[Αρχική Σελίδα] [Ομιλίες/ Συνεντεύξεις/ Άρθρα]

Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Τάσσου Παπαδόπουλου χθες στο Kennedy School of Government, Πανεπιστήμιο του Harvard

(Τρίτη, 1 Ιουνίου, 2004)


Κυρίες και Κύριοι,

Επιτρέψτε μου να αρχίσω, εκφράζοντας την εκτίμησή μου για την πρόσκληση να χαιρετίσω ένα από τα παλαιότερα και σίγουρα ένα από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα με το μεγαλύτερο κύρος στον κόσμο. Θεωρώ ξεχωριστή τιμή που μου δίνεται αυτή η ευκαιρία να το πράξω μέσα σε αυτή τη χρονική συγκυρία.

Οπως μπορεί να γνωρίζετε, αύριο θα έχω το προνόμιο και την τιμή να υπογράψω τη Συμφωνία εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Harvard, για μια πρωτοβουλία έρευνας στην Κύπρο για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία , που θα απαιτήσει επένδυση περίπου 40 εκ. δολαρίων. Η Κύπρος έχει πρόσφατα βρεθεί στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος λόγω της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και των προσπαθειών των Ηνωμένων Εθνών να βοηθήσουν στην επίτευξη διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος.

Υποθέτω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν πως τον Ιούλιο του 1974, ύστερα από ένα πραξικόπημα που οργανώθηκε από τη στρατιωτική χούντα που βρισκόταν στην εξουσία τότε στην Ελλάδα, ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο και εξακολουθεί να κατέχει το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τότε δημιουργήθηκε μια διαχωριστική γραμμή, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα, από 35.000 τουρκικά στρατεύματα.

Περίπου το ένα τρίτο του ελληνοκυπριακού πληθυσμού της Κύπρου εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σπίτια και τις περιουσίες του στις οποίες ζούσαν για αιώνες και εκ τότε ζουν ως πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα. Οι Ελληνοκύπριοι αποτελούν το 82% του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου και οι Τουρκοκύπριοι το 18%. Στους Ελληνοκυπρίους ανήκει επίσης το 88% της γης στις κατεχόμενες περιοχές και στους Τουρκοκυπρίους περίπου το 12%.

Από το 1974 υπήρξαν πολλές προσπάθειες για να επιτευχθεί λύση του κυπριακού προβλήματος μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα και την «αποστολή καλών υπηρεσιών» του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, με αποκορύφωμα την πλέον πρόσφατη προσπάθεια που άρχισε το 1999.

Υπό τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την τουρκική εισβολή του 1974 αποδεχθήκαμε ότι μια λύση θα πρέπει να αναζητηθεί μέσω της εξέλιξης του ενιαίου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια κρατική δομή διζωνικού, δικοινοτικού ομόσπονδου κράτους, εντός του οποίου τα δικαιώματα και οι ανησυχίες των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο θα αντιμετωπίζονταν επαρκώς, αλλά την ίδια ώρα και ένα κράτος το οποίο θα ήταν λειτουργικό ώστε να είναι βιώσιμο και να αντέχει στο χρόνο.

Από την άποψη των Ελληνοκυπρίων, κάποια στοιχεία της λύσης κρίθηκαν θεμελιώδη και απαραίτητα ώστε να γίνει μια λειτουργική διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία έχοντας υπόψη ότι στην περίπτωση της Κύπρου θα υπήρχαν μόνο δύο ομόσπονδες οντότητες με ίσα δικαιώματα και λειτουργίες.

Αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά τα στοιχεία που είχαμε την πρόθεση να επιδιώξουμε μέσω τέτοιων διαπραγματεύσεων:

Την επανένωση της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας της, ενώ κάθε κοινότητα θα διατηρούσε τη δική της ταυτότητα και κουλτούρα και τον έλεγχο των δικών της υποθέσεων σε συνθήκες πολιτικής ισότητας.

Μια λειτουργική λύση εντός μιας λειτουργικής κρατικής δομής, στην οποία καμία κοινότητα δεν θα επέβαλλε τη θέλησή της στην άλλη, αλλά που ταυτόχρονα και πιο σημαντικά, σε καμία κοινότητα δεν θα επιτρεπόταν να δημιουργήσει αδιέξοδα σε σημαντικές λειτουργίες και δραστηριότητες του κράτους.

