξηση του συντελεστή του ΦΠΑ αλλά και οι αυξήσεις σε αριθμό φόρων κατανάλωσης που επιβλήθηκαν στην πλειοψηφία τους το τελευταίο τρίμηνο του 1999.

Iσοζύγιο Πληρωμών
Οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας αναμένεται να σημειώσουν βελτίωση κατά το 2001 σε σύγκριση με το 2000, ως αποτέλεσμα κυρίως της συγκράτησης του ρυθμού αύξησης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αλλά και του ικανοποιητικού ρυθμού αύξησης των εξαγωγών.

Αναλυτικότερα, οι εξαγωγές αγαθών σε ονομαστικούς όρους προβλέπεται να διευρυνθούν με ρυθμό γύρω στο 8% έναντι αύξησης 3,8% το 2000 αντικατοπτρίζοντας την περαιτέρω διεύρυνση τόσο των εγχώριων εξαγωγών όσο και των επανεξαγωγών. Οι εγχώριες εξαγωγές προβλέπεται να διευρυνθούν περαιτέρω με ρυθμό της τάξης του 10,5% περίπου το 2001 σε σύγκριση με 8,4% το 2000, κυρίως ως αποτέλεσμα της προβλεπόμενης ανάκαμψης που προβλέπεται των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων. Συναφώς, οι γεωργικές εξαγωγές έχουν επηρεαστεί αρνητικά, τα δύο προηγούμενα χρόνια, από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Οι επανεξαγωγές αναμένεται να σημειώσουν ικανοποιητική αύξηση κατά το 2001, μετά τη στασιμότητα που παρατηρήθηκε το 2000, λόγω της προβλεπόμενης ικανοποιητικής ανάπτυξης των κυριότερων αγορών των επανεξαγωγών μας.

Ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών αγαθών προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 5% περίπου, εξέλιξη αναμενόμενη μετά την κάθετη αύξηση της τάξης του 21,8% που σημειώθηκε το 2000, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης μείωσης της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές το 2001 που εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε απόλυτη μείωση των εισαγωγών πετρελαιοειδών καθώς και της σημαντικής επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης των εισαγωγών μη πετρελαϊκών προϊόντων γύρω στο 7,5% το 2001, σε σύγκριση με αύξηση 15,9% το 2000, ως αποτέλεσμα της σημαντικής συγκράτησης του ρυθμού διεύρυνσης της εγχώριας ζήτησης που προβλέπεται για το 2001.

Οι διαγραφόμενες εξελίξεις σχετικά με τις εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών θα οδηγήσουν σε μικρή διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, σε απόλυτους όρους, στα £1700 εκ. περίπου το 2001, από £1631 εκ. το 2000. Σε σχετικούς, όμως, όρους το εμπορικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί γύρω στο 29% του ΑΕΠ από 29,8% το 2000.

Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών υπηρεσιών αναμένεται να σημειώσει επιβράδυνση, αντικατοπτρίζοντας κυρίως την προβλεπόμενη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των εσόδων από τον τουρισμό, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό της τάξης του 8% περίπου σε σύγκριση με 16,8% το 2000, κυρίως λόγω της μείωσης του ρυθμού αύξησης των αφίξεων και της επαναφοράς του ρυθμού διεύρυνσης της κατά κεφαλής δαπάνης των τουριστών, σε επίπεδα που αντικατοπτρίζουν τις μεσοπρόθεσμες τάσεις.

Ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών υπηρεσιών προβλέπεται να επιβραδυνθεί σε ακόμα μεγαλύτερο ρυθμό και να κυμανθεί γύρω στο 6% το 2001 από 14,2% το 2000 λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της εγχώριας ζήτησης.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω εξελίξεων, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να παρουσιάσει έλλειμμα της τάξης των £212 εκ. περίπου το 2001 σε σχέση με έλλειμμα της τάξης των £287,7 εκ. το 2000, και ως ποσοστό στο ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί στο 3,6% από 5,2%, τον προηγούμενο χρόνο.

