Μέρος XIII. Τελικαί Διατάξεις
Άρθρον 179
1. Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας.
2. Ουδείς
νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως,
ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου
εν τη Δημοκρατία, ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν
λειτούργημα, δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόποον αντίθετος ή μη
σύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος.
Άρθρον
180
1. Αμφότερα, το ελληνικόν και το τουρκικόν κείμενον του Συντάγματος,
είναι πρωτότυπα και έχουσι το αυτό κύρος και την αυτήν νομικήν ισχύν.
2. Οιαδήποτε
αντίφασις μεταξύ των δύο κειμένων του Συντάγματος επιλύεται υπό του
Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δι’ αναφοράς εις το κείμενον του
σχεδίου Συντάγματος, το υπογραφέν εν τη Μικτή Συνταγματική Επιτροπή
εν Λευκωσία την 6ην Απριλίου 1960, ως και εις το κείμενον των εν τω
παρατρήματι τροποποιήσεων αυτού, το υπογραφέν την 6ην Ιουλίου 1960 υπό
αντιπροσώπων του Βασιλείου της Ελλάδος, της Τουρκικής Δημοκρατίας και
της Ελληνικής και Τουρκικής κοινότητος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του
κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου 1959 και Λονδίνου
της 19ης Φεβρουαρίου 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών.
3. Εν περιπτώσει
ασαφείας, το Σύνταγμα ερμηνεύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,
λαμβανομένου υπ’ όψει και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης
Φεβρουαρίου 1959 και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου 1959, κατά τε το
γράμμα και το πνεύμα αυτών.
Άρθρον
181
Η συνθήκη εγγυήσεως της ανεξαρησίας, της εδαφικής ακεραιότητος και του
Συντάγματος της Δημοκρατίας, η συνομολογηθείσα μεταξύ της Δημοκρατίας,
του Βασιλείου της Ελλάδος, της Τουρκικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου
Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, ως και η συνθήκη
στρατιωτικής συμμαχίας, η συνομολογηθείσα μεταξύ της Δημοκρατίας, του
Βασιλείου της Ελλάδος και της Τουρκικής Δημοκρατίας, τα κείμενα των
οποίων είναι προσηρτημένα τω παρόντι Συντάγματι ως παραρτήματα Ι και
ΙΙ, κάκτηνται συνταγματικήν ισχύν.
Άρθρον
182
1. Τα άρθρα ή τα μέρη των άρθρων του Συντάγματος, τα περιλαμβανόμενα
εν τω συνημμένω τω παρόντι παραρτήματι ΙΙΙ, ενσωματωθέντα εις το Σύνταγμα
εκ της συμφωνίας Ζυρίχης της 11ης φεβρουαρίου 1959, αποτελούσι θεμελιώδη
άρθρα του Συντάγματος, και δεν δύνανται, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να
τροποποιηθώσι δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως.
2. Τηρουμένων
των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, πάσα διάταξις
του Συντάγματος δύναται να τροποποιηθή δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως,
ως εν τη τρίτη παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.
3. Δια
την ψήφισιν οιουδήποτε νόμου περί τροποποιήσεως, απαιτήται πλειοψηφία
περιλαμβάνουσα τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την
ελληνικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα δύο τρίτα
του όλου αριθμού των εις την τουρκικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.
Άρθρον
183
1. Εν περιπτώσει πολέμου ή ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την
ύπαρξιν της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε τμήμα αυτής, το Υπουργικον Συμβούλιον
κέκτηται την εξουσίαν να προκηρύσση, δι’ αποφάσεως αυτού, την κήρυξιν
κατατάσεως εκτάκτου ανάγκης. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας,
όμως, ιδία εκάτερος ή από κοινού, έχουσι δικαίωμα αρνησικυρίας οιασδήποτε
τοιαύτης αποφάσεως, ασκούμενον εντός τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της
ημέρας, καθ’ ήν η απόφασις εκοινοποιήθη εις το γραφείον εκατέρου.
