|
μιλώ- I speak (μιλώ ελληνικά και αγγλικά)
νά μιλώ-to speak on a constant basis (θέλω να μιλώ καθημερινά)
μίλα- speak! (Μίλα βρε)
μιλώντας- while speaking (Μιλώντας με τη μητέρα μου σήμερα, έμαθα πως ήταν πολύ νέα όταν παντρεύτηκε)
μιλούσα- Ι spoke (Μιλούσα ωραία στην σύζυγό μου σήμερα)
θά μιλώ- Ι will speak continuously (θα μιλώ τακτικά με τη ξαδέρφη μου στην ελλάδα)
θά μιλήσω-I will speak ONCE (Θα μιλήσνω με τον Μανόλη μόνο αυτή τη φορά)
μίλησα - I spoke (Μίλησα πάρα πολύ ωραία στην ομιλία που έδωσα σήμερα)
νά μιλήσω- to speak--to be used with another verb--(Κύριε Καθηγητά, θέλω να μιλήσω μαζί σας)
μίλησε- he/she/it spoke (το κορίστι μου μίλησε όμορφα)
μιλήσει-this needs a proposition either να or θα
έχω μιλήσει- I have spoken (έχω μιλήσει τρείς φορές με τον κύριο παπαδόπουλο, αλλά δε μου δίνει απάντηση)
νά έχω μιλήσει- so that I have spoken (να έχω μιλήσει με την δασκάλα, αυτό σημαίνει ότι θα σε μαλώσει)
είχα μιλήσει- I had spoken (Είχα μιλήσει με την Έλενα Παπαρίζου μια φορά)
θά έχω μιλήσει- I will have spoken (Μέχρι αύριο, θα έχω μιλήσει με τον συγγραφέα της κοινότητος)
As for the grammatical names of the verb tenses, I have no idea how to say them in English. I hope that I have helped you at all! |