Δημοσιονομικά
Η καθοδική τάση του δημοσιονομικού ελλείμματος που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια προβλέπεται να συνεχισθεί και κατά το 2001 ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Τα δημόσια έσοδα αναμένεται να αυξηθούν με ικανοποιητικό ρυθμό αντικατοπτρίζοντας κυρίως την περαιτέρω αύξηση των εσόδων από το ΦΠΑ, αφού το 2001 θα διαφανεί πλήρως η επίδραση της αύξησης του συντελεστή του ΦΠΑ από 8% σε 10%, που επιβλήθηκε από την 1.7.2000, όπως και τη συνέχιση ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Ο ρυθμός αύξησης των εσόδων από το φόρο εισοδήματος προβλέπεται να σημειώσει κάποια επιβράδυνση, εντούτοις θα κυμανθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, λόγω του προβλεπόμενου ικανοποιητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Αντισταθμιστικός παράγοντας στη περαιτέρω διεύρυνση των δημοσίων εσόδων αναμένεται να αποτελέσουν τα μειωμένα έσοδα από το τέλος στις χρηματιστηριακές πράξεις, λόγω της διαφαινόμενης μείωσης του ενδιαφέροντος του ευρύτερου επενδυτικού κοινού για αγοραπωλησίες μετοχών και της συνεπακόλουθης επίπτωσης στον όγκο συναλλαγών.

Ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών προβλέπεται να συγκρατηθεί. Σημαντικοί παράγοντες που αναμένεται να οδηγήσουν σε αυτή την εξέλιξη είναι οι χαμηλότερες αυξήσεις σε δαπάνες για μισθούς και ημερομίσθια λόγω της χαμηλότερης ΑΤΑ που προβλέπεται για το 2001, και οι χαμηλότερες δαπάνες για επιδοτήσεις αφού με βάση το νέο μηχανισμό καθορισμού των τιμών των πετρελαιοειδών που εγκρίθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τέθηκε σε ισχύ από τον Ιούλιο του 2000, διαφοροποιήσεις στις τιμές των πετρελαιοειδών στις διεθνείς αγορές, οδηγούν σε ανάλογες αλλαγές των τιμών στην εγχώρια αγορά, και ως εκ τούτου θα εκλείψει, σε μεγάλο βαθμό, η ανάγκη επιδότησης από μέρους της Κυβέρνησης των εταιρειών πετρελαιοειδών. Πρόσθετα, προβλέπεται ουσιαστική συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών, λόγω και της αναμενόμενης μείωσης της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές το 2001, που θα οδηγήσει σε συγκράτηση των λειτουργικών κόστων της δημόσιας υπηρεσίας, αφού θα μειωθούν οι δαπάνες σε αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Η συνέχιση της πτωτικής τάσης του δημοσιονομικού ελλείμματος που προβλέπεται για το 2001 εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε συγκράτηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού στο ΑΕΠ, στα επίπεδα περίπου του 2000.

Νομισματικά
Με γνώμονα τη διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης όλων των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας και την επίτευξη των στόχων για βελτίωση των συνθηκών νομισματικής σταθερότητας, η επέκταση των τραπεζικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα για το 2001, στοχεύεται στο 10,7%. Σημειώνεται, ότι από την 1.1.2001 το ύψος των επιτοκίων διαμορφώνεται ελεύθερα. Δεδομένης της πρόβλεψης για επιβράδυνση της εγχώριας και της εξωτερικής ζήτησης, καθώς και της αναμενόμενης αισθητής αποκλιμάκωσης του ρυθμού πληθωρισμού κατά το 2001, εκτιμάται ότι ο στόχος πιστωτικής επέκτασης είναι πραγματοποιήσιμος χωρίς να μεταβληθεί το ύψος των επιτοκίων.
Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης, 1999-2003


Κυριότερες Επιδιώξεις
Οι επιδιώξεις του παρόντος Σχεδίου Ανάπτυξης υιοθετήθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές συνθήκες και ειδικότερα την ιστορικής σημασίας έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), τη διεθνή τάση για παγκοσμιοποίηση των οικονομιών και ελευθεροποίηση του εμπορίου και των χρηματοδοτικών συναλλαγών καθώς και τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής. Περαιτέρω, λήφθηκαν υπόψη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και οι δυνατότητες της κυπριακής οικονομίας καθώς και τα προβλήματα και οι περιοριστικοί παράγοντες που αντιμετωπίζει.