Το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δημοκρατικών αρχών και θεμελιωδών ελευθεριών για όλους τους νόμιμους πολίτες και της πρακτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής τους για όλους.

Τον τερματισμό της κατοχής και τη σταδιακή αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και στοιχείων από την Κύπρο με στόχο την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου. Για μια μεταβατική περίοδο μια πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη θα εγκαθιδρύετο ώστε να διασφαλίζει το αίσθημα ασφάλειας και την ευταξία και στις δύο κοινότητες.

Τη διασφάλιση ότι η λύση που θα εξευρεθεί θα εφαρμοστεί πραγματικά μέσω αυτο-εκτελούμενων σταδίων και αποτελεσματικών εγγυήσεων σε ό,τι αφορά στην ασφάλεια του κράτους, ιδιαίτερα υπό το φως του τραύματος της τουρκικής εισβολής.

Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μερικές σκέψεις μαζί σας αναφορικά με τις τελευταίες έντονες προσπάθειες για την επίτευξη μιας λύση στο κυπριακό πρόβλημα υπό την τελευταία πρόταση των Ηνωμένων Εθνών, που είναι γνωστή ως το «Πέμπτο Σχέδιο Ανάν», και εσείς θα κρίνετε κατά πόσο αυτό το Σχέδιο ικανοποιούσε επαρκώς αυτούς τους στόχους.

Οταν θα καθόταν η σκόνη, όταν οι ξένοι διπλωμάτες και δημοσιογράφοι θα έβρισκαν άλλα θέματα να τραβήξουν την προσοχή τους, όταν η Κύπρος δεν θα ήταν πλέον στο επίκεντρο της διεθνούς σκηνής, θα ήμασταν εμείς οι Κύπριοι, Ελληνες και Τούρκοι, που θα έπρεπε να ζήσουμε με τις συνέπειες της εφαρμογής της πέμπτης έκδοσης του Σχεδίου Ανάν. Το Σχέδιο Ανάν δεν ήταν χαραγμένο στην πέτρα, ήταν χαραγμένο σε γρανίτη. Επρεπε, επομένως, να ήμασταν βέβαιοι ότι το Σχέδιο αυτό θα δούλευε, ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί λειτουργικό και διαρκές.

Η πέμπτη έκδοση του Σχεδίου, παρά το ότι πολλές πτυχές του διαφέρουν από το προηγούμενό του, προβλήθηκε για ακόμη μια φορά ως συνολικό, ολοκληρωμένο και απαραίτητο. Ως να μην υπήρχε εναλλακτική λύση. Ετσι είχαν όμως τα πράγματα;

Εν μέρει η απάντηση είναι – «δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και έτσι δεν γνωρίζουμε». Είναι μια ογκώδης και περίπλοκη σειρά εγγράφων που αποτελείται από χιλιάδες σελίδες και δεκάδες χιλιάδες λέξεις. Προτείνει ένα σύστημα διακυβέρνησης, που δεν δοκιμάστηκε σε καμία άλλη χώρα, ένα εμπνευσμένο από την Ελβετία κεφάλι με ένα εμπνευσμένο από το Βέλγιο σώμα που συναρμολογήθηκε για το μικρό μας νησί, το οποίο δεν είναι ούτε Ελβετία ούτε Βέλγιο. Η πέμπτη έκδοσή του, λόγω έλλειψης επαρκούς χρόνου πριν από τα δημοψηφίσματα, δεν είχε εξεταστεί προσεκτικά από αντικειμενικούς επαγγελματίες, ειδικούς στις πολιτικές επιστήμες και στη Νομική. Θα μπορούσε να δουλέψει. Αλλά τι θα γινόταν αν δεν δούλευε;

Εν μέρει η απάντηση είναι ότι η τελευταία έκδοση του Σχεδίου Ανάν είχε αριθμό θετικών στοιχείων, αλλά εξακολουθεί να αφήνει πολλά προβληματικά σημεία και, μάλιστα, δημιουργούσε νέα.

