|
Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Άρθρον 6 Άρθρον 7 2. Ουδείς αποστερείται της ζωής αυτού, ειμή εις εκτέλεσιν ποινής επιβληθείσης δι’ αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου , δι' αδίκημα δι' ό προβλέπεται η ποινή αυτή υπό του νόμου.Νόμος δύναται να προβλέψη τοιαύτην ποινήν μόνον εις τας περιπτώσεις φόνου εκ προμελέτης, εσχάτης προδοσίας, πειρατείας κατα το διεθνές δίκαιον, και επί αδικημάτων τιμωρουμένων δια ποινής θανάτου συμφώνως τω στρατιωτικώ ποινικώ νόμω. 3. Η αποστέρησις της ζωής δεν θεωρείται παράβασις του παρόντος άρθρου, οσάκις προέρχεται εκ της χρήσεως της απολύτως αναγκαίας βίας ότε και όπως ο νόμος ορίζη: α)επί αμύνης προσώπου ή περιουσίας προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως αναποτρέπτου και ανεπανορθώτου κακού, β)προς διενέργειαν συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου, γ)επί πράξεως γενομένης προς σκοπόν καταστολής ταραχών ή στάσεως. Άρθρον 8
2. Ουδείς εξαναγκάζεται εις εκτέλεσιν αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας. 3. Ο εν τω παρόντι άρθρω όρος ‘αναγκαστική εργασία’ δεν περιλαμβάνει: α)οιανδήποτε εργασίαν απιβαλλομένην κατά την κανονικήν διάρκειαν της κρατήσεως, συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 11 του Συντάγματος, ή κατά την διάρκεια της υπό όρον απολύσεως από τοιαύτης κρατήσεως, β)οιανδήποτε τυχόν επιβληθησομένην στρατιωτικού χαρακτήρα υπηρεσίαν ή, προκειμένου περί των κατά συνείδησιν εναντιουμένων εις αυτήν και υπό την προϋπόθεσιν της αναγνωρίσεως αυτών υπό νόμου, υπηρεσίαν επιβαλλομένην αντί της στρατιωτικής υποχρεωτικής υπηρεσίας, και γ)οιανδήποτε υπηρεσίαν επιβαλλομένην εις περίπτωσιν καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή συμφοράς απειλούσης την ζωήν ή την ευημερία του λαού. Άρθρον 11 2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις: (α)κρατήσεως ατόμου μετά την καταδίκην αυτού υπό αρμοδίου δικαστηρίου, (β)συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου λόγω μη συμμορφώσεως προς νόμιμον διαταγήν δικαστηρίου, (γ)συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργούμενης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα, ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού, (δ)περιορισμού ανηλίκου δυνάμει νομίμου διαταγής προς τον σκοπόν αναμορφωτικής επιβλέψεως, ή νομίμου κρατήσεως προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής, (ε)περιορισμού ατόμων προς παρεμπόδισιν επεκτάσεως μεταδοτικών νόσων, ατόμων ασθενών διανοητικώς, αλκοολικών, τοξικομανών και αλητών και (στ)συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου προς παρεμπόδισιν της άνευ αδείας εισόδου εις το έδαφος της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού, καθ’ ού εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπόν απελάσεως ή εκδόσεως. 3. Εξαιρουμένου του δια θανάτου ή φυλακίσεως, ότε και όπως ο νόμος ορίζη, τιμωρουμένου αυτοφώρου αδικήματος, ουδείς συλλαμβάνεται, ειμή κατόπιν ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος εκδοθέντος συμφώνως προς τους υπό του νόμου προδιαγεγραμμένους τύπους. 4. Πας συλλαμβανόμενος πληροφορείται κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού, εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν, τους λόγους της συλλήψεως αυτού και δικαιούται να τύχη των υπηρεσιών συνηγόρου της εκλογής αυτού. 5. Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οιόν τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών απο της συλλήψεως, εφ’ όσον δεν αφέθη πρότερον ελεύθερος. 