Ομιλία Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού Νίκου Α. Ρολάνδη στο δείπνο του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου στις 12.1.2000 στη Λεμεσό
Κυρίες και κύριοι
Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση να παρευρεθώ και να μιλήσω στo δείπνο του Συνδέσμου σας με ένα θέμα ιδιαίτερα σημαντικό, πιστεύω, για την Κύπρο "Συνεργασία Κύπρου με άλλες χώρες σε θέματα τεχνογνωσίας και Τεχνολογίας".
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να σας παρουσιάσω μερικές βασικές σκέψεις πάνω στους άξονες προβληματισμού που το Υπουργείο μου και η κυβέρνηση, γενικά, κινήθηκε για τη διαμόρφωση της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής και για τη συνεργασία που επεδίωξε και επιδιώκει με άλλες χώρες για υλοποίηση των δύο πρώτων κεφαλαίων της πολιτικής αυτής που αφορούν τη δημιουργία βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας μέσω της έρευνας και ανάπτυξης και των εκκολαπτηρίων επιχειρήσεων.
Ζούμε σε έναν καινούργιο κόσμο. Η ταχύτητα και το εύρος των αλλαγών κυριολεκτικά ξεπερνούν προβλέψεις και αναλύσεις, δημιουργούν μεγάλα ερωτήματα και αβεβαιότητα. Αντιμέτωποι με τα νέα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα έχουμε υποχρέωση να αναλύσουμε τις εξελίξεις. Να επισημάνουμε τις επιπτώσεις και τις νέες προοπτικές που ανοίγονται. Πρέπει να προσεγγίσουμε την νέα εποχή χωρίς προκατάληψη και άρνηση. Γιατί, η ιστορία πάντα εκδικείται όποιον αρνείται να παρακολουθήσει τον βηματισμό της. Δεν μπορούμε να
κλείσουμε τα μάτια μας στην νέα πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την αποδεχόμαστε άκριτα και μοιρολατρικά. Δεν σημαίνει ότι δεν αναζητούμε τα περιθώρια παρέμβασης στις νέες συνθήκες. Η αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων και προβλημάτων δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε αφοπλισμό.Το 2000 είναι, ήδη, εδώ. Το πέρασμα στον 21ο αιώνα, πέρα από συμβολισμούς σηματοδοτεί πραγματικά μία νέα εποχή. Σηματοδοτεί την παγίωση νέων διεθνών συσχετισμών και την ανάπτυξη νέων πολιτικών και οικονομικών σχέσεων.
Ζούμε σε μία περίοδο συνεχούς παγκοσμιοποίησης των αγορών και της παραγωγικής διαδικασίας. Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι καινούργιο. Βρίσκεται όμως σήμερα στο επίκεντρο των συζητήσεών μας λόγω της ταχύτητας με την οποία αναπτύσσεται, και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται στο μέλλον.
Σε σύγκριση με το παρελθόν, οι παραγωγικές δυνάμεις κινούνται σήμερα με ασύλληπτη ταχύτητα, αναζητώντας φθηνούς παραγωγικούς συντελεστές, πρώτες ύλες και εργατικό δυναμικό. Την ίδια ώρα τα παραδοσιακά εργαλεία χάνουν μεγάλο μέρος από την χρησιμότητά τους. Τα σύνορα ξεπερνιούνται από τις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Καταλύονται οι εθνικοί φραγμοί και περιορίζεται η εμβέλεια των εθνικών επιλογών. Οι παλιές βιομηχανικές δομές αντικαθίστανται από νέες τεχνολογίες, νέες μεθόδους οργάνωσης και επικοινωνίας. Χωρίς αμφιβολία η πορεία αυτή της παγκοσμιοποίησης έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση του πλούτου, της παραγωγικότητας, και του διεθνούς εμπορίου.