Κάποιες από τις πλέον βαθιές ανησυχίες μου για το Σχέδιο δεν αφορούσαν εκείνα τα σημεία για τα οποία αισθανόμασταν ότι οι συμβιβασμοί που προσφέρονταν ή επιβάλλονταν απλώς δεν ήταν δίκαιοι για μας. Υπεβλήθησαν από την ανησυχία μου για το είδος της Κύπρου που θα εδημιουργείτο από αυτό το Σχέδιο, από την ικανότητά της να διαδραματίσει το σωστό της ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στον κόσμο. Ανησυχία για την ικανότητα της Κυπριακής Κυβέρνησης να διασφαλίσει στους πολίτες της την ευημερία και τη δυνατότητα να ζήσουν σε ένα κράτος ευημερίας που λειτουργεί αποτελεσματικά και που σέβεται τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.

Παραθέτω κάποια σημεία ανησυχίας:

Είκοσι τέσσερις ώρες μετά την έγκριση του πέμπτου Σχεδίου Ανάν σε χωριστά δημοψηφίσματα, η Κυπριακή Δημοκρατία παύει να υπάρχει και δημιουργείται η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, με νέα κυβερνητική δομή και νέα διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Η τουρκοκυπριακή κοινότητα και οι Τουρκοκύπριοι θα ελάμβαναν όλα τα ωφελήματα που προέβλεπε το Ανάν 5 από την ίδια μέρα, ενώ οι Ελληνοκύπριοι θα έπρεπε να περιμένουν για να πάρουν τα ωφελήματα που τους υποσχόταν το Σχέδιο, όπως είναι η επιστροφή μέρους της γης τους, των περιουσιών τους, ή αποζημιώσεις ή δικαιώματα επιστροφής στα σπίτια και τις περιουσίες τους, στο βάθος του χρόνου που έφτανε μέχρι και τριάμισι χρόνια για τη γη που θα επιστρεφόταν σε αυτούς και μέχρι τα 18 ή 21 χρόνια για το δικαίωμα επιστροφής.

Πρέπει με πάσα ειλικρίνεια να πούμε ότι δεν πιστεύουμε ότι το Σχέδιο απέδιδε δικαιοσύνη σε μεγάλους αριθμούς Ελληνοκυπρίων είτε ανθρώπους που εκτοπίσθηκαν ή που στερήθηκαν τις περιουσίες τους. Ακούμε συμβατικές εκφράσεις για ανθρώπινα δικαιώματα και για απουσία διακρίσεων, αλλά οι λεπτομέρειες του Σχεδίου σήμαιναν ότι μια σημαντική μερίδα των εκτοπισμένων θα λάμβαναν μόνο ένα περιορισμένο και αβέβαιο ποσό χρηματικής αποζημίωσης, το οποίο θα καταβαλλόταν με καθυστέρηση μέχρι 20 ετών και με μεγάλο κόστος, που πιθανώς να απειλούσε την οικονομική βιωσιμότητα τόσο του ομόσπονδου κράτους όσο και του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους. Παρομοίως, πολύ λίγοι από τους εκτοπισμένους, ή μιλώντας μη τεχνικά, τους «πρόσφυγες», θα μπορούσαν να επιστρέψουν για να εγκατασταθούν στο τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος. Η έκβαση αυτή υπαγορεύθηκε από το τουρκικό δόγμα για διζωνικότητα, το οποίο προβλέπει εθνικό διαχωρισμό μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων στο μέγιστο βαθμό, που θα μπορούσε να ανεχθεί η διεθνής κοινότητα και η ΕΕ, χωρίς να αναγκάζονται να παραδεχθούν ότι υπήρξε διάκριση. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν, δυνάμει των προνοιών του Σχεδίου, σχεδιασμένος να είναι μόνιμος.

Ημασταν πρόθυμοι να αποδεχθούμε, για ανθρωπιστικούς λόγους, ότι πολλοί επί μακρόν εγκατεστημένοι «έποικοι» από την Τουρκία, νέοι άνθρωποι που γεννήθηκαν και που δεν είχαν άλλο σπίτι εκτός Κύπρου, και φυσικά, όλοι όσοι παντρεύτηκαν Τουρκοκύπριους, θα είχαν το δικαίωμα να παραμείνουν στη χώρα μας ως πολίτες κάτω από τη νέα τάξη πραγμάτων. Αλλά δεν ήμασταν διατεθειμένοι να αποδεχθούμε ότι ο κάθε έποικος, και μάλιστα όλοι, θα είχαν δικαίωμα να παραμείνουν εδώ και τελικά να αποκτήσουν υπηκοότητα.

