Βασίλη Μιχαηλίδη "Η 9η Ιουλίου του 1821"

15. Ο Γυιός του Κκιόρ-ογλου




Τότες εκρώννοιξεν κρυφά του περβολιού η πόρτα
τζι' εμπήκεν παίδκιος όμορφος μακρύς τζιαι στολισμένος
χαρούσιμος, τζι' εφαίνετουν που γαίμαν τζιαι που σόρταν,
τζι' ανέσαινεν τζι' εφαίνετουν πως ήτουν ποσταμένος.
Εκράτεν παστρικόν ποξ'άν γεμάτον στην μασκάλην,
τζι' επήεν στον Τζιυπριανόν τζι' είπεν του γιάλι γιάλι:
"Επεψεν με ο τζιύρης μου τώρα τζι' ήρτα βουρώντα
τζι' έφερα σου μιαν αλλαήν δικήν του να φορήσης,
ναπάμεν έσσω μας τωρά, κρυφά κρυφά, χωστώντα,
χάϊτε ντύθου γλήορα να πάμεν, μεν αρκήσης."

"Γυιε μου, πκοιός εν ο τζιύρης σου; πες μου τζιαι μεν να ξέρω."
"Ο τζιύρης μων ο Κκιόρ-ογλους, τζι' είπεν μου να πασκίσω
νάρτω να σ' εύρω γλήορα τζιαι ρούχα να σου φέρω,
τζιαι να σε πάρω έσσω μας ευτύς, να μεν σ' αφήσω.
Ντύθου να πάμεν τζι' ο Θεός ορπίζω ναν μιτά μας,
ο τζιύρης μου εν έσσω του τωρά τζιαι καρτερά μας.
Να ρέξουμεν χωστά-χωστά 'που μέσα στο περβόλιν,
τζιαι που τον τοίχον ύστερα να ππέσουμεν στην στράταν
τζι' αν τύσιη σγιαν πηαίννομεν τζιαι μπλάση μας το κόλιν,
γρυ να μας πουν, μελίζω τους τζιαι κάμνω τους σαλάταν."

"Να πάης, γιε μου, να του πης να κάμνη την δουλειάν του
τζι' είμαι πολλά καλλύττερα, πολλά, δα μέσα πούμαι,
τζιαι πως την καλωσύνην του τζιαι την καλήν καρδκιάν του
ακόμα τζιαι κρεμμάμενος εν να την αθθυμούμαι.
Χ'αιρέτα μου τον που καρδκιάς τζιαι να του πης ακόμα,
πως εν να τον ευκαριστώ νεκρός που κά 'στο χώμα,
αν κάμη μιαν μιαλλύττερην πο τούτην καλωσύνην:
Στον τόπον μας πο δα τζιαι δα να κάμ' ό,τι μπορήση
να μεν γινή μιαλλύτερον κακόν στην Ρωμιοσύνην.
Πε του τα τούτα, τζι' ο Θεός να τον πολλοχρονίση."

"Για τούτα ούλα που λαλείς τζι' εγιώ εν να πασκίσω
τζιαι μεσ' στα φυλλοκάρδκια μου τα λόγια σου φυλάω,
τζιαι μόννω σου στην πίστην μου να μεν ταλησμονήσω,
μα δίχως σου στον τζιύρην μου αντρέπουμαι να πάω."
Στην άλλην πόρταν μονομιάς κατσ'αρισμός ακούστην,
τζι' είδασιν το μαντάλιν της πουπανωθκιόν τζι' εσούστην,
τζι' αρκώθηκεν ο πέρκαλλος ο παίδκιος τζι' έδοξέν του,
τζι' η φούχτα του σιερβόλιασεν στην κόξαν το πιστόλιν,
εσκούλλισεν τον ο θυμός τζιαι πάλ' ανάδοξέν του,
τζι' έναν λιγγούριν έκαμεν τζι' εβρέθην στο περβόλιν.





[1] [2] [3] [4] [5] [6] [7] [8] [9] [10] [11] [12] [13] [14] [15] [16] [17] [18] [19] [20] [21] [22] [23] [24]

Αυτή η σελίδα είναι υπό κατασκευή.

Ευχαριστούμε που επισκεφθήκατε την 9η Ιουλίου του 1821.
Τα σχόλια σας είναι ευπρόσδεκτα.



Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε πιό πρόσφατα στις 25 Νοεμβρίου, 1997, Λευκωσία, Κύπρος.

© 1997 Tefkros Symeonides & Constantinos Symeonides

Το λογότυπο της Ενάτης σχεδιάστηκε από τον Τεύκρο.
Οι εικόνες πάρθηκαν από πίνακες του Γιώργου Μαυρογένη (συλλογή Αρχιεπισκοπής, Λευκωσία) και έγιναν scanned από τον 4ο Τόμο της "Ιστορίας της Νήσου Κύπρου" του Αντρου Παυλίδη, Εκδόσεις "Φιλόκυπρος".
Ο κώδικας HTML αυτής της σελίδας παράχθηκε από πρόγραμμα που έγραψε ειδικά γι' αυτό τον σκοπό ο Τεύκρος σε γλώσσα QBASIC.