Εναρμόνιση με την ΕΕ
Οι βασικότερες επιδιώξεις του παρόντος Σχεδίου είναι, αφενός, η σταδιακή προσαρμογή της κυπριακής νομοθεσίας με το κοινοτικό κεκτημένο και η δημιουργία των κατάλληλων διοικητικών και θεσμικών δομών για αποτελεσματική εφαρμογή του και, αφετέρου, η προετοιμασία της οικονομίας για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον επερχόμενο εντεινόμενο ανταγωνισμό στα πλαίσια της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ.
Η κυπριακή πλευρά στοχεύει στην ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ σε όσο το δυνατό πιο σύντομο χρονικό διάστημα και την πλήρη υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου μέχρι το τέλος του 2002, με ορισμένες μόνο εξαιρέσεις, που θα είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που ήδη διεξάγονται. Στόχο της Κυβέρνησης αποτελεί η ετοιμασία της Κυπριακής Δημοκρατίας για ένταξη στην ΕΕ την 1 Ιανουαρίου 2003.

Επίτευξη του τρίπτυχου ανάπτυξη - σταθερότητα - κοινωνική δικαιοσύνη / διατήρηση συνθηκών πλήρους απασχόλησης
Η συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας στα πλαίσια του διαμορφωνόμενου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος της παγκοσμιοποίησης των οικονομιών, αξιοποιώντας τις ευνοϊκές ευκαιρίες που διανοίγονται, η εμπέδωση συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας και ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος για ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας καθώς και η δίκαιη κατανομή του οικονομικού πλούτου και εισοδήματος και η διατήρηση κοινωνικής συνοχής αποτελούν εξίσου σημαντικές και αλληλοεξαρτώμενες επιδιώξεις, οι οποίες στοχεύεται να επιτευχθούν ταυτόχρονα, με ισοζυγισμένο τρόπο. Συναφής επιδίωξη είναι η διατήρηση των συνθηκών σχεδόν πλήρους απασχόλησης.

Αναδιάρθρωση όλων των τομέων της οικονομίας, εκσυγχρονισμός των επιχειρηματικών μονάδων, αξιοποίηση και ενίσχυση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Κύπρου
Η αμετάκλητη πορεία περιορισμού του προστατευτισμού και ελευθεροποίησης του εμπορίου στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και της προδιαγραφόμενης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ καθιστούν αναγκαία την αναδιάρθρωση όλων των τομέων της οικονομίας, την τεχνολογική αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών μονάδων και, γενικότερα, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας, αξιοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα .

Αναβάθμιση του ρόλου της Κύπρου ως διεθνούς και περιφερειακού κέντρου παροχής υπηρεσιών
Ο ρόλος του τομέα των υπηρεσιών στη σύγχρονη κοινωνία γίνεται ολοένα σημαντικότερος, λόγω της ψηλής εισοδηματικής ελαστικότητας που χαρακτηρίζει τη ζήτηση ορισμένων υπηρεσιών και τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής. Ως αποτέλεσμα, την τελευταία δεκαετία, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών αναπτύχθηκε με ταχύτερους ρυθμούς, σε σύγκριση με το εμπόριο αγαθών. Η εξέλιξη αυτή ήδη αξιοποιήθηκε από την Κύπρο σε αξιόλογο βαθμό.

Οι προοπτικές για περαιτέρω ανέλιξη του ευρύ τομέα των υπηρεσιών στην Κύπρο είναι ευνοϊκές, δεδομένης και της διαδικασίας σταδιακής ελευθεροποίησης της εμπορίας των υπηρεσιών στα πλαίσια της Γενικής Συμφωνίας για την Εμπορία των Υπηρεσιών (GATS) και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Κύπρου στους τομείς των υπηρεσιών.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, χαρακτηριστικό στοιχείο του παρόντος Σχεδίου είναι η έμφαση που δίδεται στην αναβάθμιση του ρόλου της Κύπρου ως διεθνούς επιχειρηματικού κέντρου και κέντρου παροχής υπηρεσιών, ψηλής ποιότητας.

Ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού
Το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί το βασικό παραγωγικό συντελεστή της κυπριακής οικονομίας. Ως εκ τούτου, ουσιαστική επιδίωξη του Σχεδίου Ανάπτυξης 1999-2003, αποτελεί η βελτίωση της παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού, μέσω της υιοθέτησης σύγχρονων μεθόδων διεύθυνσης, προσαρμογής των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στις σημερινές ανάγκες της αγοράς εργασίας, υιοθέτησης ενθαρρυντικών συστημάτων αμοιβής, καλύτερης αξιοποίησης του χρόνου εργασίας (time management) και βελτίωσης των συνθηκών και του περιβάλλοντος εργασίας.