Είχα εγείρει αυτές και άλλες ανησυχίες μου στις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο από τις 19 Φεβρουαρίου μέχρι τις 27 Μαρτίου 2004, τόσο προφορικά όσο και σε εκτενείς γραπτές προτάσεις. Δεν έτυχαν προσοχής. Στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας δεν διεξήχθησαν πραγματικές διαπραγματεύσεις. Δεν υπήρξε έστω και μια πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση μεταξύ των δύο πλευρών.

Φαίνεται ότι όλοι ήθελαν τόσο πολύ να φέρουν κοντά την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους, μετά από 30 χρόνια συνεπούς αδιαλλαξίας και απερίφραστης άρνησης της Τουρκίας να πάρει μέρος σε σοβαρές διαπραγματεύσεις, που η απλή αποδοχή – επί τέλους – της τουρκικής πλευράς να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις θεωρήθηκε ότι ήταν τόσο μεγάλη βελτίωση, σε σχέση με τη στάση της στο παρελθόν, που έπρεπε να ανταμειφθεί με την ικανοποίηση όλων των αξιώσεών της.

Δεν ήταν λοιπόν έκπληξη για όλους τους σοβαρούς και αντικειμενικούς παρατηρητές των κυπριακών πραγμάτων το γεγονός ότι ένα 76 % των Ελληνοκυπρίων εκλογέων απέρριψαν με ένα βροντερό «Όχι» το Πέμπτο Σχέδιο Ανάν. Νομίζω ότι μιλά από μόνο του το γεγονός ότι 70% των προσφύγων, που είχαν ελπίδες επιστροφής στα σπίτια και τις περιουσίες τους, ή θα έπαιρναν αποζημιώσεις, ψήφισαν εναντίον του Σχεδίου. Δεν μπορεί να είναι όλοι αφελείς. Δεν μπορεί να είναι όλοι παραπλανημένοι ή εξαπατημένοι. Οι Κύπριοι έχουν υψηλή μόρφωση, είναι έντονα πολιτικοποιημένοι και έχουν μια υπερήφανη παράδοση δημοκρατικών διαδικασιών και ελευθερίας έκφρασης.

Από τα αρχαία χρόνια, σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, η ύψιστη πηγή εξουσίας είναι ο λαός και η ύψιστη έκφραση της θέλησης του λαού, σε μια δημοκρατική κοινωνία – όπως η κυπριακή – είναι η απόφαση του λαού μέσω δημοψηφίσματος. Η απόφαση του λαού πρέπει να γίνεται σεβαστή από όλους. Και εγώ ασφαλώς έχω την υποχρέωση, και δεσμεύομαι από την πολιτική ηθική και τις πρόνοιες του Συντάγματος, να τη σέβομαι. Κανένας δεν έχει το δικαίωμά του να επικρίνει το λαό ή να τον εκδικείται ή να τιμωρεί ολόκληρο λαό γιατί, ασκώντας το ύψιστο δικαίωμα σε μια δημοκρατική κοινωνία, απέρριψε ένα Σχέδιο που ετοιμάστηκε από άλλους, ένα Σχέδιο που θα καθόριζε τόσο το μέλλον το δικό του όσο και των επόμενων γενεών.

Σεβόμαστε την άποψη και εκτίμηση των ξένων που θεωρούν το Πέμπτο Σχέδιο Ανάν ως « μια μοναδική ευκαιρία που χάθηκε» ή ως « ένα εξαιρετικά ισορροπημένο και δίκαιο σχέδιο». Απαιτούμε όμως να έχουμε το ίδιο δικαίωμα να το κρίνουμε διαφορετικά. Στο κάτω-κάτω το θέμα αφορά κυρίως εμάς και τις γενεές που θα ακολουθήσουν.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η διεθνής κοινότητα απογοητεύθηκε πολύ από την απόφαση των Ελληνοκυπρίων. Αλλά αναμένουμε ότι η διεθνής κοινότητα θα καταλάβει ότι η απογοήτευσή μας για τις πρόνοιες του Πέμπτου Σχεδίου Ανάν είναι μεγαλύτερη. Γιατί τελικά είναι η δική μας χώρα που βρίσκεται υπό κατοχή και είμαστε εμείς που επωμιζόμαστε τις συνέπειες της τουρκικής κατοχής.