6. Ο δικαστής, ενώπιον του οποίου προσήχθη ο συλληφθείς, χωρεί ταχέως εις διερεύνησιν των λόγων της συλλήψεως εις καταληπτήν υπό του συλληφθέντος γλώσσαν και, ως οιόν τε συντομώτερον, πάντως δε το βραδύτερον εντός τριών ημερών απο της τοιαύτης προσαγωγής, ή απολύει τον συλληφθέντα υπό τους κατά την κρίσιν αυτού καταλλήλους όρους ή διατάσσει την κράτησιν αυτού, οσάκις η περί της διαπράξεως του αδκήματος ανάκρισις, δι’ό συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη, και δύναται να διατάσση εκάστοτε την κράτησιν αυτού επί περίοδον χρόνου μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας. Ο συνολικός χρόνος όμως της τοιαύτης κρατήσεως δέον να μή υπερβαίνη τους τρεις μήνας από της ημερομηνίας της συλλήψεως, μετά την παρέλευσιν των οποίων παν άτομον ή αρχή έχουσα υπό κράτησιν τον συλληφθέντα απολύει αυτόν παρευθύς. Πάσα κατά τα ανωτέρω απόφασις του δικαστού υπόκειται εις έφεσιν.7. Πας στερηθείς της ελευθερίας αυτού δια συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατήσεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος. 8. Ο κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου συλληφθείς ή κρατηθείς έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν. Άρθρον 12 2. Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου δια το αυτόν αδίκημα. Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος. 3. Ο νόμος δεν δύναται να προβλέψη ποινήν δυσανάλογον πρός την βαρύτητα του αδικήματος. 4. Ο κατηγορούμενος δι’ αδίκημά τι θεωρείται αθώος, μέχρις ου αποδειχθή ένοχος συμφώνως προς τον νόμον. 5. Πας κατηγορούμενος δι’ αδίκημά τι έχει τα ακόλουθα κατ’ ελάχιστον όρον δικαιώματα: (α)να πληροφορηθή εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν αμέσως και λεπτομερώς την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας, (β)να έχει επαρκή χρόνον και διευκόλυνσιν δια την προπαρασκευήν της υπερασπίσεως αυτού, (γ)να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ΄ όσον δεν έχη επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης,, (δ)να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως, υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας, (ε)να έχη δωρεάν συμπαράσται διερμηνέως, εφ’ όσον δεν δύναται να κατανοήση ή να ομιλή την τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν 6. Η ποινή της γενικής δημεύσεως της ιδιοκτησίας απαγορεύεται. Άρθρον 13 2. Έκαστος έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψη μονίμως ή προσωρινώς το έδαφος της Δημοκρατίας, υποκείμενος εις τους υπό του νόμου τεθειμένους ευλόγους περιορισμούς. Άρθρον 14 Άρθρον 15 2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο συμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον πρός το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημόσιας ασφαλείας ή της δημόσιας τάξεως ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον. Άρθρον 16 2. Η είσοδος εις οιανδήποτε κατοικίαν ή οιαδήποτε έρευνα εντός αυτής δεν επιτρέπεται, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη, και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου ή οσάκις η είσοδος ενεργήται τη ρητή συναινέσει του ενοίκου ή προς τον σκοπόν διασώσεως θυμάτων οιουδήποτε αδικήματος βίας ή οιασδήποτε καταστροφής. Άρθρον 17 2. Δεν επιτρέπεται επέμβασις κατά την ενάσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή συμφώνως προς τον νόμον, και μόνον εις περιπτώσεις προσώπων εν φυλακίσει ή προφυλακίσει τελούντων, ως και επί επαγγελματικής αλληλογραφίας και επικοινωνίας του πτωχεύσαντος κατά την διάρκειαν της διοικήσεως της περιουσίας αυτού. Άρθρον 18 2. Πάσαι αι θρησκείαι, των οποίων τα δόγματα και αι ιεροτελεστίαι δεν είναι μυστικαί, είναι ελεύθεραι. 3. Πάσαι θρησκείαι είναι ίσαι ενώπιον του νόμου. Μη θιγομένης της κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητος των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ουδεμία νομοθετική, εκτελεστική ή διοικητική πράξις της Δημοκρατίας δύναται να κάμη δυσμενή διάκρισιν εις βάρος οιουδήποτε θρησκευτικού ιδρύματος ή θρησκείας. 4. Έκαστος είναι ελεύθερος και έχει το δικαίωμα να πρεσβεύη την πίστιν αυτού και να εκδηλώνη την θρησκείαν ή τας θρησκευτικάς αυτού πεποιθήσεις δια της λατρείας, διδασκαλίας, ασκήσεως ή τηρήσεως των τύπων, είτε ατομικώς, είτε συλλογικώς, κατ’ ιδίαν ή δημοσία, και να μεταβάλλη την θρησκείαν ή τας θρησκευτικάς πεποιθήσεως αυτού. <<--- κεντρική σελίδα / επόμενη σελίδα --->>
|
Please Visit: |
Find Cyprus! Custom Google Search for Cyprus |