Ενθάρρυνση της έρευνας
Η Κύπρος συνεχίζει να έχει σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στο νευραλγικό τομέα της έρευνας, παρά το αξιόλογο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο ανάπτυξής της. Η ανέλιξη του τομέα της έρευνας στα πλαίσια του νέου Σχεδίου θα επιδιωχθεί μέσω της αξιοποίησης της συμμετοχής της Κύπρου στα κοινοτικά ερευνητικά προγράμματα με σημαντική οικονομική συνεισφορά από μέρους του Κράτους, της ουσιαστικής αύξησης των κονδυλίων που διοχετεύονται μέσω του Ιδρύματος Προώθησης Έρευνας για χρηματοδότηση αξιόλογων ερευνητικών σχεδίων, την ανάπτυξη της ερευνητικής υποδομής, καθώς και την προώθηση της συνεργασίας κυπριακών ερευνητικών ιδρυμάτων με αξιόλογα ερευνητικά ιδρύματα στο εξωτερικό. Έμφαση θα δοθεί στην εφαρμοσμένη έρευνα, η οποία θα έχει άμεσο όφελος για την κυπριακή οικονομία.

Προσαρμογή της Κύπρου στην κοινωνία της πληροφορίας
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής διευκολύνουν την ταχεία ανάπτυξη και μετάδοση των γνώσεων και οδηγούν σε ριζική διαφοροποίηση των συστημάτων παραγωγής, της οργάνωσης εργασίας, της οργάνωσης του ελεύθερου χρόνου εργασίας και των καταναλωτικών και κοινωνικών συνηθειών. Η διάρθρωση της παραγωγής διαφοροποιείται προς όφελος των δραστηριοτήτων έντασης γνώσης (labour intensive industries) ενώ η επένδυση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού αποκτά όλο και περισσότερη σημασία.

Η Κύπρος καλείται να προσαρμοστεί στη διαμορφωνόμενη κοινωνία της πληροφορίας. Για το σκοπό αυτό, το Σχέδιο δίδει έμφαση στην ενθάρρυνση της έρευνας στον τομέα της πληροφορικής, στη συνεχή αναβάθμιση της τηλεπικοινωνιακής και άλλης υποδομής, ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση σε συστήματα πληροφοριών, στην αναπροσαρμογή των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με βάση τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς εργασίας, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του διαδικτύου (Internet) και της πληροφορικής γενικότερα, στην προώθηση του θεσμού της δια βίου κατάρτισης, στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου καθώς και στην αξιοποίηση των σημερινών δυνατοτήτων της πληροφορικής για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας.

Αναμόρφωση του δημόσιου τομέα
Βασική προϋπόθεση για να αποβούν καρποφόρες οι προσπάθειες προσαρμογής της Κύπρου στις επερχόμενες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και εντεινόμενου ανταγωνισμού, είναι η αναμόρφωση του δημόσιου τομέα. Στα πλαίσια αυτά, βασικές επιδιώξεις του παρόντος Σχεδίου είναι η συγκράτηση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία και η βελτίωση της παραγωγικότητάς της, μέσω της συνεχούς επιμόρφωσης του προσωπικού, της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, της εισαγωγής κινήτρων για αποδοτική εργασία και της απλοποίησης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας.

Αναβάθμιση του περιβάλλοντος και βελτίωση της ποιότητας ζωής στην Κύπρο
Οι αναπτυξιακές επιδιώξεις του παρόντος Σχεδίου που αναλύθηκαν πιο πάνω, θα προωθηθούν με τρόπο που να συνάδει με τις περιβαλλοντικές επιδιώξεις, που περιλαμβάνουν την ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων της νήσου, τον έλεγχο και την ορθολογική ανάπτυξη του τομέα των κατασκευών, την καταπολέμηση της μόλυνσης του εδάφους, των υδάτινων πόρων και του αέρα και γενικότερα τη διατήρηση και προστασία των στοιχείων εκείνων του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής.


Ημ. Καταχώρησης 7/8/2001

Αρχή