2. Πάσα
τοιαύτη προκήρυξις καθορίζει τα άρθρα του Συντάγματος, άτινα αναστέλλονται
καθ’ όλην την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης μόνον, όμως,
τα κάτωθι αναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος δύναται να ανασταλώσι δια
της προκηρύξεως: το άρθρον 7, μόνον καθ’ όσον αφορά εις θάνατον προκληθέντα
εκ θεμιτής πολεμικής ενέργειας, η δευτέρα και τρίτη παράγραφος του άρθρου
10, τα άρθρα 11, 13, 16, 17, 19, 21, το εδάφιον (δ) της ογδόης παραγράφου
του άρθρου 23 και τα άρθρα 25 και 27.
3. Ο Πρόεδρος
και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα, δια δημοσιεύσεως
εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, την προκήρυξιν, εκτός εάν,
ιδία εκάτερος ή από κοινού, έχωσιν ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας,
ως εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.
4. Προκήρυξις
εκδοθείσα συμφώνως ταις ανωτέρω διατάξεσι του παρόντος άρθρου κατατίθεται
αμέσως ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων
δεν διατελή εν συνόδω, συγκαλείται αύτη, ίνα αποφασισθή όσον οιόν τε
ταχύτερον περί τούτου.
5. Η Βουλή
των Αντιπροσώπων δικαιούται να απορρίψη ή εγκρίνη την προκήρυξιν περί
κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης. Εν περιπτώσει απορρίψεως, η προκήρυξις
περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης δεν έχει ουδεμίαν νομικήν
ισχύν. Εν περιπτώσει εγκρίσεως, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας
εκδίδουσι παραχρήμα, δια δημοσιεύσεως, εις την επίσημον εφημερίδα της
Δημοκρατίας, την απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων.
6. Η προκήρυξις
περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης παύει να ισχύη άμα τη παρελεύσει
δύο μηνών από της εγκρίσεως αυτής
υπό της Βουλής
των Αντιπροσώπων, εκτός εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων, τη αιτήσει του Υπουργικού
Συμβουλίου, αποφασίση να παρατείνη την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου
ανάγκης, οπότε ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ίδια εκάτερος
ή από κοινού, έχουσι δικαίωμα αρνησικυρίας της αποφάσεως περί παρατάσεως
της διαρκείας της καταστάσεως εκτακτου ανάγκης, ασκούμενον συμφώνως τω
άρθρω 50.
7. (1)
Παρά τας διατάξεις του Συντάγματος, εφ’ όσον χρόνον ισχύει προκήρυξις
περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, το Υπουργικόν Συμβούλιον,
κρίνον ότι απαιτείται άμεσος ενέργεια, εκδίδει διάταγμα ατστηρώς συναρτώμενα
προς την κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης, έχοντα ισχύν νόμου και υποκείμενα
εις το δικαίωμα αρνησικυρίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, ενεργούντων
εκατέρου ιδία ή από κοινού, συμφώνως τω άρθρω 57
(2) Εάν
δεν ασκηθή, συμφώνως τω πρώτω εδαφίω της παρούσης παραγράφου, δικαίωμα
αρνησικυρίας, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι
παραχρήμα, διά δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας,
τα ειρημένα διατάγματα.
(3)Τα ανωτέρω
διατάγματα αποβάλλουσι την ισχύν αυτών άμα τη λήξει της καταστάσεως
εκτάκτου αναγκης, εφ’ όσον δεν θα έχωσιν ανακληθή ενωρίτερον.
