Κυπριακό Πρόβλημα

Oι Αγνοούμενοι

Tο ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων εξακολουθεί να αποτελεί μιαν από τις πιο τραγικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής στην Kύπρο. Tόσο στρατιωτικοί όσο και άμαχοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, είτε συνελήφθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής κατά τη διάρκεια του Iουλίου και Aυγούστου του 1974 είτε εξαφανίστηκαν πολύ μετά τη λήξη των εχθροπραξιών σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Aπό τότε η τύχη τους αγνοείται. Το καθαρά ανθρωπιστικό αυτό πρόβλημα παραμένει άλυτο, γιατί η Τουρκία, περιφρονώντας πλήρως διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις, δεν επιτρέπει αποτελεσματικές έρευνες, που θα φέρουν στο φως τις απαραίτητες πειστικές πληροφορίες για τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων.

Yστερα από σχετικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Hνωμένων Eθνών συστάθηκε το 1981 η Διερευνητική Eπιτροπή Aγνοουμένων (ΔEA). Oι όροι εντολής της Eπιτροπής, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα και τη συμμετοχή των Hνωμένων Eθνών, είναι η διερεύνηση και διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων της Κύπρου.

H ΔΕΑ είναι τριμελής επιτροπή, ένα μέρος για κάθε πλευρά και το Τρίτο Μέρος που διορίζεται από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η θέση του Τρίτου Μέρους είναι κενή μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Πρέσβη Jean-Pierre Ritter στις 17 Ιανουαρίου 2000, ο οποίος διορίστηκε στις 15 Ιουνίου 1998.

Παρά τη μακρόχρονη λειτουργία της, η ΔEA δεν έχει εξιχνιάσει ούτε μια περίπτωση αγνοουμένου . Αυτό οφείλεται στους περιοριστικούς όρους λειτουργίας της Επιτροπής και στο γεγονός ότι εκείνοι που έχουν στην κατοχή τους τις απαιτούμενες πληροφορίες, ή είναι σε θέση να τις εξασφαλίσουν, δεν συνεργάζονται με τον αναμενόμενο τρόπο. H δυσάρεστη αυτή κατάσταση προκάλεσε την παρέμβαση του Γενικού Γραμματέα των Hνωμένων Eθνών, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να συμφωνηθούν κατά τη διάρκεια του 1995 επιπρόσθετοι κανονισμοί που να διέπουν το έργο της ΔEA και να συμπληρωθεί η κατάθεση των υποθέσεων που θα διερευνηθούν στο πλαίσιο της Eπιτροπής. Κατατέθηκαν για διερεύνηση 1.493 υποθέσεις Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων. Η τουρκοκυπριακή πλευρά υπέβαλε 500 υποθέσεις για διερεύνηση .

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέτασε το ζήτημα των Κυπρίων αγνοουμένων, το 1976, 1983 και το 1999. Διαπίστωσε και στις τρεις περιπτώσεις ότι η Τουρκία έχει παραβιάσει σειρά βασικών άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατοχυρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των συγγενών των αγνοουμένων.

Επίσης το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε απόφαση του στις 10 Μαίου, 2001 στην τέταρτη διακρατική προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας, αναφέρει ότι η Τουρκία παραβιάζει, και μάλιστα συνεχώς, το άρθρο 2 (δικαίωμα ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το άρθρο 5 (δικαίωμα ελευθερίας και ασφάλειας) και το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής συμπεριφοράς )

Τον Ιούλιο του 1997 ο Πρόεδρος Κληρίδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κ. Ντενκτάς συμφώνησαν, στην παρουσία του Εκπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στη Λευκωσία, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα των οικογενειών των αγνοουμένων να πληροφορηθούν με πειστικό τρόπο για την τύχη των αγνοουμένων τους πρέπει να γίνουν σεβαστά και όρισαν εκπροσώπους για να διευθετήσουν την ανταλλαγή πληροφοριών για τόπους ταφής όσων αποδειχθούν ότι έχουν πεθάνει και την επιστροφή των λειψάνων τους.

Η ανταλλαγή πληροφοριών για τους χώρους όπου είναι θαμμένοι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι έγινε το τέλος Ιανουαρίου του 1998. Στις 30 Απριλίου ο Επίτροπος Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα, που εκπροσωπούσε τον Πρόεδρο Κληρίδη για την εφαρμογή της συμφωνίας της 31ης Ιουλίου 1997 κ. Τάκης Χριστόπουλος, συναντήθηκε με τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής πλευράς κ. Ρουστέμ Τατάρ, στην παρουσία του Αν. Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των ΗΕ στην Κύπρο κ. Φεισσέλ, με απώτερο στόχο τον καθορισμό της διαδικασίας της εκταφής των λειψάνων. Ο κ. Χριστόπουλος εισηγήθηκε όπως ζητηθεί βοήθεια από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, που είχε πείρα σε εκταφή λειψάνων σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα . Δυστυχώς η τουρκοκυπριακή πλευρά απέρριψε την πρόταση αυτή και δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν ενδιαφέρεται για την εκταφή λειψάνων παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό τη συμφωνία της 31ης Ιουλίου 1997. Πρόταση της Ελληνοκυπριακής πλευράς όπως επιτραπεί σε διεθνή ομάδα επιστημόνων να προχωρήσει στην εκταφή των λειψάνων τουλάχιστον εκείνων των Ελληνοκυπρίων, που είναι θαμμένοι στην κατεχόμενη περιοχή και για τους οποίους οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι έδωσαν στοιχεία για το που είναι θαμμένοι, απορρίφθηκε και πάλιν από την τουρκοκυπριακή πλευρά.