Ζούμε σε μία περίοδο συνεχούς ανάπτυξης της κοινωνίας της πληροφορίας και των νέων τεχνολογιών. Μία εξέλιξη που έχει καταλυτική επίδραση στην οικονομία, στην οργάνωση της κοινωνίας και στην απασχόληση, στην ενημέρωση, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό.
Σε όλους μας βέβαια είναι πολύ καλά γνωστό ότι η αναβάθμιση της έρευνας για την εξασφάλιση νέων γνώσεων, αλλά και ο εκσυγχρονισμός της τεχνολογίας και η δημιουργία βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας μέσω της βασικής και της εφαρμοσμένης έρευνας, αποτελούν βασικούς μοχλούς ανάπτυξης.
Είναι βέβαια γεγονός ότι στην μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, σε κάθε μέρος της βιομηχανικής δύσης υπήρχε μια ουσιαστική πίεση για την ελάττωση των δημοσίων δαπανών για βασική έρευνα προς όφελος των πλέον εφαρμοσμένων προγραμμάτων. Εν μέρει η πίεση οφειλόταν σε αλλαγή της δημόσιας αντίληψης για τα πλεονεκτήματα της βασικής έρευνας. Ακόμα και αυτοί που καταλάβαιναν την αξία της βασικής έρευνας, συχνά διερωτώντο εάν προσφέρει το οποιοδήποτε οικονομικό πλεονέκτημα στην χώρα που την επιχορηγεί.
Οποτεδήποτε το θέμα εσυζητείτο, η Ιαπωνία ήταν το παράδειγμα της χώρας η οποία είχε ευεργετηθεί από την βασική έρευνα χωρίς ποτέ να την έχει επιχορηγήσει ιδιαίτερα σοβαρά. Στην ουσία, εκείνο τον καιρό της ψυχροπολεμικής περιόδου, η Ιαπωνία έδιδε έμφαση στην τεχνολογία για την ανάπτυξη νέων προϊόντων. Χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία αυτή κατελάμβανε περί τα τέλη του 1980 την μία μετά την άλλη τις αγορές που βασίζονταν στην επιστημονική έρευνα, είτε μιλάμε για συγκροτήματα τηλεοράσεων, είτε για καταγραφείς video, είτε για οθόνες υγρών κρυστάλλων, είτε για δυναμικές τυχαίας προσπελάσεως μνήμες.
Το παράδειγμα της Ιαπωνίας ακολουθήθηκε με επιτυχία και από οικονομίες άλλων χωρών της Ασίας που βρίσκονται στην περιοχή του Ειρηνικού. Η Σιγκαπούρη λ.χ. εκείνα τα χρόνια είχε επιτύχει να αναπτυχθεί σε μία γενεά και η οικονομία της για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο αναπτυσσόταν τρεις φορές πιο γρήγορα από την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών και αυτό με ανύπαρκτη επιχορήγηση της βασικής έρευνας. Ένα άλλο παράδειγμα: το Χονγκ- Κονγκ δαπανούσε για την έρευνα το 0,03% του
Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος που ήταν λιγότερο από το δέκατο του ποσοστού που δαπανούν και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ασία συχνά λεγόταν ότι η "έρευνα είναι μια πολυτέλεια που μόνο πλούσιες χώρες μπορούν να απολαμβάνουν".Από την άλλη μεριά, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και οι άλλες χώρες της Δύσης οι οποίες επηρεάσθηκαν ευρέως από την εμπειρία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην έκβαση του οποίου η επιστήμη είχε καθοριστικό ρόλο, είχαν ως πολιτική την επιχορήγηση της βασικής έρευνας.