Άρθρον
184
1. Όσάκις διάταγμα, εκδοθέν συμφώνως τω εδαφίω (2) της εβδόμης παραγράφου
του άρθρου 183, επιτρέπει την επιβολήν προληπτικής προσωπικής κρατήσεως
-
(α) η αρχή,
τη διαταγή της οποίας κρατείται οιονδήποτε πρόσωπον κατ’ εφαρμογήν του
διατάγματος, δέον όσον οιόν τε ταχύτερον να πληροφορήση τον κρατούμενον
περί των λόγων της κρατήσεως αυτού και, τηρουμένων των διατάξεων της
τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, περί των ισχυρισμών ως προς τα
πραγματικά γεγονότα εφ’ ών βασίζεται η διαταγή, και να παράσχη αυτώ
την ευχέρειαν υποβολής, όσον οιόν τε ταχύτερον, αντιρρήσεων κατά της
διαταγής κρατήσεως, και
(β) ουδείς
πολίτης κρατείται, εις εκτέλεσιν διατάγματος, επί χρόνον υπερβαίνοντα
τον ένα μήνα, εκτός εάν γνωμοδοτικόν συμβούλιον, συντεθειμένον ως εν
τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται, μετ’ εξέτασιν των
υποβληθεισών συμφώνως τω εδαφίω (α) της παρούσης παραγράφου υπό του
κρατουμένου αντιρρήσεων, γνωμοδοτή, προ της παρελεύσεως του μηνός, ότι
θεωρεί υφιστάμενον ικανόν λόγον δικαιολογούντα την κράτησιν.
2. Γνωμοδοτικόν
συμβούλιον, καθιστάμενον δια την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, συντίθεται
εξ ενός προέδρου, διοριζομένου από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου
της Δημοκρατίας και επιλεγομένου εκ προσώπων τελούντων ή διατελεσάντων
δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή κεκτημένων τα προσόντα προς διορισμόν
αυτών ως δικαστών του Δικαστηρίου τούτου, και εκ δύο ετέρων μελών, διοριζομένων
από κοινού υπό του Προέδορυ και του Αντιπροέδρου της Δημορατίας, αφού
προηγουμένως συμβουλευθώσι τον πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
3. Το παρόν
άρθρον δεν επιβάλλει εις οιανδήποτε αρχήν να αποκαλύψη γεγονότα, ών
η αποκάλυψις, κατά την κρίσιν αυτής, θα ήτο αντίθετος προς το εθνικόν
συμφέρον.
Άρθρον
185
1. Το έδαφος της Δημοκρατίας είναι ενιαίον και αδιαίρετον.
2. Η καθολική
ή μερική ένωσις της Κύπρου μετ’ οιουδήποτε άλλου Κράτους ή η χωριστική
ανεξαρτησία αποκλείονται.
Άρθρον
186
1. Εν τω Συντάγματι, πλην εάν ορίζηται ρητώς άλλως ή εάν εκ της εν δεδομένη
αλληλουχία χρήσεως όρου τινός προκύπτει άλλο τι-
(α) ‘Κοινότης’ σημαίνει την ελληνικήν ή την τουρκικήν κοινότητα
-το ‘δικαστήριον’
συμπεριλαμβάνει και πάντα δικαστήν αυτού
-‘Έλλην’
είναι ο ανήκων εις την ελληνικήν κοινότητα, ως εν άρθρω 2 ορίζηται
-‘νόμος’
σημαίνει νόμον της Δημκρατίας, οσάκις ο όρος χρησιμοποιείτε εν σχέσει
προς περίοδον χρόνου επομένην της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος
-το ‘πρόσωπον’
συμπεριλαμβάνει πάσαν εταιρείαν, συνεταιρισμόν, ένωσιν, σωματείον, ίδρυμα
ή οργάνωσιν προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητας
-‘Δημοκρατία’
σημαίνει την Δημοκρατίαν της Κύπρου
-‘Τούρκος’
ή ‘τουρκικός’ είναι ο ανήκων εις την τουρκικήν κοινότητα, ως εν άρθρω
2 ορίζεται
(β) λέξεις
δηλούσαι το αρσενικόν γένος συμπεριλαμβάνουσι το θυληκόν γένος και λέξεις
εις τον ενικόν αριθμόν συμπεριλαμβάνουσι τον πληθυντικόν και τανάπαλιν.
2. Εις
άς περιπτώσεις το Σύνταγμα παρέχει εξουσίαν προς έκδοσιν πάσης φύσεως
διαταγμάτων, κανονισμών διοικήσεως ή διαχειρήσεως και οιωνδήποτε οδηγιών,
η εξουσία αύτη δέον να ερμηνεύηται ως περιλαμβάνουσα και εξουσίαν, καθ’
όμοιον τρόπον ασκουμένην, προς τροποποίησιν ή ανάκλησιν οιουδήποτε των
ειρημένων διαταγμάτων, κανονισμών ή οδηγιών