Μέρος IX. Περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου
2. Οσάκις αναφύεται ζήτημα αρμοδιότητος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,
τούτο, επί οιουδήποτε θέματος, επιλύει παν ζήτημα της αρμοδιότητός του.
3. Η κατά
την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον
του Δικαστηρίου:
(α) υπό
του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ή
(β) υπό
της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή
(γ) υπό
εκατέρας ή αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ή
(δ) υπό
παντός άλλου οργάνου της Δημοκρατίας ή αρχής εν τη Δημοκρατία, εφ’ όσον
άπαντες οι ανωτέρω είναι ενδιαφερόμενα εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει
μέρη.
4. H προσφυγή
ασκείται εντός τρίακοντα ημερών, αφ’ ής η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης
αμφισβητείται.
5. Επί
τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να αποφανθή ότι το αντικείμενον
της προσφυγής, νόμος ή απόφασις ή πράξις, είναι άκυρον και άνευ οιουδήποτε
απολύτως νομικού αποτελέσματος, είτε αφ’ ού χρονικού σημείου η σύγκρουσις
εγένετο ή η ανφισβήτησις ηγέρθη είτε εξ υπαρχής, είτε εν όλω είτε εν
μέρει, επί τω λόγω ότι ο τοιούτος νόμος ή πράξις εγένετο ή η απόφασις
ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητος, και εν εκατέρα περιπτώσει το Δικαστήριον
δύναται να αποφασίση όσον αφορά την ισχύν οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως
γενομένης δυνάμει του τοιούτου νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως.
6. Η επί
τοιαύτης προσφυγής εκδιδομένη απόφασις του Δικαστηρίου κοινοποιείτε
αμέσως προς πάντα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και προς τον Πρόεδρον και τον
Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες οφείλουσι να δημοσιεύωσι ταύτην
παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.
7. Ασκηθείσης
τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη την αποστολήν
του αντικειμένου της προσφυγής, νόμου ή αποφάσεως ως ή πράξεως, αναλόγως
της περιπτώσεως, μέχρις ού αποφανθή το Δικαστήριον. Η τοιαύτη περί αναστολής
απόφασις δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.
Άρθρον
140
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από κοινού, προ της
εκδόσεως νόμου ή αποφάσεως τινος της Βουλής των Αντιπροσώπων, δικαιούνται
να αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα γνωματεύση
τούτο κατά πόσον ο εν λόγω νόμος, απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών
ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνος πρός διάταξιν τινα του Συντάγματος
δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον, πλην της δυσμενούς εις βάρος εκατέρας κοινότητος
διακρίσεως.
2. Το Ανώτατον
Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν, κατά
την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου, ζήτημα και, αφ’ ού ακούση
τας απόψεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της
Βουλής των Αντιπροσώπων, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος
αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον
της Δημοκρατίας, ως και εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.
3. Εις
την περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι
ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις τις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή
ασυμφωνίαν προς διάταξιν τινα του Συντάγματος, ο νόμος ή η απόφασις
δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
Άρθρον
141
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται, προ της εκδόσεως
νόμου επιβάλλοντος διατυπώσεις, όρους ή περιορισμούς του δια του άρθρου
25 ηγγυημένου δικαιώματος, ν’ αναφερθή εις το Ανώτατον Συνταγματικόν
Δικαστήριον, ίνα γνωματεύση τούτο κατά πόσον αι διατυπώσεις, οι όροι
ή οι ππεριορισμοί τίθενται ή όχι προς το δημόσιον συμφέρον ή είναι αντίθετοι
προς τα συμφέροντα της κοινότητος αυτού.
2. Το Ανώτατον
Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν ζήτημα
και, αφ’ ού ακούση τας απόψεις του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας,
αναλόγως της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της Βουλής των Αντιπροσώπων,
εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον
και τον Αντοπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.
3. Εις
ήν περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι οι
εν λόγω όροι, περιορισμοί ή διατυπώσεις δεν ετέθησαν προς το μδημόσιον
συμφέρον ή είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα της ενδιαφερομένης κοινότητος,
ο ειρημένος νόμος ή ωρισμένη διάταξις αυτού, θεσπίζουσα όρους, περιορισμούς
ή διατυπώσεις, δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου
της Δημοκρατίας.