Η πολιτική αυτή των δυτικών χωρών παρουσίασε αξιοσημείωτη επιτυχία τα επόμενα χρόνια και η συνεισφορά της επιστήμης στην μεταπολεμική οικονομία της Δύσης και του κόσμου ολόκληρου είναι ιδιαίτερα σημαντική. Για παράδειγμα η μικροηλεκτρονική, μια αποκλειστικά μεταπολεμική βιομηχανία η οποία εξαρτήθηκε ξεκάθαρα από την επιστήμη στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής της, άπτεται της καθημερινής ζωής των περισσότερων ανθρώπων.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, αλλά και ορισμένες αναπτυσσόμενες, έχουν συνειδητοποιήσει ότι η συνέχιση της βιομηχανικής τους ανάπτυξης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο θα πετύχουν στον τομέα της ψηλής τεχνολογίας, ο οποίος, ως γνωστό, εξελίσσεται με ραγδαίο ρυθμό, επιφέροντας τεράστιες αλλαγές σε όλο το φάσμα των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, καθώς και μεγάλα οφέλη στους πρωτοπόρους. Γι’ αυτό, καταβάλλουν ουσιαστικές προσπάθειες να βοηθήσουν τη βιομηχανία τους όχι μόνο να συμβαδίσει με τις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και να αναπτύξει η ίδια νέα καινοτόμα προϊόντα ή διεργασίες παραγωγής.
Στο επίκεντρο των προσπαθειών αυτών βρίσκεται η εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, η οποία αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία νέων προϊόντων ψηλής τεχνολογίας. Τα πανεπιστήμια και άλλα ακαδημαϊκά ιδρύματα είναι οι κατ΄εξοχήν φορείς για τη διεξαγωγή της έρευνας, γι’ αυτό και παρατηρήθηκε μια τάση για περισσότερη έμφαση στην εφαρμοσμένη έρευνα στα ιδρύματα αυτά, στην εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξάγουν και στη σύνδεσή τους με τη βιομηχανία. Σε μερικές περιπτώσεις, κρίθηκε σκόπιμη η δημιουργία ειδικών κέντρων εφαρμοσμένης έρευνας, τα οποία μπορούν να έχουν διάφορες μορφές. Παράλληλα, καταβάλλεται προσπάθεια για ενθάρρυνση των βιομηχανιών να κινηθούν προς την έρευνα και ανάπτυξη και να επιδιώξουν οι ίδιες τη σύνδεσή τους με την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, αξιοποιώντας προς όφελός τους την επιστημονική γνώση και εμπειρία που διαθέτουν.
Η Κύπρος, δυστυχώς, για κάποιους λόγους δεν μπόρεσε να ακολουθήσει εκείνη την τεχνολογική έξαρση που συγκλόνιζε την Ευρώπη, την Αμερική και τις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας. Μέχρι το 1990 οι ερευνητικές δραστηριότητες στην Κύπρο ήταν περιορισμένες και διεξάγονταν κυρίως από τους παραδοσιακούς κυβερνητικούς ερευνητικούς φορείς (Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, Γενικό Κρατικό Χημείο κ.α.). Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίστηκε σε σχετική έρευνα του Τμήματος Στατιστικής και Ερευνών για το έτος 1992, με βάση την οποία οι ερευνητικές δραστηριότητες ανέρχονταν μόλις στο 0,2 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Το ποσοστό αυτό δε συγκρίνεται καθόλου ευνοϊκά με το αντίστοιχο ποσοστό των Ευρωπαϊκών και γενικότερα των ανεπτυγμένων χωρών, που κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 2 και 5 %.