Είμαστε πραγματικά απογοητευμένοι και αποθαρρυμένοι, διότι οι πρόνοιες του Πέμπτου Σχεδίου Ανάν, που στόχευαν στην ικανοποίηση των αξιώσεων της Τουρκίας, δεν επέτρεψαν στο λαό της Κύπρου να δεχθεί αυτό το Σχέδιο, λόγω των δυσμενών αποτελεσμάτων ορισμένων προνοιών του.

Δεν πρέπει η θέση μας να παρεξηγηθεί ή να παρερμηνευθεί. Δεν «απορρίπτουμε» το Σχέδιο Ανάν. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι αποτελεί καλή βάση για μια τελική διευθέτηση. Εξακολουθούμε να αποδεχόμαστε μια διζωνική, δικοινοτική, λειτουργική ομοσπονδία, αλλά αυτή η εκδοχή του Σχεδίου δεν συνιστούσε κάτι τέτοιο. Αλλά δεν πρέπει να αναμένουν από εμάς να σπεύσουμε σε μια τόσο θεμελιώδη και αμετάκλητη αλλαγή – με σπουδή που μπορεί να περιγραφτεί μόνο ως ανάρμοστη – η οποία δεν θα γινόταν αποδεκτή από οποιοδήποτε άλλο κράτος. Δεν δεχόμαστε ότι είναι μόνο αυτό ή τίποτα. Στο κάτω-κάτω το ίδιο μας είπαν και τον περασμένο χρόνο για ένα Σχέδιο που άλλαξε πολύ από τότε. Ο σωστός τρόπος είναι να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε σκληρά μέχρις ότου επιτύχουμε ένα σχέδιο που να είναι λειτουργικό, δίκαιο και αποδεκτό από όλους. Στην πεφωτισμένη αυτή εποχή, οι πολιτικές διαμάχες πρέπει να επιλύονται με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και τις αρχές του και όχι με επιβολή στην υπηρεσία εξωτερικών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων.

Κυρίες και Κύριοι,

Η Κυπριακή Δημοκρατία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής συνδέονται με κοινά συμφέροντα, με μια μακρά παράδοση φιλίας και στενής συνεργασίας και εξαίρετες διμερείς σχέσεις. Οι ισχυροί ιστορικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών έχουν τις ρίζες τους στο σεβασμό και στην προαγωγή των ίδιων θεμελιωδών αξιών και αρχών. Συμμεριζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια την ίδια κληρονομιά δημοκρατικών ιδεωδών, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της επικράτησης της διεθνούς νομιμότητας και του κράτους δικαίου. Η Κύπρος και οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ισχυροί υπέρμαχοι αυτών των αξιών, η προαγωγή των οποίων αποτελεί προτεραιότητα στην πολιτική τους.

Πολυάριθμοι Αμερικανοί πολίτες κυπριακής καταγωγής ζουν και εργάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποτελούν μια δραστήρια κοινότητα, με αξιόλογη συμβολή σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Αυτή η μεγάλη κοινότητα αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στην παραδοσιακά στενή σχέση μας και ζώσα πραγματικότητα των κοινών αξιών που συμμερίζονται οι δύο λαοί μας.

Η Κύπρος, με μια ισχυρή και σταθερή οικονομία, ως διεθνές επιχειρηματικό κέντρο και κέντρο υπηρεσιών που βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχει ανοικτές τις πόρτες της στις αμερικανικές επιχειρήσεις που είναι πρόθυμες να επενδύσουν και να προωθήσουν επιχειρήσεις στη χώρα μας.

Μέσω της Κύπρου, ένα πολυπολιτισμικό, ποικίλο και κοσμοπολίτικο κέντρο οικονομικής και κοινωνικής προόδου στην Ανατολική Μεσόγειο και μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι αμερικανικές εταιρείες μπορούν τώρα να έχουν άμεση πρόσβαση στη μεγάλη αγορά της ΕΕ.