Άρθρον
142
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς οιονδήπουε νόμον ή απόφασιν
της ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας
εν σχέσει προς οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της τουρκικής Κοινοτικής
Συνελεύσεως, δύναται, προ της δημοσιεύσεως του νόμου ή της αποφάσεως
αυτης, ν’ αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήρον, ίνα
τούτο γνωματεύση κατά πόσον ο εν λόγω νόμος ή η απόφασις ή ωρισμένη
διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν πρός τινα διάταξιν
του Συντάγματος.
2. Το Ανώτατον
Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά παν υπό την κρίσιν αυτού τεθέν, κατά
την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου, ζήτημα και, αφ’ ού ακούση
τας απόψεις του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, αναλόγως
της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της ενδιαφερόμενης Κοινοτικής
Συνελεύσεως,
εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί
ταύτην εις τον Πρόεδρον ή τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, αναλόγως της
περιπτώσεως, και εις την ενδιαφερομένην Κοινοτικήν Συνέλευσιν.
3. Εις
ήν περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση, ότι
ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις τις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή
ασυμφωνίαν προς διάταξιν τινα του Συντάγματος, ο νόμος ή η απόφασις
ή ωρισμένη διάταξις αυτών δεν δύναται να δημοσιευθή υπό του Προέδρου
ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως.
Άρθρον
143
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας,ή βουλευταί αντιπροσωπεύοντες
τουλάχιστον το έν πέμπτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών της νεοεκλεγόμενης
Βουλής, δικαιούνται να προσφύγωσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον,
ίνα αποφανθή τούτο αν συντρέχωσι τοιαύται επείγουσαι και εξαιρετικαί
απρόβλεπτοι περιστάσεις, δικαιολογούσαι την υπό της Βουλής, ήτις συνεχίζει
μέχρις της ενάρξεως της περιόδου της νέας Βουλής, ψήφισιν νόμων ή λήψιν
αποφάσεων κατά το άρθρον 68.
2. Η προσφυγή
του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας δέον να ασκήται εντός
της υπό του Συντάγματος οριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων και
αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, η δε προσφυγή των ως άνω βουλευτών
δέον να ασκήται εντός δέκα πέντε ημερών από της πρώτης συνεδριάσεως
της νέας Βουλής.
3. Η απόφασις
του Δικαστηρίου κοινοποιείται αμέσως εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον
της Δημοκρατίας και εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Βουλής
των Αντιπροσώπων, και δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι
της Δημοκρατίας υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
Άρθρον
144
1. Πας διάδικος δικαιούται, καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας,
συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ έφεσιν, να εγείρη ζήτημα αντισυνταγματικότητας
νόμου ή αποφάσεως ή διατάξεως τινος αυτών ουσιώδους δια την διάγνωσιν
της εκκρεμούς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως. Το δικαστήριον, ενώπιον
του οποίου εγείρεται το ζήτημα, παραπέμπει παρευθύς τούτο ενώπιον του
Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και αναστέλλει την πρόοδον της διαδικασίας,
μέχρις ού αποφανθή επ’ αυτού το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.
2. Μετ’
ακρόασιν των διαδίκων, το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήρον ερευνά το
παραπεμθφέν αυτώ ζήτημα και αποφασίζει επ’ αυτού, διαβιβάζει δε την
απόφασιν αυτού εις το δικαστήρον, όπερ είχε παραπέμψει το ζήτημα.
3. Η κατά
την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις του Ανωτάτου Συνταγματικού
Δικαστηρίου δεσμεύει το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριον και τους εν
τη δίκη διαδίκους, εν ή δε διάταξις τις αυτών είναι αντισυνταγματική,
επιφέρει την μή εφαρμογήν μόνον εν τη εκκρεμεί ταύτη δίκη του νόμου
τούτου ή της αποφάσεως ή της σχετικής διατάξεως αυτών.