Οι ερευνητικές δραστηριότητες διευρύνθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της ίδρυσης και λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, της επέκτασης των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής, της δημιουργίας και λειτουργίας από το 1996 του Ιδρύματος Προώθησης Έρευνας και της διοχέτευσης μεγαλύτερων κονδυλίων από τους Προϋπολογισμούς του κράτους προς τον τομέα της έρευνας. Οι ερευνητικές δραστηριότητες στην Κύπρο ενισχύθηκαν επίσης μέσα από την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που διανοίχτηκαν για συμμετοχή ερευνητικών φορέων/ερευνητών
σε Ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα. Στα πλαίσια αυτά, καθοριστικό βήμα θεωρείται η συμμετοχή της Κύπρου στο 5ο Πρόγραμμα Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για δραστηριότητες Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Επίδειξης.Ο τομέας της μεταποιητικής βιομηχανίας στην Κύπρο αντιμετωπίζει εδώ και αρκετά χρόνια σοβαρά προβλήματα, τα οποία αντανακλούνται σε συρρίκνωση του τομέα, μείωση της συνεισφοράς του στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, απώλεια εξαγωγικών αγορών και ψηλή διείσδυση εισαγόμενων προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Τα προβλήματα αυτά οφείλονται στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα του τομέα σε μια περίοδο εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού και μείωσης των προστατευτικών φραγμών, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης μεταξύ της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Συμφωνίας για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Για αντιμετώπιση των πιο πάνω προβλημάτων και, έχοντας υπόψη τις τεχνολογικές εξελίξεις που αναπτύσσονται ανά το παγκόσμιο, και με στόχο την ουσιαστική ανασυγκρότηση του τομέα, το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφαση με αρ. 49.782 ημερομηνίας 2 Ιουνίου 1999 ενέκρινε Νέα Βιομηχανική Πολιτική, με βάση σχετική Πρόταση που είχε υποβάλει ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Η Νέα Βιομηχανική Πολιτική περιλαμβάνει δώδεκα κεφάλαια με συγκεκριμένες δράσεις και σχέδια, δράσεις, τα οποία περιστρέφονται γύρω από τέσσερις βασικούς άξονες:
Τα πρώτα δύο κεφάλαια απευθύνονται στον πρώτο άξονα της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής και αφορούν την ανάπτυξη βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας μέσω της δημιουργίας εκκολαπτηρίου επιχειρήσεων (πρώτο κεφάλαιο) και Κέντρου Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης (δεύτερο κεφάλαιο).
Τα εκκολαπτήρια επιχειρήσεων είναι ένας θεσμός μέσω του οποίου παρέχεται υποστήριξη σε επινοητές να αναπτύξουν νέες καινοτόμες ιδέες, ενώ παράλληλα υποβοηθούνται στη δημιουργία και οργάνωση μιας νέας εταιρίας, η οποία θα αξιοποήσει τα νέα προϊόντα που θα προκύψουν.
Οι βασικές υπηρεσίες που θα προσφέρονται στο εκκολαπτήριο θα είναι:
(α) Βοήθεια στον καθορισμό της δυνατότητας υλοποίησης της ιδέας από
τεχνολογική και εμπορική άποψη
(β) Βοήθεια στο σχεδιασμό του πλάνου έρευνας και ανάπτυξης
(γ) Γραμματειακή και λογιστική υποστήριξη
(δ) Επιστημονική και συμβουλευτική υποστήριξη
(ε) Βοήθεια στην εξεύρεση κατάλληλης χρηματοδότησης