Η έντονή μας συνεργασία και συνεταιρισμός έχει προχωρήσει σε άλλο επίπεδο μετά τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Είμαστε ενωμένοι στον κοινό μας στόχο για αποτελεσματική καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας σε όλες τις εκδηλώσεις και μορφές της. Η εμπειρία μας έδειξε ότι οι προσπάθειές μας για καταπολέμηση αυτού του φαινομένου, που αποτελεί επίθεση σε κάθε χώρα και είναι εναντίον των ίδιων των αρχών πάνω στις οποίες ιδρύθηκαν οι χώρες μας, πρέπει να εντατικοποιηθούν περαιτέρω.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η Κύπρος συντάχθηκε αμέσως και με ενεργό τρόπο με τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διεθνή συμμαχία για καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Εκ τότε έχουμε πάρει, σε στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλά συγκεκριμένα και ενεργά βήματα στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Αυτή η έντονη συνεργασία συνεχίζει και κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Απελευθέρωσης του Ιράκ», όταν η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας παραχώρησε δικαιώματα υπερπτήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, με διευκολύνσεις για ανθρωπιστικούς σκοπούς και επείγουσες καταστάσεις.

Οι ΗΠΑ και η Κύπρος παραμένουν δεσμευμένες στην εντατικοποίηση όλων των προσπαθειών για εξάλειψη της μάστιγας της τρομοκρατίας σε όλες της τις πτυχές μέσω τόσο πολυμερούς όσο και διμερούς συνεργασίας. Η ίδια αποφασιστικότητα πρέπει να συνεχίσει να επιδεικνύεται και σε άλλους τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως είναι η καταπολέμηση της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής, ο αποτελεσματικός χειρισμός του φαινομένου του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων του 21ου αιώνα.

Η ένταξή μας και ενεργός συμμετοχή στην ΕΕ δεν παρέχει μόνο νέες ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη, αλλά καθιστά την Κύπρο το ανατολικό σύνορο της Ενωσης στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Μέσω της Κύπρου, η Ευρωπαϊκή Ενωση έρχεται στο κατώφλι της Μέσης Ανατολή. Από μια δυτική άποψη, η Κύπρος είναι η πύλη στη Μέση Ανατολής και ο φρουρός της νότιας και ανατολικής πλευράς της Ευρώπης. Η Κύπρος παραδοσιακά διατηρεί για δεκαετίες εξαιρετικές σχέσεις τόσο με το Ισραήλ όσο και με τα γειτονικά αραβικά κράτη. Από την άποψη των χωρών της Μέσης Ανατολής, η Κύπρος μπορεί να είναι ένας ζωτικός σύνδεσμος με τη Δύση.

Κυρίες και Κύριοι,

Ο λαός και η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν ώστε να επιτύχουν νέα επίπεδα συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών μας. Ταυτόχρονα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα προσφέρουμε την ταπεινή μας συμβολή στις προσπάθειες για σταθεροποίηση της υπερατλαντικής σχέσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για το σκοπό αυτό, κάποιος μπορεί να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τις νέες προοπτικές που προσφέρονται από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και τη φυσική της μεταμόρφωση σε σύνορο της ΕΕ στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πάντοτε επεδείκνυαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εξεύρεση λύσης στο κυπριακό πρόβλημα και στον τερματισμό της μακρόχρονης διαίρεσης του νησιού. Ο αμερικανικός ρόλος στις ειρηνευτικές προσπάθειες στην Κύπρο έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και η συμβολή των ΗΠΑ είναι κρίσιμης σημασίας. Η Κύπρος, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η Ευρώπη και ο κόσμος γενικά χρειάζονται τη συνεχή και ενεργό ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών στις προσπάθειές μας να επιτύχουμε μια διαρκή διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αμοιβαία αποδεκτή λύση για όλους τους ενδιαφερόμενους, που να είναι αποτέλεσμα πραγματικών διαπραγματεύσεων μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων μερών, μέσω της οποίας οι φιλοδοξίες και τα νόμιμα συμφέροντα όλων των Κυπρίων θα ικανοποιηθούν επαρκώς κατά τρόπο μόνιμο. Η εξεύρεση μιας τέτοιας λύσης θα απέβαινε ευεργετική όχι μόνο για τους Κυπρίους, αλλά και θα υπηρετούσε επίσης ως μοντέλο ελπίδας για άλλες παρόμοιες καταστάσεις και θα προωθούσε τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.

[Πάνω] [Σελίδα Ομιλιών]