|
Οίκαδε
Είκοσι
εννέα πέτρινα
χρόνια έχουν
περάσει από
την αποφράδα
εκείνη ημέρα
του Αυγούστου.
Όσοι ήσαν
παιδιά και
έφηβοι έχουν
ανδρωθεί. Οι
μεσήλικες
έχουν γεράσει.
Οι πιο μεγάλοι
έφυγαν για το
μεγάλο ταξίδι
με
ανεκπλήρωτο
τον πόθο. Η επίσκεψη υπό
τις σημερινές
συνθήκες στη
γενέθλια γη
δημιουργεί
ανάμικτα
αισθήματα
Νιώθεις δέος,
αγωνία, πόνο,
οργή. Χαρά
όμως δεν
υπάρχει. Τα
μάτια δεν
χορταίνουν να
βλέπουν. Οι
πνεύμονες δεν
χορταίνουν να
αναπνέουν το
καθάριο αέρα.
Εκείνη την
στιγμή θα
ήθελες να
ήσουν ένας
γίγαντας με
πελώρια
μπράτσα. Να
απλώσεις τα
χέρια σου να
τα
αγκαλιάσεις
όλα, να τα
φέρεις κοντά
σου, να τα
σφίξεις να
γίνεις ένα
μαζί τους να
μην τα αφήσεις
ποτέ πια. Όλα
φαίνονται
μικρά. Οι
αποστάσεις, οι
δρόμοι, τα
σπίτια. Ίσως
να μίκραιναν
κι αυτά στην
προσπάθεια
τους να
κρυφτούν, να
γλιτώσουν από
το σπαθί του
Αγαρηνού. Για
να μεγαλώσουν
και πάλι όταν
θα γυρίσεις
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ πια
- για να τα
έχεις ατόφια
όπως τα είχες
αφήσει.
Κουράγιο
αδελφέ μου.
Σήκωσε και
τούτο το
Σταυρό χωρίς
να γογγύσεις.
Να είσαι
σίγουρος ότι
δεν υπάρχει
Γολγοθάς
χωρίς
Ανάσταση.
|
|
|