Το εκκολαπτήριο θα προσφέρει πλήρη γραφειακή υποστήριξη (γραφειακό χώρο, εργαστηριακό χώρο, στοιχειώδη επίπλωση, τηλέφωνο, τηλεομοιότυπο, σύνδεση με διαδίκτυο, ηλεκτρονικό και συμβατό ταχυδρομείο. Θα προσφέρει επίσης δικαίωμα χρήσης βάσεων δεδομένων, δικαίωμα χρήσης δικτύου μεταφοράς τεχνολογίας και επιστημονική και συμβουλευτική υποστήριξη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής αναγνωρίζεται ότι η ύπαρξη ενός κέντρου στο οποίο θα διεξάγεται εφαρμοσμένη έρευνα και ανάπτυξη σε συγκεκριμένους τομείς ψηλής τεχνολογίας, στους οποίους η Κύπρος εμφανίζει συγκριτικό πλεονέκτημα, αποτελεί ένα βασικό παράγοντα στην προσπάθεια για ανάπτυξη νέων προϊόντων ψηλής τεχνολογίας στην Κύπρο. Το Κέντρο αυτό θα καλύψει το κενό στην εφαρμοσμένη έρευνα και θα πρέπει να αναπτύξει άριστες σχέσεις με την κυπριακή ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς και
στενές σχέσεις με ερευνητικά ιδρύματα άλλων χωρών. Απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας είναι επίσης η σύνδεση του Κέντρου με επιχειρήσεις.Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την πιο πάνω Απόφασή του, η οποία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερη Απόφαση (αρ. 50.263, ημερομηνίας 1.9.1999) ανέθεσε τη λεπτομερή μελέτη για τη σύσταση και λειτουργία του εκκολαπτηρίου επιχειρήσεων και του Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης στην Κύπρο σε Τεχνική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τις πιο κάτω Υπηρεσίες/Οργανισμούς:
Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (πρόεδρος)
Γραφείο Προγραμματισμού
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο
Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων Κύπρου
Ίδρυμα Τεχνολογίας
Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας
Όροι εντολής της Τεχνικής Επιτροπής ήταν να μελετήσει όλες τις πτυχές της ίδρυσης, οργάνωσης και λειτουργίας του εκκολαπτηρίου και του Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης μέσα από επισκέψεις σε παρόμοια κέντρα του εξωτερικού και να διερευνήσει, μεταξύ άλλων, το ενδιαφέρον του ιδιωτικού τομέα για συνεργασία με την κυβέρνηση στην παροχή της αναγκαίας κτιριακής υποδομής και διοικητικής και τεχνικής υποστήριξης.
Σύμφωνα με τους όρους εντολής της, μεταξύ 8 Σεπτεμβρίου και 13 Οκτωβρίου 1999, η Τεχνική Επιτροπή πραγματοποίησε επισκέψεις στην Ελλάδα, Ιρλανδία, και Ισραήλ για μελέτη του θεσμού των εκκολαπτηρίων και των κέντρων έρευνας και ανάπτυξης. Η Τεχνική Επιτροπή επισκέφθηκε τεχνολογικά πάρκα, ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια, κέντρα καινοτομίας και άλλους σχετικούς οργανισμούς. Η Τεχνική Επιτροπή ετοίμασε λεπτομερείς εκθέσεις για τις πιο πάνω επισκέψεις και έχει, ήδη, υποβάλει την ενδιάμεση έκθεση της. Αναμένεται ότι πολύ σύντομα θα υποβάλει την τελική της έκθεση μαζί με τις τελικές εισηγήσεις της επί του θέματος.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει δημιουργήσει μια αξιόλογη ερευνητική υποδομή, ιδιαίτερα στα δυο μεγάλα ερευνητικά κέντρα, το Δημόκριτο και το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Έρευνας. Ο Δημόκριτος αποτελεί παλαιότερο κέντρο, το οποίο δημιουργήθηκε από το κράτος. Το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Έρευνας δημιουργήθηκε από τα Ελληνικά Πανεπιστήμια με σκοπό την προώθηση της εφαρμοσμένης έρευνας. Λειτουργεί ανεξάρτητα, αλλά σε στενή συνεργασία με αυτά, στηριζόμενο σε μεγάλο βαθμό στο ακαδημαϊκό προσωπικό και τους μεταπτυχιακούς φοιτητές των Πανεπιστημίων. Ανήκει στον ευρύ δημόσιο τομέα και έχει ιδρυθεί και λειτουργεί με βάση σχετική νομοθεσία, αλλά με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου, επιχορηγούμενο από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης. Μεγάλο μέρος των εσόδων του προέρχεται από τα ανταγωνιστικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ελληνικού κράτους.