Στο μεταξύ η Eλληνοκυπριακή πλευρά, για να αποκλείσει το ενδεχόμενο να καταγραφούν ως αγνοούμενοι νεκροί που είχαν ταφεί πρόχειρα, αποφάσισε να προχωρήσει στην εκταφή λειψάνων για Ελληνοκύπριους στρατιώτες και πολίτες που ήσαν θαμμένοι στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας και στο Κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης . Για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση συνεργάζεται με τη μη κυβερνητική οργάνωση : Physicians for Human Rights η οποία το 1997 τιμήθηκε μαζί με άλλη οργάνωση με το βραβείο Νόμπελ . Η οργάνωση αυτή, με επικεφαλής τον καθηγητή William Haglund, απέκτησε πολλή πείρα στην εκταφή και αναγνώριση λειψάνων σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως τη Ρουάντα, τη Βοσνία και την Κροατία.

Οι εκταφές άρχισαν αρχές Ιουνίου του 1999 και αναγνωρίσθηκε με τη μέθοδο του DNA η ταυτότητα μερικών δεκάδων προσώπων που ήταν γνωστό ότι σκοτώθηκαν το 1974. Μερικά από τα πρόσωπα αυτά είχαν καταχωρηθεί στον κατάλογο των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων, γιατί δεν ετηρούντο, σε μερικές περιπτώσεις, ακριβή στοιχεία, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε τότε.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά, παρόλο ότι υιοθέτησε μια πλήρως αρνητική και αδιάλλακτη στάση στο καθαρά ανθρωπιστικό αυτό θέμα που αφορά εκατοντάδες Ελληνοκύπριους, εντούτοις συνεργάστηκε με την αμερικανική Κυβέρνηση για μια και μόνο περίπτωση αγνοουμένου Αμερικανικής υπηκοότητας, αλλά Eλληνοκυπριακής καταγωγής. Πρόκειται για την περίπτωση του Αντρέα Κασάπη, ο οποίος ήταν 16 χρονών όταν συνελήφθη και σκοτώθηκε.

Πιο συγκεκριμένα, στις 5 Οκτωβρίου 1994, η Αμερικανική Γερουσία υιοθέτησε ομόφωνα νομοσχέδιο για τη διακρίβωση της τύχης των πέντε Αμερικανικής υπηκοότητας αγνοουμένων. Ύστερα από την έγκριση του νομοσχεδίου αυτού, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ διόρισε τον Πρέσβη Robert Dillon, ο οποίος ήλθε στην Κύπρο για διερεύνηση του θέματος. Μετά από σχετικές έρευνες, τον Ιανουάριο του 1998, εντοπίστηκε ο τάφος του Αντρέα Κασάπη στην κατεχόμενη Κύπρο και τα οστά του στάληκαν στις ΗΠΑ, όπου με τη μέθοδο του DNA, διαπιστώθηκε η ταυτότητα του. Στη συνέχεια τα οστά δόθηκαν στους γονείς του και τάφηκαν, σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, στις 22 Ιουνίου του 1998.

Εύλογα εγείρεται το ερώτημα: Γιατί η τουρκοκυπριακή πλευρά να συνεργαστεί με την αμερικανική κυβέρνηση για μια μόνο περίπτωση και να αρνείται να συνεργαστεί με την κυπριακή κυβέρνηση για εκατοντάδες Ελληνοκύπριους αγνοουμένους;

Η Κυπριακή Κυβέρνηση απευθύνει έκκληση προς όλους όσοι ενδιαφέρονται ή ασχολούνται μ΄αυτό το ανθρωπιστικό θέμα, να δραστηριοποιηθούν προς την κατεύθυνση της Τουρκίας για να πεισθεί να επιδείξει καλή θέληση και να επιτρέψει την υλοποίηση της συμφωνίας της 31ης Ιουλίου 1997, πράγμα που αναμφίβολα θα υποβοηθούσε και τη Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων να προχωρήσει στο διερευνητικό της έργο κατά τρόπο αποτελεσματικό.

Ημ. Καταχώρησης 21/11/2001

Αρχή