Το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Έρευνας έχει επτά ερευνητικά ινστιτούτα, από τα οποία τα έξι ασχολούνται με έρευνα σε τομείς ψηλής τεχνολογίας. Απασχολεί περίπου 800 άτομα
Η Ελλάδα έχει επίσης κάνει τα πρώτα βήματα στον τομέα της εμπορικής αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας, με τα τεχνολογικά πάρκα της Θεσσαλονίκης, Πάτρας και Ηρακλείου. Το Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο λειτουργεί ως εκκολαπτήριο νέων επιχειρήσεων και φιλοξενεί επίσης τις ερευνητικές δραστηριότητες υφιστάμενων βιομηχανιών.
Η Ιρλανδία, η οποία παλαιότερα ακολούθησε με επιτυχία πολιτική προσέλκυσης πολυεθνικών εταιριών, κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες κατέβαλε συστηματική προσπάθεια για ανάπτυξη ντόπιων βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας, με αξιόλογα αποτελέσματα. Μεγάλη σημασία δόθηκε στην εφαρμογή συγκεκριμένων και ουσιαστικών μέτρων για σύνδεση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και ερευνητικής εργασίας με τη βιομηχανία. Το Πανεπιστήμιο του Limerick που λειτουργεί πάνω σ΄ αυτή τη βάση έχει εισάξει ειδικά προγράμματα ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας και πρόγραμμα πρακτικής εκπαίδευσης των φοιτητών στη βιομηχανία. Είναι επίσης στενά συνδεδεμένο με το παραπλήσιο Εθνικό Τεχνολογικό Πάρκο και το Κέντρο Καινοτομίας που βρίσκεται σ’ αυτό.
Για την ανάπτυξη των Ιρλανδικών επιχειρήσεων λειτουργεί ο Οργανισμός Enterprise Ireland ο οποίος εφαρμόζει μεγάλο αριθμό προγραμμάτων για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενθάρρυνση της έρευνας από τις βιομηχανίες στην παροχή αρχικού κεφαλαίου ψηλού κινδύνου και στην εμπορικοποίηση της έρευνας που διεξάγουν τα πανεπιστήμιο και ινστιτούτα τεχνολογίας. Ο Οργανισμός έχει επίσης δημιουργήσει τεχνολογικά κέντρα για παροχή βοήθειας στην Ιρλανδική βιομηχανία με τη μορφή των τεχνικών συμβουλών, έρευνας και ανάπτυξης, δοκιμών και διακρίβωσης της ακρίβειας οργάνων.
Οι ερευνητικοί φορείς συνεργάζονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους. Παράδειγμα τέτοιας συνεργασίας είναι το Biomedical and environmental sensor technology centre που δημιουργήθηκε με τη συνεργασία τεσσάρων πανεπιστημίων της Ιρλανδίας. Εξ΄ άλλου, τα πανεπιστήμια προχωρούν στην ίδρυση δικών τους εκκολαπτηρίων επιχειρήσεων. Ένα από τα παλαιότερα και πιο πετυχημένα είναι το εκκολαπτήριο του Trinity College, Dublin.
Το Ισραήλ έχει να επιδείξει εντυπωσιακά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά το θεσμό των τεχνολογικών εκκολαπτηρίων, ο οποίος εισήχθηκε το 1992 βάσει ενός μοναδικού στο είδος του κρατικού προγράμματος. Η αφορμή για την εισαγωγή του προγράμματος ήταν η ανάγκη να αξιοποιηθεί ο μεγάλος αριθμός επιστημόνων που μετανάστευσαν στο Ισραήλ από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όμως το πρόγραμμα που σχεδιάστηκε απευθύνετο τόσο σε Ρώσους μετανάστες όσο και σε Ισραηλινούς επιστήμονες και έχει εξελιχθεί σε ένα αποτελεσματικό μηχανισμό εμπορικής αξιοποίησης της έρευνας και δημιουργίας βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας.
Το πρόγραμμα προνοεί για την επιχορήγηση από το κράτος τόσο της λειτουργίας των εκκολαπτηρίων πάνω σε ετήσια βάση (με ποσά μέχρι $170.000), όσο και των υπό εκκόλαψη επιχειρήσεων για περίοδο δύο χρόνων ($300.000 για δυο χρόνια, νοουμένου ότι ο αιτητής ή συνεργάτης του θα καταβάλει $50.000). Οι αιτήσεις για εισδοχή στα εκκολαπτήρια αξιολογούνται από ομάδες επιστημόνων με βάση αυστηρά κριτήρια και σε δύο χωριστές διαδικασίες - η πρώτη από το εκκολαπτήριο στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση και η δεύτερη από το αρμόδιο κυβερνητικό γραφείο. Έχουν δημιουργηθεί 26 τεχνολογικά εκκολαπτήρια, στα οποία συνήθως συμμετέχουν τα πανεπιστήμια/ερευνητικά κέντρα, οι τοπικές αρχές και ιδιωτικές εταιρίες./οργανισμοί.
Το Ισραήλ έχει επίσης δημιουργήσει μια σημαντικότατη ερευνητική υποδομή και εφαρμόζει εδώ και είκοσι πέντε περίπου χρόνια μια δέσμη προγραμμάτων για ουσιαστική ενθάρρυνση της βιομηχανικής έρευνας, με σαφώς καθορισμένους στόχους και κριτήρια. Η δημιουργία ταμείων χρηματοδότησης επιχειρήσεων ψηλού κινδύνου (venture capital funds) από τον ιδιωτικό τομέα προωθήθηκε ενεργά από το κράτος μέσω ενός σχετικού προγράμματος, το οποίο εισήχθηκε κατά τον ίδιο χρόνο όπως και το σχέδιο των τεχνολογικών εκκολαπτηρίων. Σήμερα λειτουργούν 100 τέτοια ταμεία.
Από τη μελέτη των εμπειριών των χωρών που επισκέφθηκε η Τεχνική Επιτροπή προκύπτει ότι και στις τρεις χώρες η ενθάρρυνση της βιομηχανικής έρευνας και η εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας έχουν θεωρηθεί ως θέμα προτεραιότητας, για το οποίο διατίθενται σημαντικοί δημόσιοι πόροι. Ο τρόπος οργάνωσης του συστήματος διαφέρει όχι μόνο από χώρα σε χώρα, αλλά και μεταξύ διαφόρων φορέων στην ίδια χώρα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και ορισμένες κοινές αρχές και χαρακτηριστικά.
Στις 12 Νοεμβρίου, 1999 πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο ημερίδα με θέμα "Δημιουργία Βιομηχανιών Ψηλής Τεχνολογίας στην Κύπρο μέσω της Έρευνας και Ανάπτυξης και των Εκκολαπτηρίων Επιχειρήσεων". Σκοπός της ημερίδας ήταν η ενημέρωση και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων μερών, επιχειρηματικού κόσμου, ακαδημαϊκών, ερευνητών, χρηματοδοτικών οργανισμών και δημόσιων υπηρεσιών για το περιεχόμενο της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής
και ιδιαίτερα τις προοπτικές που διανοίγονται με τη δημιουργία εκκολαπτηρίου επιχειρήσεων στην Κύπρο και Κέντρου Έρευνας Τεχνολογίας και Ανάπτυξης που αποτελούν τα δυο πρώτα κεφάλαια της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής.Στην ημερίδα μίλησαν διακεκριμένοι επιστήμονες τόσο από την Κύπρο, όσο και από τις χώρες που επισκέφθηκε η Τεχνική Επιτροπή, δηλαδή την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Ιρλανδία. Για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία σε τόσο διαφορετικούς φορείς του ακαδημαϊκού και επιχειρηματικού κόσμου να έρθουν μαζί και να συζητήσουν για τα θέματα αυτά. Η ημερίδα αυτή, κατά την άποψή μου, αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο στην όλη προσπάθεια για την ανάπτυξη βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας στην Κύπρο. Κατά την διάρκεια της ημερίδας υπογράφηκε πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας της Ελλάδας και του Ιδρύματος Τεχνολογίας της Κύπρου.
Επίσης, στα πλαίσια συνεργασίας με την Ρωσία στις αρχές Δεκεμβρίου επισκέφθηκε την Κύπρο κλιμάκιο από διακεκριμένους Ρώσους επιστήμονες με σκοπό την ενημέρωσή τους για την ερευνητική υποδομή και ερευνητική δυνατότητα της Κύπρου. Οι επαφές προσβλέπουν στην συνεργασία μεταξύ Κύπρου-Ρωσίας στον τομέα της ίδρυσης βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας στην Κύπρο, μέσω του εκκολαπτηρίου επιχειρήσεων και της έρευνας και ανάπτυξης. Το κλιμάκιο είχε μια σειρά επαφών με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Γραφείο Προγραμματισμού, το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας, το Ίδρυμα Τεχνολογίας, το Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας, το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο γεωργικών Ερευνών, το Κρατικό Χημείο και το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Κατά την επίσκεψη των Ρώσων συμφωνήθηκε όπως στις 21-22 Μαρτίου, 2000 πραγματοποιηθεί σεμινάριο στην Μόσχα με θέμα "Συνεργασία Κύπρου- Ρωσίας μέσα στα πλαίσια της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής της Κύπρου για την ανάπτυξη της Βιομηχανίας Ψηλής Τεχνολογίας στην Κύπρο και την προώθηση των προϊόντων στην παγκόσμια αγορά". Σκοπός του σεμιναρίου θα είναι η παρουσίαση της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής σε Ρώσους επιστήμονες και επιχειρηματίες και η παρουσίαση της ερευνητικής δυνατότητας της Ρωσίας σε εκπροσώπους της κυβέρνησης της Κύπρου και σε επιχειρηματίες. Μέσα στα πλαίσια του σεμιναρίου θα υπογραφεί και συμφωνία για την υλοποίηση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, 2000 προγραμματίζεται, επίσης, να πραγματοποιηθεί ημερίδα στην Νέα Υόρκη με σκοπό την ενημέρωση των κυπρίων επιστημόνων και επιχειρηματιών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για την Νέα Βιομηχανική Πολιτική.
Στα πλαίσια της τελικής μας ευθείας προς την Ενωμένη Ευρώπη που αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό για το μέλλον και την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να σταθούμε όλοι μαζί και να εργασθούμε σταθερά και δυναμικά αναπτύσσοντας τις δέουσες ενέργειες και στρατηγική για την ανάπτυξη και αναβάθμιση της βιομηχανίας. Η Κύπρος, πιστεύω, διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό και το αναγκαίο υπόβαθρο για την υλοποίηση του οράματος για τη δημιουργία βιομηχανιών ψηλής τεχνολογίας μέσω των εκκολαπτηρίων επιχειρήσεων και της εφαρμοσμένης επιστημονικής έρευνας μέσω των υφισταμένων ερευνητικών κέντρων και άλλων που θα δημιουργηθούν. Σ` αυτό θα συμβάλουν και οι σχέσεις και συνεργασία που έχει αναπτυχθεί με άλλες χώρες που προηγούνται της Κύπρου στον τομέα αυτό και η βοήθεια και συνεργασία των κυπρίων επιτυχεμένων επιχειρηματιών και διακεκριμένων επιστημόνων της διασποράς.
Ευχαριστώ και πάλιν τον Πρόεδρο και τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής Λεμεσού- Πάφου του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου για την ευγενή τους πρόσκληση και για την ευκαιρία που μου έδωσαν να προσφωνήσω την αποψινή σας συγκέντρωση. Εύχομαι κάθε πρόοδο και επιτυχία στο έργο σας για την ανάπτυξη της μικρής μας πατρίδας.